«Μα, γιατί δεν εξεγείρεται κανείς;»
«Μα γιατί δεν βγαίνει κανείς στους δρόμους;»
«Μα, τι γίνεται και τα δεχόμαστε όλα με σκυμμένο το κεφάλι;»
«Μας ψεκάζουν;»
Τρία χρόνια ακούγονται τα ίδια ερωτήματα.
Πάντα, αυτός που τα κάνει, απευθύνεται στους άλλους.Ποτέ στον εαυτό του.
Επίκληση στη λύπηση των υπόλοιπων είναι.
Κραυγή καναπέ.Ακούνητου καναπέ μπροστά σε δελτίο ειδήσεων των 8.
Είναι ο ίδιος άνθρωπος που θα φωνάξει «Κλέφτες είναι όλοι τους» και μετά θα τους ψηφίσει.
Ακόμα, πολλές φορές, αναίσχυντα, ο ίδιος λοιδωρεί τους αυτόχειρες γιατί αυτοκτόνησαν «οι ηλίθιοι και δεν ζώστηκαν βόμβα να πάνε να τους ανατινάξουν»
Ποιους; Δεν ξέρει.
Τίποτα δεν ξέρει.
Τίποτα δεν καταλαβαίνει.
Τον μαστιγώνουν οι πληροφορίες, τα κακά μαντάτα, η κάθοδος προς τα κάτω, αλλά δεν καταλαβαίνει τίποτα.
Είναι ηλίθιος; Βλάκας;
Έγινε οικειοθελώς μέσα στα χρόνια.
Έμαθε, συνήθισε να μην σκέφτεται,να μην κρίνει και εν τέλει να μην αποφασίζει για τίποτα.
Μέτραγε για αγγαρεία τη σκέψη, ήθελε να΄ναι «ξένοιαστος»
Τι εννοούσε ξένοιαστος;
Να καταναλώνει εννοούσε, να έχει φράγκα να ξοδεύει.
Και του τα δώσανε .Δανεικά.
Και για αντίτιμο δεν τους παραχώρησε με την ψήφο του μόνο την διακυβέρνηση για 4 χρόνια. Τους παραχώρησε με χαρά και ανακούφιση το σκέπτεσθαι, το κρίνειν και το αποφασίζειν εν λευκώ.
Φτάνει να του δίνανε χλίδα και κατανάλωση.
Και έτσι μεγάλωσε και τα παιδιά του.
Τώρα λοιπόν που έφτασε η ώρα να σκεφτεί, να κρίνει, να αποφασίσει και να πράξει, δεν μπορεί, είναι ανίκανος.
Και σαν χάνος κοιτά τον ουρανό μπας και βρέξει μάννα.
Και ψάχνει κανέναν σωτήρα να του παραχωρήσει και πάλι το σκέπτεσθαι και τα υπόλοιπα με αντίτιμο τα φράγκα.
Δεν βρίσκει κάποιον να του δώσει ευμάρεια, ψέματα κάργα και μίσος για τον διπλανό του δίνουν. Και τα καταπίνει αμάσητα και μισεί και περιμένει.
Τι περιμένει;
Ούτε αυτός ξέρει αφού δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτα και να καταλάβει.
Έτσι ο πολυμήχανος Οδυσσέας κατάντησε ο κουτοπόνηρος Σάκης της σύγχρονης Ελλάδας, ο βολεψάκιας, ο παρτάκιας.
Αλλά τέλειωσε η μοίρα του Σάκη.
Και δεν υπάρχει Οδυσσέας, κάτι λίγοι μόνο, που δεν τους ακούν οι Σάκηδες.
Δεν καταλαβαίνουν τι λένε ο Οδυσσέας δίπλα τους και τον μισούν γι αυτό.
Τον μισεί τον δίπλα ο Σάκης, κυρίως γιατί μπορεί και σκέφτεται.
Την άγνοια του μισεί τελικά, την αδυναμία του να σκεφτεί.
Έτσι, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα όλοι προσμένουν ένα θάμα.
Σοφία Λαμπίκη
RAMNOUSIA
«Μα γιατί δεν βγαίνει κανείς στους δρόμους;»
«Μα, τι γίνεται και τα δεχόμαστε όλα με σκυμμένο το κεφάλι;»
«Μας ψεκάζουν;»
Τρία χρόνια ακούγονται τα ίδια ερωτήματα.
Πάντα, αυτός που τα κάνει, απευθύνεται στους άλλους.Ποτέ στον εαυτό του.
Επίκληση στη λύπηση των υπόλοιπων είναι.
Κραυγή καναπέ.Ακούνητου καναπέ μπροστά σε δελτίο ειδήσεων των 8.
Είναι ο ίδιος άνθρωπος που θα φωνάξει «Κλέφτες είναι όλοι τους» και μετά θα τους ψηφίσει.
Ακόμα, πολλές φορές, αναίσχυντα, ο ίδιος λοιδωρεί τους αυτόχειρες γιατί αυτοκτόνησαν «οι ηλίθιοι και δεν ζώστηκαν βόμβα να πάνε να τους ανατινάξουν»
Ποιους; Δεν ξέρει.
Τίποτα δεν ξέρει.
Τίποτα δεν καταλαβαίνει.
Τον μαστιγώνουν οι πληροφορίες, τα κακά μαντάτα, η κάθοδος προς τα κάτω, αλλά δεν καταλαβαίνει τίποτα.
Είναι ηλίθιος; Βλάκας;
Έγινε οικειοθελώς μέσα στα χρόνια.
Έμαθε, συνήθισε να μην σκέφτεται,να μην κρίνει και εν τέλει να μην αποφασίζει για τίποτα.
Μέτραγε για αγγαρεία τη σκέψη, ήθελε να΄ναι «ξένοιαστος»
Τι εννοούσε ξένοιαστος;
Να καταναλώνει εννοούσε, να έχει φράγκα να ξοδεύει.
Και του τα δώσανε .Δανεικά.
Και για αντίτιμο δεν τους παραχώρησε με την ψήφο του μόνο την διακυβέρνηση για 4 χρόνια. Τους παραχώρησε με χαρά και ανακούφιση το σκέπτεσθαι, το κρίνειν και το αποφασίζειν εν λευκώ.
Φτάνει να του δίνανε χλίδα και κατανάλωση.
Και έτσι μεγάλωσε και τα παιδιά του.
Τώρα λοιπόν που έφτασε η ώρα να σκεφτεί, να κρίνει, να αποφασίσει και να πράξει, δεν μπορεί, είναι ανίκανος.
Και σαν χάνος κοιτά τον ουρανό μπας και βρέξει μάννα.
Και ψάχνει κανέναν σωτήρα να του παραχωρήσει και πάλι το σκέπτεσθαι και τα υπόλοιπα με αντίτιμο τα φράγκα.
Δεν βρίσκει κάποιον να του δώσει ευμάρεια, ψέματα κάργα και μίσος για τον διπλανό του δίνουν. Και τα καταπίνει αμάσητα και μισεί και περιμένει.
Τι περιμένει;
Ούτε αυτός ξέρει αφού δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτα και να καταλάβει.
Έτσι ο πολυμήχανος Οδυσσέας κατάντησε ο κουτοπόνηρος Σάκης της σύγχρονης Ελλάδας, ο βολεψάκιας, ο παρτάκιας.
Αλλά τέλειωσε η μοίρα του Σάκη.
Και δεν υπάρχει Οδυσσέας, κάτι λίγοι μόνο, που δεν τους ακούν οι Σάκηδες.
Δεν καταλαβαίνουν τι λένε ο Οδυσσέας δίπλα τους και τον μισούν γι αυτό.
Τον μισεί τον δίπλα ο Σάκης, κυρίως γιατί μπορεί και σκέφτεται.
Την άγνοια του μισεί τελικά, την αδυναμία του να σκεφτεί.
Έτσι, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα όλοι προσμένουν ένα θάμα.
Σοφία Λαμπίκη
RAMNOUSIA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου