Στις παρέες μας δεν διηγούμαστε ιστορίες από το στρατό, ανέκδοτα του Λαζόπουλου ή πώς κατατροπώσαμε την καργιόλα στο ΙΚΑ που μας είπε να περιμένουμε στην ουρά.
Στη βιβλιοθήκη μας έχουμε βιβλία που γράφτηκαν για να διαβαστούν και να διδάξουν και όχι για να εξυπηρετήσουν. Στο τραπέζι μας έχουμε φίλους, αγάπες και ποτήρια γεμάτα καλό, φτηνό κρασί. Δεν πίνουμε από κυριλέ μπουκάλια νοθευμένα με κώνειο. Δεν βλέπουμε τηλεόραση, δεν χειροκροτούμε τους διάσημους αστέρες της πίστας με το όνομα στη μαρκίζα λαμπερό. Εμείς θαυμάζουμε τα δικά μας, ανέστια αστέρια, που στολίζουν τις νύχτες τον ουρανό και φωτίζουν όμορφα το σκοτάδι. Δεν είμαστε φανατισμένοι οπαδοί. Δεν κουνάμε σημαίες, δάχτυλα ή πολύξερα κεφάλια.
Τα αδέσποτα στους δρόμους δεν τα κλοτσάμε, σκύβουμε και τους κόβουμε ένα κομμάτι κουλούρι από εκείνο που τρώμε κι εμείς και περιμένουμε δίπλα τους μήπως πεινάνε ακόμα. Με τους μελαμψούς με το ξενόφερτο βλέμμα και τις μαϊμούδες Αρμάνι στα Προπύλαια δεν κάνουμε αστεία, παζάρια ή την πλάκα μας. Δεν νιώθουμε ανώτεροι από αυτούς. Τους κερνάμε ένα τσιγάρο και μια καλημέρα φιλική. Στα μάτια τους βλέπουμε αισθήματα και όχι τον εχθρό ή ένα παιδί.
Μπροστά στον άνθρωπο που απλώνει το χέρι διατακτικά γονατίζουμε για να μοιραστούμε αυτό που υπάρχει λέγοντας μια αυτονόητη, ανθρώπινη καλημέρα. Ακόμα και το δεσμοφύλακά μας είμαστε ικανοί να καλημερίσουμε. Πίσω από τα κάγκελα, μέσα στο μπουντρούμι. Εμείς. Οι οπαδοί μιας ουτοπίας που κάποτε θα σώσει τον κόσμο και τότε θα νιώσουμε σαν μικροί θεοί που συνεχίζουν να καυγαδίζουν με το χρόνο.
Στις διαβάσεις δεν ενοχλούμαστε από τους ανυπόμονους – είμαστε με το μέρος όσων αδημονούν. Οι αιτίες της αγανάκτησής μας είναι άλλες. Δεν μας αρέσουν οι παιδικές χαρές με το πλαστικό γκαζόν και τα αλουμινένια κάγκελα ασφαλείας. Φυτεύουμε δέντρα και φτιάχνουμε ελεύθερα περιβόλια εκεί που δεν το περιμένει κανείς. Κάνουμε αντάρτικο χαράς στο κέντρο της πόλης και βάζουμε τα παιδιά να μυρίσουν αληθινά λουλούδια, να πιάσουν χώμα, να κοιτάξουν ένα μυρμήγκι να περνά.
Ακούμε μουσικές και ζούμε ιστορίες και ζωές που μιλάνε στην καρδιά και όχι στην τσέπη μας. Οι αυτοκτονίες, οι συλλήψεις, οι μαύρες μπλούζες, τα κίτρινα έντυπα και οι παρεξηγημένες αποχρώσεις μιας πάλαι ποτέ κόκκινης ματιάς που ξεθώριασε και ακροβατεί φλερτάροντας με την αχρωματοψία είναι για μας μαστίγια που μας τσούζουν καθημερινά. Είμαστε τα αγρίμια της εποχής, που πάνω στις πλάτες μας θέλουμε να σηκώσουμε τα βάρη όλου του κόσμου. Οι ρατσιστές, οι άγριοι, οι πουλημένοι δεν θα μας εξημερώσουνε ποτέ. Επειδή νιώθουμε ικανοί. Γενναίοι. Αήττητοι.
Μπαίνουμε σε άδεια σπίτια και τα γεμίζουμε με όνειρα και ζωή. Ζωγραφίζουμε με όμορφα χρώματα τη λύπη της αδειοσύνης και του πένθους. Στα δωμάτια των έρημων σπιτιών, εκεί που κάποτε υπήρχε μόνο σιωπή και μούχλα εμείς φτιάχνουμε ήχους, εικόνες, αιτίες για μεγάλα Ναι. Οι μέρες μας μοιάζουν με ανεμοθύελλες, που σαρώνουν την αιθαλομίχλη της στέρησης. Στη θέση της ήττας θέλουμε να βάλουμε έναν γαλάζιο, ελεύθερο ουρανό. Θα γίνει! Τα συρματοπλέγματα των ισχυρών θέλουμε να τα κάνουμε οάσεις. Είμαστε ανυπάκουοι και πεισματάρηδες. Μέσα μας ξέρουμε να καιγόμαστε από ασίγαστες φωτιές. Σαν όμορφα φυτίλια που κανείς δεν κατάφερε να τα χώσει σε ένα μπουκάλι και να τα κάνει καταστροφή. Από τα δικά μας μπουκάλια ρέει η έμπνευση, το ξεδίψασμα, το γλυκό μούδιασμα της αγάπης για τη ζωή. Τους τοίχους μας στολίζουν πράσινοι κισσοί, ωραία γκράφιτι, οι στίχοι του Αναγνωστάκη, του Λειβαδίτη και της Γώγου. Όχι λογότυπα και διαφημίσεις.
Η δική μας αλητεία μοιάζει με γιορτή. Δεν ραγίζει καρδιές και τζαμαρίες. Τσακίζει τις άρρωστες προκαταλήψεις και τη βία όσων ασχημονούν. Οι εχθροί μας σπάνε την πόρτα μας, εμείς σπάμε το φόβο της εποχής μας. Εμείς. Τα «μαλακισμένα», οι καταληψίες και οι αντιρρησίες που κοιτάμε τους ανθρώπους στα μάτια, που αντιστεκόμαστε, λέμε «όχι», τρώμε ξύλο, φτύνουμε βρισιές, ενοχλούμε, υπάρχουμε! Εμείς. Που χαμογελάμε και χαιρετάμε τον κόσμο μέσα από την κλούβα, με τις χειροπέδες βραχιόλια στους ασίγαστους καρπούς, επειδή ξέρουμε πως θα νικήσουμε. Και πως η ζωή είναι μάχη, πείσμα και ελπίδα.
Εμείς. Που όταν κλαίμε, από τον ουρανό πέφτουν κατακόκκινες νιφάδες. Που στην πηχτή αιθαλομίχλη της φτώχειας δεν βλέπουμε μονάχα τη μόλυνση του περιβάλλοντος αλλά και την τελετή λήξης της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς μας. Που, παρ’ όλα αυτά, κρατάμε ζωντανή μέσα μας την ευχή αυτός ο κόσμος να αλλάξει κάποτε, παρόλους τους φόβους και τους ιερούς χρησμούς. Είμαστε οι φίλοι του Κεμάλ, αλλά δεν προχωράμε με φωτιά και με μαχαίρι στους δρόμους τα πρωινά. Δεν είμαστε νικημένα ξεφτέρια, είμαστε ανίκητοι αγωνιστές. Δεν κρατάμε ξίφη στα χέρια μας τις νύχτες, εμπιστευόμαστε μόνο τη δύναμη της σφιγμένης γροθιάς.
Εμείς. Ο αντίλαλος του τσαλαπατημένου ανίσχυρου που νιώθει και ξαναγίνεται ισχυρός. Οι διάδοχοι του χειμώνα, οι οπαδοί της άνοιξης. Ενώνουμε τις φωνές μας με τον λαθρεπιβάτη από το Πακιστάν, με τον κουρασμένο γέροντα από τα βάθη του χρόνου, με την καταπιεσμένη νοικοκυρά από το ημιυπόγειο και με το πεινασμένο παιδί από το γειτονικό σχολείο. Γινόμαστε όλοι μία και μοναδική φωνή. Τρομερή, σαν εκείνη τη λαλιά που κάποτε ξεσήκωνε καταιγίδες στην πλατεία και στα στενά. Μια φωνή που ακούγεται παντού, ταράζει, ξεβολεύει, εκνευρίζει, αντιστέκεται. Εμείς. Οι αντιρρησίες. Τα «μαλακισμένα» του 21ου αιώνα. Τα υπερβολικά. Το μπούμερανγκ στα μούτρα των ελεεινών. Η μόνη ελπίδα.
Πηγή: Μαρία Πετρίτση –συγγραφέας. – «Δρόμος της Αριστεράς» 19/1/2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου