Γράφει ο γελωτοποιός
Σήμερα το πρωί ήμουν μόνος στο εργαστήριο της εριτίμου συζύγου μου (εργαστήριο εικαστικών, δεν είναι τορναδόρος). Κάποια στιγμή βλέπω να περνάει απ’ έξω -όσο πιο ευθυτενής και όρθιος μπορούσε- ένας γέρος της γειτονιάς.
Τον χαιρετούσα όποτε τον έβλεπα και μετά τον παρακολουθούσα με οίκτο καθώς έσερνε τα πόδια του. Είναι πολύ γέρος, πιο παλιός από τις πολυκατοικίες, πιο παλιός από τα πλατάνια, πιο παλιός απ’ οτιδήποτε παλιό στην πόλη –παρεκτός από τα μεσαιωνικά τείχη.
Αλλά –παρά τα χρόνια που του έχουν φορτωθεί στην πλάτη- προσπαθεί πάντα να φαίνεται αξιοπρεπής και αυτοδύναμος -και ας χρειάζεται μισή ώρα να περπατήσει εκατό μέτρα.
Σήμερα άλλαξε ρότα και μπήκε στο μαγαζί. Κρατούσε με το ένα χέρι τη μαγκούρα του και με το άλλο το παντελόνι του, να μην του πέσει.