Καθώς άλλη μια σεζόν τηλεοπτικού γκουρμέ ετοιμάζεται να ξεκινήσει, όλο και περισσότερο αυξάνεται ο αριθμός των πεινασμένων στους κάδους απορριμμάτων του δρόμου
ότι «εδώ, και να πεθαίνεις,
όλο και κάποιος γείτονας θα βρεθεί
να σου δώσει ένα ποτήρι νερό».
Φίλος μού αφηγήθηκε πρόσφατα πώς, γυρνώντας σπίτι τις προάλλες, έπεσε άθελά του πάνω σε μεσήλικα γείτονα που πραγματοποιούσε βουτιά στον κάδο απορριμμάτων, με τη γυναίκα του να φυλάει τσίλιες στα τρία μέτρα. Ο φίλος-αυτόπτης μάρτυς κι ο υπεράνω πάσης υποψίας γείτονάς του δεν κατοικούν στο μαλακό υπογάστριο της πόλης, αλλά στην καρδιά του Κολωνακίου. Και το όλο περιστατικό δεν είναι πλέον εξωτικό αλλά βγαλμένο, λες, από ένα συλλογικό, βιωματικό «ντοκιμαντέρ» για την Αθήνα της εποχής του ΔΝΤ και του 20% ανεργίας. Λίγα χρόνια πριν, θα έβλεπες μόνο τον γραφικό «ψυχάκια» ρακοσυλλέκτη της γειτονιάς που κάθε βράδυ έβγαινε να ψαχουλέψει τα καλαθάκια του δήμου. Σήμερα, όμως, τον «θησαυρό» του διεκδικεί μια διευρυμένη, ετερόκλητη στρατιά ανθρώπων που τελευταία κατέληξαν να εξασφαλίζουν τον βιοπορισμό, τρώγοντας απ’ τα «έτοιμα» του δρόμου. Ανάμεσά τους, η άστεγη bag lady που βαρέθηκε να την κλέβουν στο ξέφραγο υπόγειο κι επέλεξε τον ανοιχτό ουρανό.
Ο εξαθλιωμένος Πακιστανός
που κατόρθωσε να επιβιώσει πέρυσι απ’ τις πλημμύρες στη χώρα του και βρέθηκε στα Πατήσια να μαζεύει χαλασμένα σεσουάρ και παλιοσίδερα για να εξασφαλίσει ένα εισιτήριο για την Ευρώπη. Η απολυμένη γραμματέας εταιρείας σωληνώσεων στη Λυκόβρυση που «από αξιοπρέπεια» πηγαίνει να εντοπίσει τα τρία ημερήσια γεύματά της σε κάδους 10 χλμ. μακριά απ’ τη γειτονιά της. Ο συνταξιούχος που του κόψανε το επικουρικό και κατέληξε με 450 ευρώ τον μήνα.
Η Σομαλή κυρία που έφυγε για να γλιτώσει απ’ την κρίση υποσιτισμού στη χώρα της για να ‘ρθει να πεινάσει σε πιο ασφαλές έδαφος. Η κρίση μετέτρεψε τους κάδους απορριμμάτων σε «χαριστικά» μπαζάρ 24ώρου βάσης. Ο σκουπιδοτενεκές έχει γίνει για πολλούς ανθρώπους ένα υπαίθριο σιτηρέσιο, ένα τραπέζι Αγάπης που κανείς πολιτικός δεν θέλει να καπηλευτεί, αφού μυρίζει. Μια αλυσίδα δωρεάν επιβίωσης για τους φτωχούς «νέου τύπου». Ο μαστός μιας πόλης-σκρόφας που πέθανε, αλλά τα μικρά της δεν το ‘χουν πάρει ακόμα είδηση και συνεχίζουν να θηλάζουν το κουφάρι.
Πέρα, όμως, από τα δραματοποιημένα ενσταντανέ εσχατολογικού τύπου, πόσο ρεαλιστική είναι η ανησυχία για την ασιτία στην Αθήνα; Αν σταθείς σε σχετικές ειδήσεις, όπως η πρόσφατη για παιδιά που λιποθυμούν από ασιτία στα σχολεία, θα δεις ότι είτε αφορούν μεμονωμένες περιπτώσεις είτε διαψεύδονται απ’ τις ίδιες τις πηγές τους. Ψάχνοντας τον όρο «ρακοσυλλέκτης», εντόπισα πάνω από δέκα λέξεις στ’ αγγλικά που αντιστοιχούν στη μία και μοναδική ελληνική: από τον scavenger (ο βρόμικος παλιατζής) και την bag lady (η άστεγη με το καρότσι) ως τον dumpster diver
(ο «βουτηχτής» του κάδου) και τον rag-and-bone (ο κουρελιάρης κλοσάρ). Αν πιάσει κανείς το πρόβλημα του υποσιτισμού γενικότερα στις μεγάλες δυτικές μητροπόλεις, θα δει ότι, όπως στη Νέα Υόρκη ή το Παρίσι, έτσι και εδώ εκείνοι που (εξακολουθούν να) υποσιτίζονται είναι συγκεκριμένες, ευάλωτες ομάδες: παιδιά ρομά, οικονομικών μεταναστών και αιτούντων άσυλο, έγκυοι χωρίς άδεια παραμονής ή άνεργες θηλάζουσες μητέρες. Αλλά, δεν απάντησε πρόσφατα σε έρευνα ένα ποσοστό Ελλήνων πάνω από 85%, και μάλιστα μορφωμένων, και μάλιστα και από τον αριστερόπροοδευτικό χώρο, ότι επιθυμεί να φύγουν οι ξένοι απ’ τη χώρα μας; Άρα, για ποιο concern μιλάμε;
Κι όμως, κάτι έχει αλλάξει, ακούω κάποιους να φωνασκούν. Μπορεί, αλλά μήπως αυτό έχει να κάνει περισσότερο μ’ ένα νέο «κατοχικό σύνδρομο» και με το γεγονός ότι βιώνουμε την ανεπάρκεια της μάνας-πολιτείας να μας θρέψει ως έναν βίαιο απογαλακτισμό, το απότομo ξύπνημα απ’ το εθνικό μας οιδιπόδειο; Αν όντως άλλαξε κάτι, αυτό μοιάζει ν’ αφορά το «αθάνατο ελληνικό φιλότιμο» που προσφάτως ανακαλύψαμε ότι πνέει τα λοίσθια. Θρηνούμε συλλογικά το τέλος της ψευδαίσθησης ότι «εδώ, και να πεθαίνεις, όλο και κάποιος γείτονας θα βρεθεί να σου δώσει ένα ποτήρι νερό». Πάει η δήθεν «ασφάλεια» και αμεριμνησία των τελευταίων δεκαετιών που πληρωνόταν με φόβο, σούζα, ελιγμούς και εγγαστριμυθία: όσο κρατούσαν οι μέρες οίνου και ρόδων, μάθαμε να γυρίζουμε ψυχρά την πλάτη στον άλλο, να μην έχουμε ανάγκη κανέναν άλλο, γιατί είχαμε ανάγκη μόνο την τράπεζα. Οι μόνοι λίγοι που έμειναν ουσιαστικά αλληλέγγυοι ήταν αυτοί που ουδέποτε είχαν σχέση με τους δεσμοφύλακες, κι έτσι αρνήθηκαν να παραδοθούν στη συμμορία.
Αλλά η Αθήνα είναι μια πόλη κλειστή, χωρίς σημεία εισόδου, ακόμη και για τους «εσωτερικούς» της μετανάστες (μιλώ εξ ιδίας πείρας). Κι όμως, υπήρχε πράγματι εποχή που η πόλη σε αγκάλιαζε στοργικά, μόνο που αυτό ήταν πολύ παλιά. Ο Άγγλος συγγραφέας και περιηγητής Ίβλιν Βο, σε μια στάση στην Αθήνα περί τα τέλη της δεκαετίας του ‘20, είχε εκπλαγεί από την αλληλεγγύη των Αθηναίων.
Περιγράφοντας σκηνή σε καπηλειό, όπου είχε ανάψει πολιτική συζήτηση, θυμάται έναν μεσήλικα, φτωχικά ντυμένο, να κάθεται μόνος στο τραπέζι και να δίνει γροθιές στοναέρα, με τους γύρω θαμώνες έτοιμους να τον πετάξουν έξω με κλοτσιές. Όταν ο γέρος ξαστόχησε και, σπάζοντας με τη γροθιά το ποτήρι του, κόπηκε και άρχισε να κλαίει, όλοι σηκώθηκαν απ’ τα τραπέζια τους κι έσπευσαν να του δέσουν την πληγή, να τον χτυπήσουν φιλικά στην πλάτη και να τον ταΐσουν κάτι «μικρά κομμάτια κρέας καρφωμένα σε σπίρτα». Σε καμιά άλλη πόλη της Εσπερίας δεν το ‘βρισκες
αυτό τότε. Σε αντίστοιχο καπηλειό της Μονμάρτης, λίγο πιο πριν, ένας άλλος κατατρεγμένος, ο Βερλαίν, δεν έβρισκε ούτε ένα πιάτο φαΐ και κοιμόταν σε παραπήγματα. Η πείνα ναι, συμβαίνει δίπλα του, αλλά στον παράλληλο χωροχρόνο των εξαθλιωμένων ανθρώπων που κοιμούνται στα σκουπίδια και «τρώγονται» κατά λάθος από τα απορριμματοφόρα. Είκοσι χιλιάδες άστεγοι -και μάλιστα «πτυχιούχοι νεοάστεγοι»- στην Ελλάδα, όπως επιβεβαιώνει η οργάνωση Κλίμακα, είναι ήδη πολλοί. Πού να προσθέσεις και τους 180.000 ανεπιβεβαίωτους που ζουν σε επισφαλείς συνθήκες ή τους μετανάστες, που δεν υπολογίζονται καν σε καμιά καταγραφή. Οπότε, καλή αυτή η νέα τάση της συμπόνιας και ηθική η ανησυχία, αλλά, ως γνωστόν, η συμπόνια ποτέ δεν ήταν επαρκές κίνητρο για ανθρωπιστική δράση. Ακόμη και οι ναζί έκλαιγαν όταν έκαναν πειράματα σε παιδιά Εβραίων. Κάποια στιγμή πρέπει ν’ αναρωτηθούμε τι μας εμποδίζει να κάνουμε πράξη τα λόγια, τι μας κά-
νει κυνικούς τη στιγμή που κάποιος μάς καλεί να δώσουμε λύση στο βάσανό του;
Αν έχουμε κάτι να φοβόμαστε, αυτό δεν είναι η πείνα ούτε η εξαθλίωση των άλλων. Αλλά το γεγονός ότι σιγά σιγά προσαρμοζόμαστε στην αδυναμία κάποιων συνανθρώπων μας, και μάλιστα επιβεβαιώνουμε αυτή την αδυναμία τους ως προϋπόθεση της κυριαρχίας κι αναπτύσσουμε οι ίδιοι εκείνο τον βαθμό βαναυσότητας, αναισθησίας και βιαιότητας που απαιτείται για την άσκηση της κυριαρχίας μας.
ΕΥΑΙΣΘΗΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ
Φίλος μού αφηγήθηκε πρόσφατα πώς, γυρνώντας σπίτι τις προάλλες, έπεσε άθελά του πάνω σε μεσήλικα γείτονα που πραγματοποιούσε βουτιά στον κάδο απορριμμάτων, με τη γυναίκα του να φυλάει τσίλιες στα τρία μέτρα. Ο φίλος-αυτόπτης μάρτυς κι ο υπεράνω πάσης υποψίας γείτονάς του δεν κατοικούν στο μαλακό υπογάστριο της πόλης, αλλά στην καρδιά του Κολωνακίου. Και το όλο περιστατικό δεν είναι πλέον εξωτικό αλλά βγαλμένο, λες, από ένα συλλογικό, βιωματικό «ντοκιμαντέρ» για την Αθήνα της εποχής του ΔΝΤ και του 20% ανεργίας. Λίγα χρόνια πριν, θα έβλεπες μόνο τον γραφικό «ψυχάκια» ρακοσυλλέκτη της γειτονιάς που κάθε βράδυ έβγαινε να ψαχουλέψει τα καλαθάκια του δήμου. Σήμερα, όμως, τον «θησαυρό» του διεκδικεί μια διευρυμένη, ετερόκλητη στρατιά ανθρώπων που τελευταία κατέληξαν να εξασφαλίζουν τον βιοπορισμό, τρώγοντας απ’ τα «έτοιμα» του δρόμου. Ανάμεσά τους, η άστεγη bag lady που βαρέθηκε να την κλέβουν στο ξέφραγο υπόγειο κι επέλεξε τον ανοιχτό ουρανό.
Ο εξαθλιωμένος Πακιστανός
που κατόρθωσε να επιβιώσει πέρυσι απ’ τις πλημμύρες στη χώρα του και βρέθηκε στα Πατήσια να μαζεύει χαλασμένα σεσουάρ και παλιοσίδερα για να εξασφαλίσει ένα εισιτήριο για την Ευρώπη. Η απολυμένη γραμματέας εταιρείας σωληνώσεων στη Λυκόβρυση που «από αξιοπρέπεια» πηγαίνει να εντοπίσει τα τρία ημερήσια γεύματά της σε κάδους 10 χλμ. μακριά απ’ τη γειτονιά της. Ο συνταξιούχος που του κόψανε το επικουρικό και κατέληξε με 450 ευρώ τον μήνα.
Η Σομαλή κυρία που έφυγε για να γλιτώσει απ’ την κρίση υποσιτισμού στη χώρα της για να ‘ρθει να πεινάσει σε πιο ασφαλές έδαφος. Η κρίση μετέτρεψε τους κάδους απορριμμάτων σε «χαριστικά» μπαζάρ 24ώρου βάσης. Ο σκουπιδοτενεκές έχει γίνει για πολλούς ανθρώπους ένα υπαίθριο σιτηρέσιο, ένα τραπέζι Αγάπης που κανείς πολιτικός δεν θέλει να καπηλευτεί, αφού μυρίζει. Μια αλυσίδα δωρεάν επιβίωσης για τους φτωχούς «νέου τύπου». Ο μαστός μιας πόλης-σκρόφας που πέθανε, αλλά τα μικρά της δεν το ‘χουν πάρει ακόμα είδηση και συνεχίζουν να θηλάζουν το κουφάρι.
Πέρα, όμως, από τα δραματοποιημένα ενσταντανέ εσχατολογικού τύπου, πόσο ρεαλιστική είναι η ανησυχία για την ασιτία στην Αθήνα; Αν σταθείς σε σχετικές ειδήσεις, όπως η πρόσφατη για παιδιά που λιποθυμούν από ασιτία στα σχολεία, θα δεις ότι είτε αφορούν μεμονωμένες περιπτώσεις είτε διαψεύδονται απ’ τις ίδιες τις πηγές τους. Ψάχνοντας τον όρο «ρακοσυλλέκτης», εντόπισα πάνω από δέκα λέξεις στ’ αγγλικά που αντιστοιχούν στη μία και μοναδική ελληνική: από τον scavenger (ο βρόμικος παλιατζής) και την bag lady (η άστεγη με το καρότσι) ως τον dumpster diver
(ο «βουτηχτής» του κάδου) και τον rag-and-bone (ο κουρελιάρης κλοσάρ). Αν πιάσει κανείς το πρόβλημα του υποσιτισμού γενικότερα στις μεγάλες δυτικές μητροπόλεις, θα δει ότι, όπως στη Νέα Υόρκη ή το Παρίσι, έτσι και εδώ εκείνοι που (εξακολουθούν να) υποσιτίζονται είναι συγκεκριμένες, ευάλωτες ομάδες: παιδιά ρομά, οικονομικών μεταναστών και αιτούντων άσυλο, έγκυοι χωρίς άδεια παραμονής ή άνεργες θηλάζουσες μητέρες. Αλλά, δεν απάντησε πρόσφατα σε έρευνα ένα ποσοστό Ελλήνων πάνω από 85%, και μάλιστα μορφωμένων, και μάλιστα και από τον αριστερόπροοδευτικό χώρο, ότι επιθυμεί να φύγουν οι ξένοι απ’ τη χώρα μας; Άρα, για ποιο concern μιλάμε;
Κι όμως, κάτι έχει αλλάξει, ακούω κάποιους να φωνασκούν. Μπορεί, αλλά μήπως αυτό έχει να κάνει περισσότερο μ’ ένα νέο «κατοχικό σύνδρομο» και με το γεγονός ότι βιώνουμε την ανεπάρκεια της μάνας-πολιτείας να μας θρέψει ως έναν βίαιο απογαλακτισμό, το απότομo ξύπνημα απ’ το εθνικό μας οιδιπόδειο; Αν όντως άλλαξε κάτι, αυτό μοιάζει ν’ αφορά το «αθάνατο ελληνικό φιλότιμο» που προσφάτως ανακαλύψαμε ότι πνέει τα λοίσθια. Θρηνούμε συλλογικά το τέλος της ψευδαίσθησης ότι «εδώ, και να πεθαίνεις, όλο και κάποιος γείτονας θα βρεθεί να σου δώσει ένα ποτήρι νερό». Πάει η δήθεν «ασφάλεια» και αμεριμνησία των τελευταίων δεκαετιών που πληρωνόταν με φόβο, σούζα, ελιγμούς και εγγαστριμυθία: όσο κρατούσαν οι μέρες οίνου και ρόδων, μάθαμε να γυρίζουμε ψυχρά την πλάτη στον άλλο, να μην έχουμε ανάγκη κανέναν άλλο, γιατί είχαμε ανάγκη μόνο την τράπεζα. Οι μόνοι λίγοι που έμειναν ουσιαστικά αλληλέγγυοι ήταν αυτοί που ουδέποτε είχαν σχέση με τους δεσμοφύλακες, κι έτσι αρνήθηκαν να παραδοθούν στη συμμορία.
Αλλά η Αθήνα είναι μια πόλη κλειστή, χωρίς σημεία εισόδου, ακόμη και για τους «εσωτερικούς» της μετανάστες (μιλώ εξ ιδίας πείρας). Κι όμως, υπήρχε πράγματι εποχή που η πόλη σε αγκάλιαζε στοργικά, μόνο που αυτό ήταν πολύ παλιά. Ο Άγγλος συγγραφέας και περιηγητής Ίβλιν Βο, σε μια στάση στην Αθήνα περί τα τέλη της δεκαετίας του ‘20, είχε εκπλαγεί από την αλληλεγγύη των Αθηναίων.
Περιγράφοντας σκηνή σε καπηλειό, όπου είχε ανάψει πολιτική συζήτηση, θυμάται έναν μεσήλικα, φτωχικά ντυμένο, να κάθεται μόνος στο τραπέζι και να δίνει γροθιές στοναέρα, με τους γύρω θαμώνες έτοιμους να τον πετάξουν έξω με κλοτσιές. Όταν ο γέρος ξαστόχησε και, σπάζοντας με τη γροθιά το ποτήρι του, κόπηκε και άρχισε να κλαίει, όλοι σηκώθηκαν απ’ τα τραπέζια τους κι έσπευσαν να του δέσουν την πληγή, να τον χτυπήσουν φιλικά στην πλάτη και να τον ταΐσουν κάτι «μικρά κομμάτια κρέας καρφωμένα σε σπίρτα». Σε καμιά άλλη πόλη της Εσπερίας δεν το ‘βρισκες
αυτό τότε. Σε αντίστοιχο καπηλειό της Μονμάρτης, λίγο πιο πριν, ένας άλλος κατατρεγμένος, ο Βερλαίν, δεν έβρισκε ούτε ένα πιάτο φαΐ και κοιμόταν σε παραπήγματα. Η πείνα ναι, συμβαίνει δίπλα του, αλλά στον παράλληλο χωροχρόνο των εξαθλιωμένων ανθρώπων που κοιμούνται στα σκουπίδια και «τρώγονται» κατά λάθος από τα απορριμματοφόρα. Είκοσι χιλιάδες άστεγοι -και μάλιστα «πτυχιούχοι νεοάστεγοι»- στην Ελλάδα, όπως επιβεβαιώνει η οργάνωση Κλίμακα, είναι ήδη πολλοί. Πού να προσθέσεις και τους 180.000 ανεπιβεβαίωτους που ζουν σε επισφαλείς συνθήκες ή τους μετανάστες, που δεν υπολογίζονται καν σε καμιά καταγραφή. Οπότε, καλή αυτή η νέα τάση της συμπόνιας και ηθική η ανησυχία, αλλά, ως γνωστόν, η συμπόνια ποτέ δεν ήταν επαρκές κίνητρο για ανθρωπιστική δράση. Ακόμη και οι ναζί έκλαιγαν όταν έκαναν πειράματα σε παιδιά Εβραίων. Κάποια στιγμή πρέπει ν’ αναρωτηθούμε τι μας εμποδίζει να κάνουμε πράξη τα λόγια, τι μας κά-
νει κυνικούς τη στιγμή που κάποιος μάς καλεί να δώσουμε λύση στο βάσανό του;
Αν έχουμε κάτι να φοβόμαστε, αυτό δεν είναι η πείνα ούτε η εξαθλίωση των άλλων. Αλλά το γεγονός ότι σιγά σιγά προσαρμοζόμαστε στην αδυναμία κάποιων συνανθρώπων μας, και μάλιστα επιβεβαιώνουμε αυτή την αδυναμία τους ως προϋπόθεση της κυριαρχίας κι αναπτύσσουμε οι ίδιοι εκείνο τον βαθμό βαναυσότητας, αναισθησίας και βιαιότητας που απαιτείται για την άσκηση της κυριαρχίας μας.
ΕΥΑΙΣΘΗΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ
- Υπάρχει σαφής τάση του πληθυσμού των αστέγων, περίπου στο 25%, ενώ παράλληλα αλλάζει και το προφίλ των ανθρώπων που διαβιούν στον δρόμο ή σε ανεπαρκείς ή ακατάλληλες συνθήκες στέγασης. (πηγή:Κλίμακα)
- Οι άστεγοι, λόγω κρίσης («νεοάστεγοι»), είναι άτομα παραγωγικών ηλικιών, από 30 έως 45 ετών, αλλά και νέοι με μισθούς των 500 ευρώ, που δεν μπορούν να συντηρήσουν μια κατοικία, καθώς επίσης και άτομα που έχασαν τη δουλειά τους λίγο πριν απ’τη σύνταξη. (Κλίμακα)
- Σε σύγκριση με τον «παραδοσιακό πληθυσμό» των αστέγων, τα άτομα αυτά έχουν μέτριο ως υψηλό μορφωτικό επίπεδο, δεν παρουσιάζουν άμεσα κάποια προβλήματα ψυχικής υγείας ή κάποια μορφή εξάρτησης.Επίσης, παρουσιάζουν μεγαλύτερη δυνατότητα για αποκατάσταση και κοινωνική επανένταξη. (Κλίμακα).
- Περίπου 2.000 άνθρωποι προσέρχονται καθημερινά για σίτιση στο Κέντρο Υποδοχής και Αλληλεγγύης του Δήμου Αθηναίων. Σύμφωνα με το Κέντρο, έχει παρατηρηθεί αύξηση στην προσέλευση κατά 10-15%, η οποία ωστόσο είναι εμπειρική, δεν στηρίζεται σε μετρήσεις.
- Την περίοδο 2007-2009 οι αυτοκτονίες στη χώρα μας αυξήθηκαν κατά 17% λόγω κρίσης, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της επιστημονικής επιθεώρησης «The Lancet». Νεότερα στοιχεία δεν υπάρχουν.
- Με περίπου 1 ευρώ αμείβονται για κάθε κιλό σιδηρικών που καταφέρνουν να εντοπίσουν στους κάδους των σκουπιδιών οι μετανάστες από ασιατικές, κυρίως, χώρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου