Χειμώνας του 1943. Κρήτη, εμπόλεμη ζώνη.
Ο Γερμανός αρχαιολόγος Γιόχαν Μάρτενς
φτάνει στα Χανιά με την εξής μυστική αποστολή:
να καταγράψει όλα τα "άριας προέλευσης" έργα τέχνης που θα φυγαδευτούν στη συνέχεια στα μουσεία της πατρίδας του. Η αλήθεια όμως είναι άλλη, αφού καλείται να συνοδεύει ως διερμηνέας τον ανθυπολοχαγό Χόλμπαχ σε επιχειρήσεις αντιποίνων εις βάρος του ντόπιου πληθυσμού.
Με τη φωτογραφική του μηχανή καταγράφει σκηνές απίστευτης βίας και βαρβαρότητας. Καθώς γίνεται φίλος με τον οδηγό του, Αντρέα Σιδεριά, και ερωτεύεται την κόρη του Ελένη, αισθάνεται αιχμάλωτος μεταξύ της κρητικής φιλοξενίας και της αίσθησης του καθήκοντος. Όταν μαθαίνει ότι ο Χόλμπαχ οργανώνει επίθεση στο χωριό του Αντρέα, αποφασίζει, με κίνδυνο της ζωής του, να του αποκαλύψει το σχέδιο και να προδώσει τους συμπατριώτες του.
Τριάντα χρόνια μετά, ο γιος του ανθυπολοχαγού Χόλμπαχ, Λούκας, ξεκινά από το Αμβούργο για την Κρήτη. Θέλει να μάθει για το σκοτεινό παρελθόν του πατέρα του ως αξιωματικό των Ναζί. Από ένα παιχνίδι της μοίρας, ερωτεύεται την κόρη του Γιόχαν Μάρτενς και της Ελένης Σιδεριά...
Ένα δραματικό μυθιστόρημα, δύο ιστορίες με παράλληλη πλοκή. Ο παραλογισμός του πολέμου, η βαναυσότητα των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής στην Κρήτη, ανθρώπινα διλήμματα και εγκλήματα, η φωνή της συνείδησης και της ανθρωπιάς που υπερβαίνει το διαχωρισμό σε αντίπαλα στρατόπεδα, μέσα από τη ματιά ενός σύγχρονου Γερμανού συγγραφέα. Το μυθιστόρημα βασίζεται σε ιστορικά γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής του νησιού και συγκεκριμένα στην απαγωγή του στρατηγού Κράιπε από μια βρετανοκρητική ομάδα τον Απρίλιο του 1944.
«Ο Χόλμπαχ διέταξε τον Ζάιλερ να διαλέξει έξι άντρες για το εκτελεστικό απόσπασμα. Οταν πήγαν να δέσουν με ένα μαντίλι τα μάτια του παπά, αυτός κούνησε αργά το κεφάλι του. Ηταν μια κίνηση που δεν έκρυβε φόβο, πρόδιδε μάλλον μια γεμάτη αξιοπρέπεια περισυλλογή ανάμεικτη με βουβή περιφρόνηση. Μετά τον οδήγησαν μπροστά στον τοίχο της εκκλησίας και τον έβαλαν να σταθεί δίπλα στη γαλάζια πόρτα. Ο Γιόχαν στεκόταν δέκα μέτρα πιο πέρα, χωρίς να τον προσέχει κανείς, δίπλα στο τζιπ, λουσμένος στον ιδρώτα· έκλεισε τα μάτια του, μετά τα ξανάνοιξε, σήκωσε με τρεμάμενα χέρια τη φωτογραφική μηχανή και κοίταξε μέσα από το ματάκι. Ο Ζάιλερ φώναξε πυρ. Ο Γιόχαν πάτησε το κουμπί. Ακούστηκαν έξι πυροβολισμοί, αλλόκοτα συγκεκομμένοι σαν μια βάρβαρη παραφωνία. Ο παπάς κλονίστηκε σαν μια αόρατη γροθιά να είχε πέσει πάνω στο στήθος του, έγειρε πάνω στον τοίχο και κύλησε βαρύς, σε αργή κίνηση, στο χώμα. Ο Γιόχαν πάτησε το κουμπί. Το αριστερό χέρι του παπά έδειχνε να κουνιέται ακόμα. Ο Χόλμπαχ πήγε και στάθηκε από πάνω του, μετά ακούμπησε το πιστόλι του στο σβέρκο του παπά. Ο Γιόχαν πάτησε το κουμπί. Ο Χόλμπαχ πυροβόλησε. Ο Γιόχαν πάτησε το κουμπί».
Αυτές οι φωτογραφίες, τεκμήρια ενός εγκλήματος της γερμανικής Βέρμαχτ στην κατεχόμενη Κρήτη το 1943, συνιστούν τη μοιραία στιγμή, γύρω από την οποία εκτυλίσσεται και περιδινείται η πλοκή στο τελευταίο μυθιστόρημα του γερμανού συγγραφέα Κλάους Μόντικ με τίτλο Μουσαφίρης στην Κρήτη.
Τεκμήρια εγκλήματος
Ο αρχαιολόγος Γιόχαν Μάρτενς έχει φτάσει στο νησί με μια μυστική αποστολή: να καταγράψει αρχαιολογικούς θησαυρούς, που στη συνέχεια θα φυγαδευθούν και θα κοσμήσουν τα μουσεία της χιτλερικής Γερμανίας. Ως εκείνη τη στιγμή τα έχει βγάλει λίγο - πολύ πέρα ξεφεύγοντας από τους κινδύνους του πολέμου, λίγο από τύχη, κάτι με το να συνοδοιπορεί, κάτι με το να ξεγλιστράει. Τα πράγματα θα αλλάξουν όταν ο ανθυπολοχαγός Φρίντριχ Χόλμπαχ, που έχει την ευθύνη για τον Μάρτενς, τον χρησιμοποιήσει ως διερμηνέα κατά τη διάρκεια αντιποίνων κατά του άμαχου πληθυσμού. H φωτογράφιση του εγκλήματος όμως γέρνει την πλάστιγγα και ο Γιόχαν ακολουθεί τη φωνή της συνείδησής του: γίνεται φίλος με τον οδηγό του, τον ανοιχτόκαρδο Ανδρέα Σιδεριά, προειδοποιεί κι έτσι σώζει την οικογένεια του Σιδεριά από τα αντίποινα, ερωτεύεται την κόρη του κρητικού φίλου του Ελένη και τελικά συμμετέχει στην αντίσταση κατά των συμπατριωτών του. Ο Γιόχαν γίνεται σιγά σιγά Γιάννης, με βράκες και στιβάνια.
Υπάρχει όμως στο μυθιστόρημα αυτό και μια παράλληλη πλοκή, που εκτυλίσσεται σε εναλλασσόμενα κεφάλαια και ξεκινά στο Αμβούργο το 1975. Ο Λούκας Χόλμπαχ, που μόλις έχει τελειώσει το πανεπιστήμιο, αγοράζει τυχαία δύο ξεθωριασμένες φωτογραφίες που του θυμίζουν κάτι απροσδιόριστο από τη δική του παιδική ηλικία. Μέσα στο πληκτικό κοινωνικό και οικογενειακό του περιβάλλον οι φωτογραφίες αυτές γίνονται το εντελώς προσωπικό του πάθος. Αποφασίζει να λύσει το μυστήριο που υπαινίσσονται πως κρύβουν, κι έτσι καταλήγει στη σημερινή Κρήτη. H αναζήτησή του τον οδηγεί στην αγκαλιά της Σοφίας και μαζί της πίσω στο θέατρο του δράματος τον καιρό του πολέμου. Για να μην τα πολυλογούμε, η μοίρα του μυθιστορήματος το θέλει έτσι ώστε ο Λούκας, γιος του ανθυπολοχαγού Χόλμπαχ, να έχει ερωτευθεί την κόρη του Γιόχαν Μάρτενς και της Ελένης Σιδεριά. Και η παιδική ανάμνηση επιστρέφει ξεκάθαρη στο μυαλό του Λούκας: όταν ήταν μικρός είχε δει τον πατέρα του να καίει μέσα σε έναν κουβά στον κήπο τις φωτογραφίες του Μάρτενς, όσες τουλάχιστον βρίσκονταν στα χέρια του, πειστήρια της ενοχής του Χόλμπαχ, της ενοχής που φυσικά αποσιωπούσε πάντα μπροστά στον γιο του.
Αποκατάσταση της αλήθειας
«Εχω γεννηθεί το 1951» μας είπε ο συγγραφέας Κλάους Μόντικ «και ο πατέρας και ο θείος μου ήταν στρατιώτες στο μέτωπο κατά τον B' Παγκόσμιο Πόλεμο, αν και όχι στην Κρήτη. Το ζήτημα όμως είναι ότι ολόκληρη αυτή η γενιά είχε την τάση να αποσιωπά ή και να εξιδανικεύει το παρελθόν. Μας διηγούνταν ρομαντικές περιπέτειες από τον πόλεμο, όχι όμως και για τα εγκλήματα σε βάρος των αμάχων. Από αυτή την άποψη το βιβλίο μου περιγράφει και την κατάσταση της γενιάς μου, της γενιάς των γιων των δραστών». Και ήταν ο ίδιος ο Μόντικ που τη δεκαετία του '70 πήγε στην Κρήτη σαν νεαρός τουρίστας με το σακίδιό του, λάτρεψε τα τοπία και τη φιλοξενία των ανθρώπων της, γνώρισε τέλος εκεί μια Αμερικανίδα, που σήμερα είναι η γυναίκα του. Γι' αυτό και το βιβλίο του είναι ένας ύμνος στο νησί και στην αγάπη. Πάντως η ιδέα του μυθιστορήματος γεννήθηκε σιγά σιγά όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν από τότε, ιδίως όταν ο Μόντικ άρχισε να ερευνά την περίοδο της γερμανικής κατοχής στην Κρήτη και τις λεπτομέρειές της. Και στη συνέχεια τον ξένισε η σχεδόν παντελής ανυπαρξία γερμανικής βιβλιογραφίας για το ιστορικό αυτό κεφάλαιο. «Πάρτε για παράδειγμα» λέει «τα πασίγνωστα βιβλία του γερμανού συγγραφέα Ερχαρτ Κέστνερ, ο οποίος τον καιρό του πολέμου περιηγήθηκε τα ελληνικά νησιά και ιδίως την Κρήτη για λογαριασμό της Βέρμαχτ. Μόνο που στο έργο του για τις φυσικές, αρχαϊκές καλλονές του νησιωτικού αυτού κόσμου δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στον πόλεμο που μαινόταν εκείνη ακριβώς την περίοδο γύρω του. Εδώ στη Γερμανία δεν θέλαμε με τίποτε να αμαυρώσουμε την εξιδανικευμένη εικόνα της κλασικής Ελλάδας που είχαμε στον νου μας. Μου φάνηκε λοιπόν ότι έφτασε πια η ώρα να μιλήσει κανείς ανοιχτά για όλα αυτά και να αποκαταστήσει την αλήθεια».
Είναι ίσως επικίνδυνο για τη λογοτεχνία να ξεκινά κανείς να γράψει για να αποκαταστήσει την οποιαδήποτε αλήθεια. Και ίσως αυτό το τετράγωνο κίνητρο, η αγνή πρόθεση, να ερμηνεύει και μερικές αδυναμίες του μυθιστορήματος: την κάπως βεβιασμένη και απίθανη διαπλοκή των δύο παράλληλων ερωτικών ιστοριών και την ψυχολογικά ανεπεξέργαστη προσέγγιση των δύο ερωτικών ζευγαριών. Παρ' όλα αυτά οι συγγραφικές αρετές του Μόντικ, που έχει ήδη ένα σεβαστό έργο, προσεγμένο από τη γερμανική κριτική, αναδεικνύονται στις θαυμάσιες περιγραφές του κρητικού τοπίου, στη γοργή εναλλαγή των επεισοδίων, που δίνουν στο δραματικό αυτό μυθιστόρημα τον ρυθμό περιπέτειας, και στην εξαιρετικά διαφοροποιημένη παρουσίαση των μορφών της κρητικής αντίστασης. Οι πρώτες βιβλιοκρισίες το συνιστούν ήδη σαν ιδανικό ανάγνωσμα στους Γερμανούς που ταξιδεύουν στην Ελλάδα. Στην ερώτηση μήπως το βιβλίο του διατρέχει τον κίνδυνο να γίνει δεκτό σαν ποιοτική λογοτεχνία διακοπών, ο Μόντικ υπήρξε αφοπλιστικός: «Προτιμώ οι άνθρωποι να περνάνε τις διακοπές τους μελετώντας την ιστορία και την αλήθεια παρά διαβάζοντας φθηνές φυλλάδες. Αυτό που με ενδιέφερε εμένα είναι ότι μέσα στη συναρπαστική ομορφιά αυτού του τόπου, μέσα σ' αυτόν τον παράδεισο,εκτυλίχθηκε η κόλαση. Πρόκειται για μια πολύ παράξενη αντίφαση, που δεν είναι καν συνειδητή στους τουρίστες που λιάζονται σήμερα στις παραλίες της Κρήτης».
Χρήσιμη λογοτεχνία
Και κάτι ακόμη. Αν η κριτική συμφωνούσε ότι, εκτός από την κατηγορία της μεγάλης και μη λογοτεχνίας, υπάρχει επίσης και λογοτεχνία άχρηστη και χρήσιμη, τότε το μυθιστόρημα αυτό του Μόντικ θα έπρεπε να καταταχθεί ανεπιφύλακτα στη δεύτερη. Σε μια περίοδο κατά την οποία το θέμα των οφειλών της Γερμανίας προς τα θύματα του πολέμου και τους συγγενείς τους στην Ελλάδα επανέρχεται κάθε τόσο στο προσκήνιο, το βιβλίο του Μόντικ υποδεικνύει και έναν άλλο δρόμο επαφής, πέρα από την υπενθύμιση της οφειλής και την άρνηση της ικανοποίησής της, τον δρόμο της ανθρώπινης χειρονομίας: «Εβαλαν τον Γιόχαν να κοιμάται στο σπίτι του Αναστάση. H κορούλα του Αναστάση όμως είχε μερικές φορές εφιάλτες, έβαζε τις φωνές μέσα στον ύπνο της και ξυπνούσε κλαίγοντας. Και τότε ο Γιόχαν προσπαθούσε να την ησυχάσει σιγοτραγουδώντας της νανουρίσματα των δικών του παιδικών χρόνων, "Κοιμήσου, παιδάκι μου, κοιμήσου, κι ο πατερούλης σου φυλά τα προβατάκια" ή το άλλο "Πέτα πασχαλίτσα μου, ο πατέρας σου είναι μέσα στην αντάρα, κι η μάνα σου στην Πομερανία, κι η Πομερανία έχει γίνει στάχτη, κοιμήσου, παιδάκι μου, κοιμήσου". Ο Γιόχαν δεν ήξερε ελληνικά νανουρίσματα, αλλά και τα γερμανικά ηρεμούσαν τη μικρή - μαζί της και τον ίδιο. Εξάλλου και τα λόγια, σκεφτόταν ο Γιόχαν, καθώς στο μεταξύ τον έπαιρνε πάλι κι αυτόν ο ύπνος, ταιριάζουν εξίσου στην Κρήτη, όσο και στη Γερμανία, αν όχι και καλύτερα, αφού εδώ φυλούσαν ακόμα πρόβατα, ενώ στη θέση της Πομερανίας μπορούσε να βάλει κανείς την Κορυφή ή τον Ανω Βιάννο ή οποιοδήποτε άλλο χωριό του νησιού, που στο μεταξύ είχε γίνει στάχτη».
φτάνει στα Χανιά με την εξής μυστική αποστολή:
να καταγράψει όλα τα "άριας προέλευσης" έργα τέχνης που θα φυγαδευτούν στη συνέχεια στα μουσεία της πατρίδας του. Η αλήθεια όμως είναι άλλη, αφού καλείται να συνοδεύει ως διερμηνέας τον ανθυπολοχαγό Χόλμπαχ σε επιχειρήσεις αντιποίνων εις βάρος του ντόπιου πληθυσμού.
Με τη φωτογραφική του μηχανή καταγράφει σκηνές απίστευτης βίας και βαρβαρότητας. Καθώς γίνεται φίλος με τον οδηγό του, Αντρέα Σιδεριά, και ερωτεύεται την κόρη του Ελένη, αισθάνεται αιχμάλωτος μεταξύ της κρητικής φιλοξενίας και της αίσθησης του καθήκοντος. Όταν μαθαίνει ότι ο Χόλμπαχ οργανώνει επίθεση στο χωριό του Αντρέα, αποφασίζει, με κίνδυνο της ζωής του, να του αποκαλύψει το σχέδιο και να προδώσει τους συμπατριώτες του.
Τριάντα χρόνια μετά, ο γιος του ανθυπολοχαγού Χόλμπαχ, Λούκας, ξεκινά από το Αμβούργο για την Κρήτη. Θέλει να μάθει για το σκοτεινό παρελθόν του πατέρα του ως αξιωματικό των Ναζί. Από ένα παιχνίδι της μοίρας, ερωτεύεται την κόρη του Γιόχαν Μάρτενς και της Ελένης Σιδεριά...
Ένα δραματικό μυθιστόρημα, δύο ιστορίες με παράλληλη πλοκή. Ο παραλογισμός του πολέμου, η βαναυσότητα των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής στην Κρήτη, ανθρώπινα διλήμματα και εγκλήματα, η φωνή της συνείδησης και της ανθρωπιάς που υπερβαίνει το διαχωρισμό σε αντίπαλα στρατόπεδα, μέσα από τη ματιά ενός σύγχρονου Γερμανού συγγραφέα. Το μυθιστόρημα βασίζεται σε ιστορικά γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής του νησιού και συγκεκριμένα στην απαγωγή του στρατηγού Κράιπε από μια βρετανοκρητική ομάδα τον Απρίλιο του 1944.
«Ο Χόλμπαχ διέταξε τον Ζάιλερ να διαλέξει έξι άντρες για το εκτελεστικό απόσπασμα. Οταν πήγαν να δέσουν με ένα μαντίλι τα μάτια του παπά, αυτός κούνησε αργά το κεφάλι του. Ηταν μια κίνηση που δεν έκρυβε φόβο, πρόδιδε μάλλον μια γεμάτη αξιοπρέπεια περισυλλογή ανάμεικτη με βουβή περιφρόνηση. Μετά τον οδήγησαν μπροστά στον τοίχο της εκκλησίας και τον έβαλαν να σταθεί δίπλα στη γαλάζια πόρτα. Ο Γιόχαν στεκόταν δέκα μέτρα πιο πέρα, χωρίς να τον προσέχει κανείς, δίπλα στο τζιπ, λουσμένος στον ιδρώτα· έκλεισε τα μάτια του, μετά τα ξανάνοιξε, σήκωσε με τρεμάμενα χέρια τη φωτογραφική μηχανή και κοίταξε μέσα από το ματάκι. Ο Ζάιλερ φώναξε πυρ. Ο Γιόχαν πάτησε το κουμπί. Ακούστηκαν έξι πυροβολισμοί, αλλόκοτα συγκεκομμένοι σαν μια βάρβαρη παραφωνία. Ο παπάς κλονίστηκε σαν μια αόρατη γροθιά να είχε πέσει πάνω στο στήθος του, έγειρε πάνω στον τοίχο και κύλησε βαρύς, σε αργή κίνηση, στο χώμα. Ο Γιόχαν πάτησε το κουμπί. Το αριστερό χέρι του παπά έδειχνε να κουνιέται ακόμα. Ο Χόλμπαχ πήγε και στάθηκε από πάνω του, μετά ακούμπησε το πιστόλι του στο σβέρκο του παπά. Ο Γιόχαν πάτησε το κουμπί. Ο Χόλμπαχ πυροβόλησε. Ο Γιόχαν πάτησε το κουμπί».
Αυτές οι φωτογραφίες, τεκμήρια ενός εγκλήματος της γερμανικής Βέρμαχτ στην κατεχόμενη Κρήτη το 1943, συνιστούν τη μοιραία στιγμή, γύρω από την οποία εκτυλίσσεται και περιδινείται η πλοκή στο τελευταίο μυθιστόρημα του γερμανού συγγραφέα Κλάους Μόντικ με τίτλο Μουσαφίρης στην Κρήτη.
Τεκμήρια εγκλήματος
Ο αρχαιολόγος Γιόχαν Μάρτενς έχει φτάσει στο νησί με μια μυστική αποστολή: να καταγράψει αρχαιολογικούς θησαυρούς, που στη συνέχεια θα φυγαδευθούν και θα κοσμήσουν τα μουσεία της χιτλερικής Γερμανίας. Ως εκείνη τη στιγμή τα έχει βγάλει λίγο - πολύ πέρα ξεφεύγοντας από τους κινδύνους του πολέμου, λίγο από τύχη, κάτι με το να συνοδοιπορεί, κάτι με το να ξεγλιστράει. Τα πράγματα θα αλλάξουν όταν ο ανθυπολοχαγός Φρίντριχ Χόλμπαχ, που έχει την ευθύνη για τον Μάρτενς, τον χρησιμοποιήσει ως διερμηνέα κατά τη διάρκεια αντιποίνων κατά του άμαχου πληθυσμού. H φωτογράφιση του εγκλήματος όμως γέρνει την πλάστιγγα και ο Γιόχαν ακολουθεί τη φωνή της συνείδησής του: γίνεται φίλος με τον οδηγό του, τον ανοιχτόκαρδο Ανδρέα Σιδεριά, προειδοποιεί κι έτσι σώζει την οικογένεια του Σιδεριά από τα αντίποινα, ερωτεύεται την κόρη του κρητικού φίλου του Ελένη και τελικά συμμετέχει στην αντίσταση κατά των συμπατριωτών του. Ο Γιόχαν γίνεται σιγά σιγά Γιάννης, με βράκες και στιβάνια.
Υπάρχει όμως στο μυθιστόρημα αυτό και μια παράλληλη πλοκή, που εκτυλίσσεται σε εναλλασσόμενα κεφάλαια και ξεκινά στο Αμβούργο το 1975. Ο Λούκας Χόλμπαχ, που μόλις έχει τελειώσει το πανεπιστήμιο, αγοράζει τυχαία δύο ξεθωριασμένες φωτογραφίες που του θυμίζουν κάτι απροσδιόριστο από τη δική του παιδική ηλικία. Μέσα στο πληκτικό κοινωνικό και οικογενειακό του περιβάλλον οι φωτογραφίες αυτές γίνονται το εντελώς προσωπικό του πάθος. Αποφασίζει να λύσει το μυστήριο που υπαινίσσονται πως κρύβουν, κι έτσι καταλήγει στη σημερινή Κρήτη. H αναζήτησή του τον οδηγεί στην αγκαλιά της Σοφίας και μαζί της πίσω στο θέατρο του δράματος τον καιρό του πολέμου. Για να μην τα πολυλογούμε, η μοίρα του μυθιστορήματος το θέλει έτσι ώστε ο Λούκας, γιος του ανθυπολοχαγού Χόλμπαχ, να έχει ερωτευθεί την κόρη του Γιόχαν Μάρτενς και της Ελένης Σιδεριά. Και η παιδική ανάμνηση επιστρέφει ξεκάθαρη στο μυαλό του Λούκας: όταν ήταν μικρός είχε δει τον πατέρα του να καίει μέσα σε έναν κουβά στον κήπο τις φωτογραφίες του Μάρτενς, όσες τουλάχιστον βρίσκονταν στα χέρια του, πειστήρια της ενοχής του Χόλμπαχ, της ενοχής που φυσικά αποσιωπούσε πάντα μπροστά στον γιο του.
Αποκατάσταση της αλήθειας
«Εχω γεννηθεί το 1951» μας είπε ο συγγραφέας Κλάους Μόντικ «και ο πατέρας και ο θείος μου ήταν στρατιώτες στο μέτωπο κατά τον B' Παγκόσμιο Πόλεμο, αν και όχι στην Κρήτη. Το ζήτημα όμως είναι ότι ολόκληρη αυτή η γενιά είχε την τάση να αποσιωπά ή και να εξιδανικεύει το παρελθόν. Μας διηγούνταν ρομαντικές περιπέτειες από τον πόλεμο, όχι όμως και για τα εγκλήματα σε βάρος των αμάχων. Από αυτή την άποψη το βιβλίο μου περιγράφει και την κατάσταση της γενιάς μου, της γενιάς των γιων των δραστών». Και ήταν ο ίδιος ο Μόντικ που τη δεκαετία του '70 πήγε στην Κρήτη σαν νεαρός τουρίστας με το σακίδιό του, λάτρεψε τα τοπία και τη φιλοξενία των ανθρώπων της, γνώρισε τέλος εκεί μια Αμερικανίδα, που σήμερα είναι η γυναίκα του. Γι' αυτό και το βιβλίο του είναι ένας ύμνος στο νησί και στην αγάπη. Πάντως η ιδέα του μυθιστορήματος γεννήθηκε σιγά σιγά όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν από τότε, ιδίως όταν ο Μόντικ άρχισε να ερευνά την περίοδο της γερμανικής κατοχής στην Κρήτη και τις λεπτομέρειές της. Και στη συνέχεια τον ξένισε η σχεδόν παντελής ανυπαρξία γερμανικής βιβλιογραφίας για το ιστορικό αυτό κεφάλαιο. «Πάρτε για παράδειγμα» λέει «τα πασίγνωστα βιβλία του γερμανού συγγραφέα Ερχαρτ Κέστνερ, ο οποίος τον καιρό του πολέμου περιηγήθηκε τα ελληνικά νησιά και ιδίως την Κρήτη για λογαριασμό της Βέρμαχτ. Μόνο που στο έργο του για τις φυσικές, αρχαϊκές καλλονές του νησιωτικού αυτού κόσμου δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στον πόλεμο που μαινόταν εκείνη ακριβώς την περίοδο γύρω του. Εδώ στη Γερμανία δεν θέλαμε με τίποτε να αμαυρώσουμε την εξιδανικευμένη εικόνα της κλασικής Ελλάδας που είχαμε στον νου μας. Μου φάνηκε λοιπόν ότι έφτασε πια η ώρα να μιλήσει κανείς ανοιχτά για όλα αυτά και να αποκαταστήσει την αλήθεια».
Είναι ίσως επικίνδυνο για τη λογοτεχνία να ξεκινά κανείς να γράψει για να αποκαταστήσει την οποιαδήποτε αλήθεια. Και ίσως αυτό το τετράγωνο κίνητρο, η αγνή πρόθεση, να ερμηνεύει και μερικές αδυναμίες του μυθιστορήματος: την κάπως βεβιασμένη και απίθανη διαπλοκή των δύο παράλληλων ερωτικών ιστοριών και την ψυχολογικά ανεπεξέργαστη προσέγγιση των δύο ερωτικών ζευγαριών. Παρ' όλα αυτά οι συγγραφικές αρετές του Μόντικ, που έχει ήδη ένα σεβαστό έργο, προσεγμένο από τη γερμανική κριτική, αναδεικνύονται στις θαυμάσιες περιγραφές του κρητικού τοπίου, στη γοργή εναλλαγή των επεισοδίων, που δίνουν στο δραματικό αυτό μυθιστόρημα τον ρυθμό περιπέτειας, και στην εξαιρετικά διαφοροποιημένη παρουσίαση των μορφών της κρητικής αντίστασης. Οι πρώτες βιβλιοκρισίες το συνιστούν ήδη σαν ιδανικό ανάγνωσμα στους Γερμανούς που ταξιδεύουν στην Ελλάδα. Στην ερώτηση μήπως το βιβλίο του διατρέχει τον κίνδυνο να γίνει δεκτό σαν ποιοτική λογοτεχνία διακοπών, ο Μόντικ υπήρξε αφοπλιστικός: «Προτιμώ οι άνθρωποι να περνάνε τις διακοπές τους μελετώντας την ιστορία και την αλήθεια παρά διαβάζοντας φθηνές φυλλάδες. Αυτό που με ενδιέφερε εμένα είναι ότι μέσα στη συναρπαστική ομορφιά αυτού του τόπου, μέσα σ' αυτόν τον παράδεισο,εκτυλίχθηκε η κόλαση. Πρόκειται για μια πολύ παράξενη αντίφαση, που δεν είναι καν συνειδητή στους τουρίστες που λιάζονται σήμερα στις παραλίες της Κρήτης».
Χρήσιμη λογοτεχνία
Και κάτι ακόμη. Αν η κριτική συμφωνούσε ότι, εκτός από την κατηγορία της μεγάλης και μη λογοτεχνίας, υπάρχει επίσης και λογοτεχνία άχρηστη και χρήσιμη, τότε το μυθιστόρημα αυτό του Μόντικ θα έπρεπε να καταταχθεί ανεπιφύλακτα στη δεύτερη. Σε μια περίοδο κατά την οποία το θέμα των οφειλών της Γερμανίας προς τα θύματα του πολέμου και τους συγγενείς τους στην Ελλάδα επανέρχεται κάθε τόσο στο προσκήνιο, το βιβλίο του Μόντικ υποδεικνύει και έναν άλλο δρόμο επαφής, πέρα από την υπενθύμιση της οφειλής και την άρνηση της ικανοποίησής της, τον δρόμο της ανθρώπινης χειρονομίας: «Εβαλαν τον Γιόχαν να κοιμάται στο σπίτι του Αναστάση. H κορούλα του Αναστάση όμως είχε μερικές φορές εφιάλτες, έβαζε τις φωνές μέσα στον ύπνο της και ξυπνούσε κλαίγοντας. Και τότε ο Γιόχαν προσπαθούσε να την ησυχάσει σιγοτραγουδώντας της νανουρίσματα των δικών του παιδικών χρόνων, "Κοιμήσου, παιδάκι μου, κοιμήσου, κι ο πατερούλης σου φυλά τα προβατάκια" ή το άλλο "Πέτα πασχαλίτσα μου, ο πατέρας σου είναι μέσα στην αντάρα, κι η μάνα σου στην Πομερανία, κι η Πομερανία έχει γίνει στάχτη, κοιμήσου, παιδάκι μου, κοιμήσου". Ο Γιόχαν δεν ήξερε ελληνικά νανουρίσματα, αλλά και τα γερμανικά ηρεμούσαν τη μικρή - μαζί της και τον ίδιο. Εξάλλου και τα λόγια, σκεφτόταν ο Γιόχαν, καθώς στο μεταξύ τον έπαιρνε πάλι κι αυτόν ο ύπνος, ταιριάζουν εξίσου στην Κρήτη, όσο και στη Γερμανία, αν όχι και καλύτερα, αφού εδώ φυλούσαν ακόμα πρόβατα, ενώ στη θέση της Πομερανίας μπορούσε να βάλει κανείς την Κορυφή ή τον Ανω Βιάννο ή οποιοδήποτε άλλο χωριό του νησιού, που στο μεταξύ είχε γίνει στάχτη».
ΚΡΗΤΗ ΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ ΧΩΡΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου