Άναψε το πορτατίφ πάνω στο δρύινο τραπέζι που χρησιμοποιούσε ως γραφείο. Ένα χλωμό φως έκανε κίτρινο τον χώρο, σαν παλιά φωτογραφία. Πήρε το δοχείο με το μελάνι και την πένα με την ξύλινη λαβή. Τράβηξε μια επίμονη ρουφηξιά από την πίπα του και αφού βαριαναστέναξε, άρχισε να χαράζει δρόμους στο χαρτί.
Βρέθηκαν ξένοι που πρόσφεραν περισσότερα απ’ όσο περίμενε, άδολοι και με ανοιχτή καρδιά. Περιπλανήθηκε στα δάση που μοναχικοί λύκοι έλεγαν το τραγούδι τους στο φεγγαρόφωτο χωρίς να θέλουν κανείς να τους ακούσει. Στα παζάρια της προστυχιάς, κουτοπόνηροι, χαιρέκακοι και εκμεταλλευτές πουλούσαν υποσχέσεις. Έκλεινε τα αυτιά του.
Αυτοί που έκαναν καριέρες βασισμένες στα ψέματα, άφηναν στο περιθώριο τους καλλιτέχνες και τους ποιητές του μέλλοντος. Είχαν μάθει να παίζουν στο χρηματιστήριο των συναισθημάτων και στο καζίνο των προσδοκιών. Έβαζαν τόκο στα όνειρα και τον ζητούσαν χωρίς αυτά να δικαιωθούν. Μάγκες του τίποτα.
Τράβηξε μια ακόμη τζούρα από τον καπνό και κατευθύνθηκε προς το ντουλάπι που βρισκόταν στον απέναντι τοίχο του δωματίου. Πήρε αγκαλιά το μπουκάλι με το μπράντυ σαν να ήταν μωρό που χρειαζόταν προστασία και ένα ποτήρι. Κάθισε πάλι στο γραφείο και το χαρτί μπροστά του, ζητούσε μια ακόμη διήγηση. Έτσι είναι η μοίρα του συγγραφέα.
Μετρούσε τύπους ανθρώπων: Ευαίσθητοι, σταρχιδιστές, μίζεροι, ερωτεύσιμοι, κενοί, ξεπουλημένοι, ονειροπόλοι, ειλικρινείς, αλληλέγγυοι, θύτες και θύματα, άδικα δοξασμένοι και δίκαια ξεχασμένοι. Ασυμβίβαστοι, φτηνοί, εραστές στα λόγια και χωρισμένοι με τις πράξεις. Ροκάδες, ξεπουλημένοι, σιωπηλοί χείμαρροι και βασιλιάδες που ζουν σε χαρτόκουτα.
Και που πήγε μέσα σε όλα αυτά η αγάπη; Ήπιε μια γενναία γουλιά από το πορτοκαλοκόκκινο ποτό του και θυμήθηκε τι έγραφε ο Μπρεχτ στο “Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν“:
“Θέλω να είμαι μαζί με τον άνθρωπο που αγαπώ. Δεν θέλω να ξέρω πόσο θα μου κοστίσει. Δεν θέλω να ξέρω αν θα είναι καλό ή κακό για τη ζωή μου. Δεν θέλω να ξέρω αν ο άνθρωπος αυτός με αγαπάει ή όχι. Το μόνο που χρειάζομαι, το μόνο που θέλω, είναι να βρίσκομαι κοντά στον άνθρωπο που αγαπώ.”
Υπήρχε και θα υπάρχει αυτός ο άνθρωπος. Κι αν δεν ήθελε να γράψει γι’ αυτόν, ήθελε να βρει τρόπο να περιγράψει το πόσο διαφέρει απ’ όποιον είχε συναντήσει, απ’ όσες σκιές ήταν περαστικές, απ’ όσα χέρια ήθελαν να χαιδέψουν, να χαιρετήσουν και να αγκαλιάσουν χωρίς να νιώθουν. Μέτραγε και μέτραγε μέσα στο σκοτάδι, μέχρι που οι σκιές διαλύθηκαν και μέσα απ’ όλες τις διηγήσεις, είχε ήδη ξημερώσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου