Τούτες τις άπραγες νύχτες του χειμώνα, καθώς η ασχήμια καλπάζει πάνω σε σιδερόφραχτα άτια, κι οι λέξεις ξεκοιλιασμένες παλεύανε να συγκρατήσουνε τα σπλάχνα τους, η μνήμη πέταξε μακριά, σε καιρούς αλλοτινούς, τότε που οι βοριάδες σάρωναν της ομίχλης το πέπλο, και η Ιθάκη, ο προορισμός μας, ορθώνονταν ξεκάθαρη στο βάθος του ορίζοντα, κι ήρθε και φώλιασε μες στα γαλάζια μάτια του αγαπημένου μας Ναζίμ Χικμέτ, τα κάπως αόριστα θλιμμένα μάτια που φώτιζαν την ζωντάνια του προσώπου του, την εγκαρδιότητα του παιδικού γέλιου κι αφουγκράστηκε το τραγούδι του:
Αν η μισή καρδιά μου βρίσκεται, γιατρέ, δω πέρα
Η άλλη μίση
στην Κίνα βρίσκεται
Με τη στρατιά
που κατεβαίνει το Κίτρινο Ποτάμι
Κι ύστερα, να, γιατρέ,
την πάσα αυγή
Την πάσα αυγή, γιατρέ,
με τα χαράματα
Πάντα η καρδιά μου στην Ελλάδα ντουφεκίζεται.
-Κι η καρδιά σου, Ναζίμ Χικμέτ, ανέμιζε χρόνια, μια ματωμένη κόκκινη σημαία, έτοιμη να σκεπάσει Ανατολή και δύση και ξαφνικά σταμάτησε όπως σταματάει ο ήχος του βιολιού ύστερα από ολονύχτιο γλέντι:
Ο Ναζίμ Χικμέτ (Nâzım Hikmet, Θεσσαλονίκη 15 Ιανουαρίου 1902 - Μόσχα 2 Ιουνίου 1963) ήτανΤούρκος ποιητής και δραματουργός, τα έργα του οποίου μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Υπήρξε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τουρκίας. Πέθανε στην Μόσχα από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 61 ετών.
Αν και τα πρώτα του ποιήματα γράφτηκαν με παραδοσιακό μέτρο, ο Χικμέτ σταδιακά απομακρύνθηκε από τα πλαίσια του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας και άρχισε να αναζητεί νέα μορφή για τα ποιήματά του. Κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων διαμονής του στη Σοβιετική Ένωση(1922-1925), η αναζήτηση αυτή έφτασε στο αποκορύφωμά της. Προτίμησε τον ελεύθερο στίχο, ο οποίος ταίριαζε και με την πλούσια φωνολογία της τουρκικής γλώσσας. Επηρεάστηκε κυρίως από το Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι. Πολλά από τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν από το γνωστό Τούρκο συνθέτη Ζουλφού Λιβανελί, ενώ αρκετά μελοποιήθηκαν και από το συνθέτη Μάνο Λοΐζο και τον Θάνο Μικρούτσικο. Με υπουργικό διάταγμα ο ποιητής ανέκτησε, μετά θάνατον, την τουρκική υπηκοότητα που του αφαιρέθηκε το 1951 εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων. [1]Το αυτοβιογραφικό του έργο Οι ρομαντικοί μεταφράστηκε στα Ελληνικά από τον Κώστα Κοτζιά ("Θεμέλιο")
Κι ύστερα, δέκα χρόνια τώρα,
να, γιατρέ,
Που τίποτα δεν έχω
μες’ στα χέρια μου
Να δώσω στο φτωχό λαό μου
Τίποτα πάρεξ ένα μήλο,
Ένα κόκκινο μήλο,
την καρδιά μου.
Μα η μεγάλη καρδιά του ποιητή Χικμέτ συνεχίζει το ταξίδι τις μες τις δικές μας καρδιές που τόσο αγάπησε, που τόσο την αγαπήσαμε.
Σήμερα, που τα σκοτάδια πυκνώσανε, και τ’ αγάλματά μας ακρωτηριασμένα κείτονται στις χωματερές.
Σήμερα που ο μύθος δολοφονήθηκε από μαύρα μανικέτια γραφιάδων,
κι εμείς χαμένοι στου λιμανιού τα στενοσόκακα, ψάχνουμε πυρσούς
να’ βρούμε την σιωπή της νύχτας
ν’ αναχαιτίσουμε, ο στίχος του ποιητή, φως αυγερινό, σαϊτεύει τις στράτες του μέλλοντος:
Αν δεν καώ εγώ
αν δεν καείς εσύ
αν δεν καούμε εμείς
πως θα γενούνε
τα σκοτάδια
λάμψη;
Το έργο του Ναζίμ Χικμέτ, πλατύ ποτάμι, περιλαμβάνει ποίηση, θέατρο, πρόζα, άρθρα, κοινωνικοπολιτικές μπροσούρες δημοσιογραφία. Μα πάνω από όλα, και, πρώτα απ’ όλα, στην πρώτη γραμμή η ποίηση, ή, καλλίτερα το τραγούδι:
Πιότερο απ’ τους ανθρώπους,
τα τραγούδια τους αγάπησα
Χωρίς ανθρώπους μπόρεσα να ζήσω
Όμως ποτέ χωρίς τραγούδια.
Το τραγούδι, η καταφυγή κι η παρηγοριά των καταπιεσμένων, όπλο στον έρωτα και στην ελευθερία, συντροφιά του ξενιτεμένου, απαντοχή του φυλακισμένου, το τραγούδι, η ευτυχία του ερωτευμένου αηδονιού:
…Τίποτα, τίποτα
δε μ’ έκανε έτσι ευτυχισμένο
όσο τα τραγούδια….
Ο Ναζίμ Χικμέτ δεν έγραψε ποίηση, έκανε τη ζωή του ποίηση.
Δεν σπατάλησε
τις αισθήσεις του σε αόριστες αναρριχήσεις, τις βίωνε.
Δεν αναλώθηκε σε ψιλάφισμα μεταφυσικών στόχων.
Βάδισε αταλάντευτος:
Με τα μάτια βγαλμένα
έξω από τα πρόσωπα
Σάμπως δυο γυμνά μαχαιριά
Ίσια πάνου βαδίζει στον εχτρό…
Ποίηση απλή, σαν το γέλιο που ξεπηδάει απ’ της άνοιξης χείλη, ατενίζει το παρόν μέσα
απ΄ τις φυλακές και την εξορία,
παρέα με συνοδοιπόρους
στις ανηφορικές στράτες
για ένα σφιχταγκάλιασμα
με τον πανανθρώπινο οργασμό.
Η τέχνη του Χικμέτ παραμένει,
πέρα απ’ τα καθαρά εθνικά στοιχεία, όπως κάθε αληθινή τέχνη, διεθνιστική, δηλαδή, ανθρώπινη. Ο στίχος μοιάζει με συγκινήσεις ακατέργαστες, πολύτιμοι λίθοι, εξόρυξη
μες’ απ’ τις ψυχής το μετάλλιο.
Ο θρήνος της μάνας, ο στεναγμός
του έγκλειστου, η γκριμάτσα του εκτελούμενου ήρωα, το δάκρυ, συντροφιά στις λαϊκές παρελάσεις, αποδίδονται ατόφια, χωρίς ψιμύθια. Ποίηση απλή, βιωματική βασισμένη στων αισθήσεων τα κιτάπια.
Τη μοναξιά τη γνώρισε μες’ τη φυλακή, κι όχι ανάμεσα στον κόσμο, όχι πλάι στη γυναίκα, όχι μες’ της καρδιάς τα μονοπάτια.
Η μοναξιά δεν πηγάζει
απ’ την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση αλλά από κοινωνικό καταναγκασμό και αυτόν ο ποιητής πολεμάει:
την κατεδάφιση
των κοινωνικών αποκλεισμών:
Πόσοι είμαστε
που μένουμε εδώ μέσα
Μήτε που ξέρω
Είμαι μονάχος μου,
μακριά τους,
Κι αυτοί μαζί, μακριά από μένα
Μονάχα με τον εαυτό μου μού επιτρέπουν να μιλάω
……………..
Και να πεις πως δεν ντρέπομαι
Για την κατάντια της καρδιάς μου
……………..
ίσως και νάναι απ’ αφορμή
τούτα τα δυο
καγκελόφραχτα παράθυρα….
Πόσο όμορφη είν’ η ζωή, εσύ ποιητή, το τραγούδησες, γιατί ξέρεις καλλίτερα απ’ τον καθένα το τραγούδι,
κι ας σου στέρησαν τη γενέθλια γη,
τη νοσταλγημένη πατρίδα.
Αλήθεια, τι όμορφη είναι η ζωή
όταν χαϊδεύεις τη σάρκα του φρούτου που ποθείς, ή όταν τα δάχτυλά σου χάνονται σε μελαχρινό θάμνο ή όταν πάλι ο αιμάτινος ήλιος μας χαρίζει μιαν καινούργια μέρα, ή όταν η ματιά ταξιδεύει στο μούχρωμα του ορίζοντα. Κι όμως η ουσία της ζωής παραμορφώνεται ανενδοίαστα
απ’ αυτούς που χτίζουν φυλακές, οργανώνουν στρατούς, μισούν τη νιότη. Μα ο στίχος σου, Ναζίμ, πάντα θα στέκεται φρουρός στο οδόφραγμα κόντρα στην παραχάραξη
της ανθρώπινης φύσης. Άλλωστε:
Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή
που δεν την αρμενίσαμε ακόμα
Το πιο όμορφο παιδί
Δε μεγάλωσε ακόμα
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις ζήσαμε ακόμα
Κι αχ ότι πιο όμορφο
θα ‘θελα να σου πω
Δεν στο’ πα ακόμα…
Ολόκληρη η παρουσία του Ναζίμ Χικμέτ: το έργο του, οι αγώνες του,
η θυσία του, αποτελούν αντίσταση
στο θάνατο. Γι’ αυτό κι εμείς σήμερα δεν ψάλλουμε πένθιμο εμβατήριο,
δεν μοιρολογούμε για την απουσία του, τη λάμψη του αστεριού του χαιρόμαστε καθώς τρυπάει
τα σκοτάδια που μας τυλίγουν, κι ένα κομμάτι ουρανός μας χαμογελάει:
Καμπάνα
δε χτυπάμε
καμπάνα δε χτυπάμε
Δε μας προσκαλεί
κανένας
απ’ το μιναρέ ψηλά!
Αυτός
που διάβηκε
δενείναιένατραγούδι που εσώθηκε
Αυτός
επάλεψε
σαν ένα τρανό φως
Έπεσε
σαν ένας ήλιος
με κασκέτο
Καμπάνα
δε χτυπάμε
Αυτός
που διάβηκε
δεν είναι ένα τραγούδι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου