Οι αρχαίοι Ελληνες ήταν σε αρμονία με τη φύση. Είχαν τόσο πολύ κατανοήσει την αναγκαιότητά της, αφού τα πάντα στον άνθρωπο προέρχονται από αυτήν. Ο σίδηρος, οι πέτρες, τα ξύλα, το νερό και, το κυριότερο, η τροφή. Γι’ αυτό την προστάτευαν αποδίδοντάς της μια ιερότητα, την ιερότητα της φύσης.
Τα ποτάμια και οι λίμνες ήταν ιερά και δεν μπορούσες να τα ρυπαίνεις, να τα μολύνεις, γιατί θα είχες τη θεία τιμωρία. Τα δάση και τα βουνά, το ίδιο. Εκεί κατοικούσαν οι Νύμφες, οι Δρυάδες και ο Παν, ο θεός των βοσκών. Και η Αρτεμις, θεά των ελαφιών.
Τώρα, πού κατοικούν οι θεοί; Οι άνθρωποι τους έδιωξαν, δεν είναι πια μέσα στα δάση, αφού τα κάψαμε. Δεν είναι πια στον Ολυμπο, αφού τον καταπατήσαμε. Δεν είναι πια στον ουρανό, αφού τον κατακτήσαμε.
Ο Ερυσίχθων ο ασεβής, στην αρχαιότητα είχε βάλει στο μυαλό του να κόψει το ιερό δέντρο της Δήμητρας. Παρ’ όλες τις ικεσίες των Δρυάδων, αυτός το έκοψε. Τιμωρήθηκε από τη θεά με το αίσθημα της λαιμαργίας. Και ήταν τόση η λαιμαργία του, που έτρωγε καταστρέφοντας ό,τι υπήρχε στη φύση. Μετά δεν είχε τίποτε άλλο να φάει και έφαγε, ξεσκίζοντας, τις σάρκες του μέχρι που πέθανε.
Σήμερα, ποιος τιμωρήθηκε για το κάψιμο των δασών, ποιος για την οικοπεδοποίησή τους, ποιος για την ισοπέδωσή τους; Ο μύθος αυτός ο παλιός είναι πολύ σύγχρονος. Και εκφράζει την ασυδοσία και τη λαιμαργία του σημερινού ανθρώπου, που εκμεταλλεύεται τα πάντα στη Γη. Οταν θα πάψει αυτή να του τα παρέχει, τότε θα φανεί η αδυναμία του.
Λείπει ο φόβος του Θεού. Οταν είμαστε μικροί και μας έπεφτε το ψωμί κάτω, το παίρναμε, το σταυρώναμε, το φυσάγαμε και το τρώγαμε. Δεν το πετάγαμε σαν να ήταν βρώμικο. Γιατί αισθανόμαστε από μόνοι μας ότι ήταν αμαρτία αν το περιφρονούσαμε. Το ψωμί ήταν κάτι ιερό. Τώρα γεμίζουμε με αποφάγια τις χωματερές. Ομως οι αρχαίοι, που ζούσαν παράλληλα με τη φύση, δεν έπαιρναν απ’ αυτήν τίποτα περισσότερο απ’ ό,τι χρειάζονταν. Για να μπορεί η φύση να ανανεωθεί. Δεν απειλούσαν τη φύση.
Ο Ησίοδος δίδαξε την καλλιέργεια της γης, δηλαδή να την κάνεις καλύτερη, καλό έργο. Οταν όμως την καταστρέφεις και κόβεις τα δάση για να κάνεις βιοκαύσιμα, την κακοποιείς, τότε κάνεις κακό έργο. Γι’ αυτό λοιπόν ας έχουμε πάντα μπροστά μας το δίδαγμά τους, το «μηδέν άγαν», το «μέτρον άριστον». Με το λαδάκι των λύχνων φώτισαν την ανθρωπότητα.
Παρ’ όλα αυτά, όταν βλέπω ένα στάχυ χρυσό μόνο του, δίπλα σ’ έναν βράχο, να λικνίζεται από τον αέρα με φόντο το μπλε της θάλασσας, ελπίζω ακόμα στην αναγέννηση της φύσης μας.
Η Αθήνα είχε τρία ποτάμια: τον Κηφισό, τον Ιλισό και τον Ηριδανό. Τα δύο πρώτα τα σκεπάσαμε και τα βρομίσαμε. Το τρίτο, ένα μικρό ρυάκι πια, κυλά ταπεινά μέσα στον Κεραμεικό, σαν μια ελπίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου