Πολλές φορές «τον» έχω συναντήσει. Στις σκάλες, στην είσοδο, λίγο πριν χτυπήσει τα κουδούνια. Με το βαρύ σακίδιο στην πλάτη, ένα καπέλο για τον ήλιο κι ένα ζευγάρι αθλητικά στα πόδια. Άλλες φορές «τον» συναντώ στα φανάρια, ανάμεσα σε μηχανές και τ’ αυτοκίνητα, ν’ ακροβατεί σαν σχοινοβάτης, βιαστικός για να προλάβει. Ένας σκληρά εργαζόμενος που, απλά, δεν «υπάρχει» σαν εργαζόμενος και που ποτέ δεν θα «γεμίσει» το μάτι όσων τον προσπερνούν, απαξιώνοντας οι περισσότεροι την ίδια την ύπαρξή του. Κι όμως…
Γράφει ο Αλέξανδρος Δελάρζ:
"Αγώνες, διαδηλώσεις, καμένες Αθήνες χαμός, αλλά και το μεροκάματο, μεροκάματο. Να πλερώσεις τουλάχιστον το ίντερνετ ή ιντερνέτ (που λέει κι ο μακ-γιώργος) γιατί από ρεύμα δεν μας βλέπω καλά, θ' ανέβει λέει πάλι το τιμολόγιο. Άστα να παν στο διάλο δηλαδή. Μοιράζω διαφημιστικά. Όλες οι δουλειές έχουν μυστικά, έτσι κι αυτή. Θα μου πεις σιγά μην κάνεις και μάστερ στο μοίρασμα.
Όσο να πεις, πέντε πράματα βλέπεις πιο καθαρά σε μια δουλειά όταν την κάνεις πολλές, φορές, αυξάνεις την παραγωγικότητα σταχανοβίτικα, αλλά βραβείο Λένιν μην περιμένεις.
Πρώτον το ξεποδάριασμα. Όταν έχεις να καλύψεις μια μεγάλη περιοχή, πρέπει να κάνεις οικονομία στις δυνάμεις, να μη σφίγγεις πολύ τα ποδάρια, να μην περπατάς νευρικά, να περπατάς χαλαρά. Όχι χαλλλαρά με τρία λάμδα που λέμε εδώ στη Σαλονίκη, δηλαδή τα ζώα μου αργά, my animals slow, γρήγορα μεν, όχι βιαστικά. Να συντονίσεις τους μύες των ποδιώνε κατα τρόπον ώστε να μη σε πονέσουν τα γόνατα γιατί μπορεί να έχει ανηφόρες, που είναι δύσκολες, και κατηφόρες που σε κάποιες περιπτώσεις είναι δέκα φορές πιο δύσκολες.
Στο μοίρασμα πόρτα-πόρτα, η τεχνική είναι παίρνεις το ασανσέρ, πας στον τελευταίο όροφο και κατεβαίνεις προς τα κάτω. Ξεκούραστα θα μου πεις απ' το ανεβαίνεις. Μαύρο φίδι που σας έφαγε, η κόντρα που βάζεις στη γάμπα, τον γαστροκνήμιο στα επιστημονικά, για να κατέβεις τις σκάλες επιβαρύνει πολύ τα γόνατα και μετά από καναδυό ώρες κατέβασμα σκαλών γίνεσαι ράκος. Βάλε με νού σου: Στις 25 πολυκατοικίες που θα ανέβεις σε μια γύρα, με μέσο όρο 6 ορόφους και μέσο όρο σκαλοπατιών 12 από όροφο σε όροφο είναι 1800 σκαλοπάτια, ή σα να κατεβαίνεις ένα λόφο 675 μέτρων.
Τα κουδούνια δεν τα πατάς όλα. Εκεί που δεν δέχονται διαφημιστικά, μπορεί να έχει κουτί απ' έξω να τα βάλεις, οπότε βάζεις σε περίοπτη θέση 2-3 και καθαρίζεις. Σε άλλες πολυκατοικίες οι επιτροπές διαχείρισης απειλούν και με μηνύσεις, οπότε την κάνεις με ελαφρά. Αλλο που δε θες φυσικά. Στις εισόδους που δεν έχει απαγορευτικό, άρα δια της αποκλείσεως συμπεραίνουμε ότι επιτρέπεται η είσοδος εις τους διανομείς φυλλαδίων, πάντα σπρώχνουμε την πόρτα, μπορεί ν' ανοίγει μονίμως ή μπορεί να μην έχει κλείσει καλά. Η μπορεί να πετύχεις κάποιον να μπαίνει ή να βγαίνει εκείνη την ώρα, οπότε τσουπ! μπουκάρεις και κάνεις το θεάρεστο έργο σου. Πάση θυσία αποφεύγεις το ενοχλητικό χτύπημα του κουδουνιού, που κι εμένα μου τη δίνει όταν το βαράνε.
Όταν είναι κάποια μεγάλη πολυκατοικία που συμπεραίνεις ότι έχει φοιτητόκοσμο, ήτοι αχαΐρευτα αξούριστα ρεμάλια που ούτε νερό ξέρουν να βράζουν, μπουκάρεις. Αυτό πάντα εις την περίπτωσην που μοιράζεις υλικό έτοιμου φαγητού, σουβλάκια, γύρους, πίτσες και τα τοιαύτα. Μιλάμε για βρωμόφαγα πρώτης τάξεως, αλλά ο πειναλέος φοιτητής τα βλέπει σαν ξερολούκουμα. Αν έχει να φάει κάναδυο χρόνια σπανακόριζο και κολοκυθοανθούς απ' τη μαμά, το πιο κυριλέ φαΐ του θα είναι γκούντις. Κι επειδή σίγουρα θα βλέπει και τσάμπιονς λιγκ, θα ξεκωλιαστεί στο ετοιματζίδικο με καναδυο κοκακόλες για χώνεψη, αν δεν έχει ήδη αγοράσει την μάπα-κόλα απ' το καρφούρ που κάνει ένα ευρώ το λίτρο. Η ανάρτηση δεν περιέχει τοποθέτηση προϊόντος, σας το λέω να το ξέρετε δηλαδής.
Στις πολυκατοικίες που δεν απαγορεύονται τα διαφημιστικά, γίνεται της πουτάνας απο διαφημιστικά. Σε κάθε πόρτα μέχρι τις 12 μαζεύεται ένα βουνό από φυλλάδια που προπαγανδίζουν την διατροφική καταστροφή του φοιτηταριάτου και όχι μόνο.
Οι παλιές πολυκατοικίες στο κέντρο της πόλης είναι εφιάλτης. Ξεχαρβαλωμένα ντουβάρια που ζέχνουν από βρώμα και μούχλα. Ασανσέρ ετοιμόρροπα που τρέμεις μην κοπούν οι ντίζες και ζήσεις για λίγο σε συνθήκες έλλειψης βαρύτητας, μέχρι να γκρεμοτσακιστείς στο ύψιστο καθήκον της δουλειάς. Ανήλιαγα φρεάτια που σκεπάζονται απ' τη βρώμα δεκαετιών. Πόρτες ασφυκτικά η μια δίπλα στην άλλη, να βγουν δυο γκαρσονιέρες, να βγάλει πιο πολλά φράγκα το κιρίζι ο ιδιοκτήτης. Ώρες-ώρες πολύ το χαίρομαι που πρέπει να πλερώνει διπλά και τρίδιπλα χαράτσια ο βρωμομικροαστός.
Κάτι εξηντάρηδες βρωμόγεροι, διαχειριστές συνήθως καραδοκούν για να μαζέψουν το βουνό απ' τα διαφημιστικά, να πουν τη βαθυστόχαστη μικροαστική μαλακία τους και μετά να παν στο καφενείο να σκοτώσουν την ώρα τους με μικροπολιτική του κώλου. Τους σιχαίνομαι αυτούς, είναι ζώα. Αν κανένας πει τίποτα, τον μπινελικώνω χωρίς ανάσα παρά τις περι του αντιθέτου οδηγίες του αφεντικού. Εκτός αν βαριέμαι.
Κάτω οι δρόμοι στα ανήλιαγα στενά είναι μέσα στη μπίχλα, στη βρώμα, στα σκατά απ' τ' αδέσποτα σκυλιά. Γλάστρες παρατημένες με ξεραμένα φυτά, δεντρύλλια που φυτοζωούν μια και δεν τα προσέχει κανένας, κι απεγνωσμένα προσπαθούν να ομορφύνουν με κάνα πράσινο φυλλαράκι αυτόν τον υπόνομο που το λέμε "κέντρο".
Αμα βλέπεις συνέχεια γύρω σου ξεχαρβαλωμένο μπετόν τεσσαρακονταετίας και ανυπολόγιστη βρώμα, τέτοιος γίνεσαι κι εσύ στο τέλος. Ένοικοι του κέντρου, πέρα απ' τους φοιτητάς, είναι κάτι παράξενοι γέροι, βρωμιάρηδες, αρρωστιάρηδες, αναμαλιασμένοι. Χλωμές κωλόγριες εξηντάρες και εβδομηντάρες, με αρρωστιάρικα πρόσωπα, που καπνίζουν αηδιαστικά σαν κατάμαυρα φουγάρα, όπως θα χουν γίνει τα πλεμόνια τους, και η φωνή τους γίνεται σαν ούρουκ-χάι, άσε δε το βρωμόστομά τους. Χαζοί, παλαβιάρηδες, απομονωμένοι, ανισόρροποι, θύματα της αποξενωτικής χαβούζας του αστικού κέντρου, ζουν μέσα στη γλίτσα του καπιταλισμού. Και μετά μου λες είμαστε εριστικοί ημείς οι κομμουνισταί!
Στο τέλος της διαδρομής, όταν έχω ξεπατωθεί απ' την κούραση και την αηδία, τα τελευταία πενήντα τα πετάω στον κάδο της ανακύκλωσης (σώσαμε το περιβάλλον, ζήτω και καήκαμε δηλαδή!). Όλοι όσοι μοίρασαν φυλλάδια σε κάποια φάση έχουν πετάξει σε κάθε γύρα το 1/5 τουλάχιστον. Δεν πειράζει, ούτως ή άλλως χαμένη δουλειά είναι, χαμένο χαρτί, χαμένα μελάνια, χαμένα γραφιστικά ΤΟΥ ΚΩΛΟΥ.
Γυρνάω, παίρνω το μεροκάματο και τρέχω να ξεβρωμίσω απ' την εμετική τσίκνα του γυράδικου που έχει ποτίσει τα ντουβάρια, τα πλακάκια και τα θολά τζάμια και σου μένει στη μύτη. Πάω στη δική μου τρύπα, που δεν υστερεί και πολύ απ' τα κλουβιά που μόλις μοίρασα τα βρωμόχαρτα του διατροφικού ναυάγιου, τουλάχιστον έχει μια συκιά πίσω στο πάρκιν και λες, βλέπω και λίγη φύση! Σκατά στα μούτρα μου βλέπω.
Ξεπλένω από πάνω μου την αστική μπίχλα και σκέφτομαι. Η μόνη λύση είναι ξαναχτίσιμο απ' την αρχή. Σοσιαλισμός. Μετά από μερικά χρόνια πλήρες σχέδιο αναδόμησης των αστικών κέντρων με κεντρικό σχεδιασμό. Μετακίνηση των κατοίκων σε περιοχές στην ύπαιθρο όπου θα έχει εργοστάσια να δουλέψουν. Όμορφα κι ανθρώπινα ιδρύματα στην εξοχή για ηλικιωμένους κι ανήμπορους. Θα μου πεις κακή λέξη το "ίδρυμα". Όχι, είναι καλύτερη η "ελευθερία" που απολαμβάνει ο αποτρελλαμένος γέρος στην τσιμεντότρυπά του! Γκιβ μη ε μπρέηκ, δώσμου ένα φρένο.
Ξήλωμα απ' τον πάτο όλων αυτών των πολεοδομικών τεράτων. Συνεργεία να αφαιρούν τα σίδερα, τα τζάμια, τα ξύλα, ό,τι τέλωσπάντων μπορεί να ανακυκλωθεί. Μετά πογκρόμ γκρεμίσματος των πάντων και ξεθεμελίωμα, να φανούν τ' αρχαία και το χώμα. Στο κέντρο ένα κτίριο ανα τετραγωνικό χιλιόμετρο και γύρω-γύρω κήποι. Όλ' αυτά φυσικά μέσα από ένα όμορφο και λειτουργικό πολεοδομικό σχέδιο κι όχι αυτή η χαβούζα.
Ελεύθερος χρόνος μετά τη δουλειά για μαγείρεμα. Σίτιση στους τόπους δουλειάς με την επίβλεψη διαιτολόγου, με υλικά υγιεινά και επαγγελματίες μάγειρες εργασίας που να ετοιμάζουν τα γεύματα, με όλες τις συνθήκες υγιεινής.
Εστιατόρια με κουζίνες από χώρες του κόσμου, με φτηνό φαγητό για να δοκιμάζει ο κόσμος κι άλλες γεύσεις πέρα απ' αυτές που μαθαίνουμε στη χώρα μας. Κι όχι άλλα βρωμογυράδικα, βρωμοκοτοπουλάδικα και βρωμοπιτσαρίες που καλύτερα να πουλούσαν ξεραμένο εμετό παρά αυτά τα σκουπίδια, έτσι για να βγάλουν φράγκα (που ούτε κι αυτά βγάζουν εδώ που φτάσαμε).
Θα γυρίσει κάνας μαλάκας και θα με πει, "όνειρα κάνεις; dream on".
Όχι δεν κάνω όνειρα, όλ' αυτά είναι απολύτως πραγματοποιήσιμα τσουτσέκι της καθημερινότητας. Εγώ μπορεί να μην τα ζήσω αλλά βάζω τις βάσεις, μαζί με πολλούς άλλους που βαρέθηκαν την εκμετάλλευση, την κλεψιά, την κατάπτωση, τη βρώμα, τη χαβούζα και την παρακμή.
Πολλά ζητάμε γαμώτ;"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου