Σε βλέπω...
Σε παρακολουθώ από τότε που σε πρωτοείδα στις πλατείες να φωνάζεις “να καεί, να καεί, το μπουρδέλο η βουλή”. Ήσουν σαστισμένος και αμήχανος και κοίταγες δεξιά και αριστερά με φόβο καθώς περπατούσες προς τις συγκεντρώσεις. Μάλλον δεν είχες ξαναβρεθεί ποτέ στη θέση του διαδηλωτή, έδειχνες φοβισμένος καθώς προσπερνούσες, μόνος σου, τις διμοιρίες των ΜΑΤ και κράταγες το βλέμμα σου χαμηλά και υποτακτικά μέχρι να ενωθείς με το πλήθος. Εκεί άλλαζες. Άλλαζες σε κλάσματα δευτερολέπτου, σήκωνες το βλέμμα απ το πεζοδρόμιο και γυάλιζε το μάτι σου. Το κορμί σου ίσιωνε και η γλώσσα σου λυνόταν.
Μέσα στην ασφάλεια των πολλών γινόσουν ξάφνου παλικάρι, μούντζωνες, έβριζες, φώναζες. Φώναξες πως έχουμε χούντα, ούρλιαξες συνθήματα για τιμωρία και κρεμάλες, έλεγες πως θα... μπουκάρεις στη βουλή και θα λιντσάρεις τους κλέφτες που εκμηδένισαν τη ζωή σου με μια υπογραφή.
“Η χούντα δεν τελείωσε το 73″, αυτό το σύνθημα το φώναζες ποιο δυνατά απ όλα. Σε παρατηρούσα στα πηγαδάκια με ανθρώπους που δεν γνώριζες, αλλά ένιωθες πως είσαι στην ίδια μοίρα, να επαναλαμβάνεις πως “η κυβέρνηση είναι παράνομη”, πως “καταπατήθηκε το σύνταγμα”, πως “πρέπει να ξεβρομίσει ο τόπος από τους προδότες του μνημονίου”. Κάθε φορά που σε ξανάβλεπα ήσουν όλο και πιο οργισμένος, τόσο που κάποια στιγμή έφτασες να ψελλίσεις στην αρχή και να κραυγάσεις μετά “μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι”, όταν ένιωσες τη βία και την χημική καταστολή πάνω σου.
Σε παρακολουθώ από τότε που σε πρωτοείδα στις πλατείες να φωνάζεις “να καεί, να καεί, το μπουρδέλο η βουλή”. Ήσουν σαστισμένος και αμήχανος και κοίταγες δεξιά και αριστερά με φόβο καθώς περπατούσες προς τις συγκεντρώσεις. Μάλλον δεν είχες ξαναβρεθεί ποτέ στη θέση του διαδηλωτή, έδειχνες φοβισμένος καθώς προσπερνούσες, μόνος σου, τις διμοιρίες των ΜΑΤ και κράταγες το βλέμμα σου χαμηλά και υποτακτικά μέχρι να ενωθείς με το πλήθος. Εκεί άλλαζες. Άλλαζες σε κλάσματα δευτερολέπτου, σήκωνες το βλέμμα απ το πεζοδρόμιο και γυάλιζε το μάτι σου. Το κορμί σου ίσιωνε και η γλώσσα σου λυνόταν.
Μέσα στην ασφάλεια των πολλών γινόσουν ξάφνου παλικάρι, μούντζωνες, έβριζες, φώναζες. Φώναξες πως έχουμε χούντα, ούρλιαξες συνθήματα για τιμωρία και κρεμάλες, έλεγες πως θα... μπουκάρεις στη βουλή και θα λιντσάρεις τους κλέφτες που εκμηδένισαν τη ζωή σου με μια υπογραφή.
“Η χούντα δεν τελείωσε το 73″, αυτό το σύνθημα το φώναζες ποιο δυνατά απ όλα. Σε παρατηρούσα στα πηγαδάκια με ανθρώπους που δεν γνώριζες, αλλά ένιωθες πως είσαι στην ίδια μοίρα, να επαναλαμβάνεις πως “η κυβέρνηση είναι παράνομη”, πως “καταπατήθηκε το σύνταγμα”, πως “πρέπει να ξεβρομίσει ο τόπος από τους προδότες του μνημονίου”. Κάθε φορά που σε ξανάβλεπα ήσουν όλο και πιο οργισμένος, τόσο που κάποια στιγμή έφτασες να ψελλίσεις στην αρχή και να κραυγάσεις μετά “μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι”, όταν ένιωσες τη βία και την χημική καταστολή πάνω σου.