Το φθινόπωρο του 1908, μια ομάδα αναρχοσυνδικαλιστών, με επικεφαλής τον αναρχικό Γεώργιο Κόσσυβα, ο οποίος είχε εργαστεί ως τσιγαράς στην Αλεξάνδρεια, αλλά και σοσιαλιστών εργατών, πήρε την πρωτοβουλία ίδρυσης Εργατικού Κέντρου στο Βόλο. Στην πρωτοβουλία αυτή συμμετείχαν οι καπνεργάτες και τσιγαράδες Χαράλαμπος Χαρίτου, Κωνσταντίνος Χειρογιώργος, Χρήστος Κουλοχέρης, Κωνσταντίνος Σούλιος, Νικόλαος Κατσιρέλος, Διονύσιος Σκούταρης, Α. Πανταζόπουλος, Απόστολος Καρασεΐνης, Π. Τζορβάς, Χρ. Παππάς, Π. Κωνσταντόπουλος, Κλεάνθης Νικολαΐδης, ο εργάτης Βασ. Κανάβας, ο τυπογράφος Γεώργιος Μπουρίτσας, ο ράφτης Καρασταμάτης, ο μικρέμπορος Ηλίας Νικολάου, ο εργάτης Ιωαννίδης (από τη Βουλγαρία), ο Ισραηλίτης ωρολογοποιός Σάββας Ραφαήλ, ο Νίκος Ευσταθίου, ο Πελοπίδας Γιαννούρας ο Γ. Αλεξανδράκης και άλλοι, αν και δεν υπέγραψαν όλοι στην έκκληση που στάλθηκε και δημοσιεύτηκε στο 27ο τεύχος του «Εργάτη» (21 Νοεμβρίου 1908) και που έχει ως ακολούθως:
«ΣΤΟΥΣ ΑΔΕΛΦΟΥΣ ΜΑΣ ΕΡΓΑΤΑΣ ΤΟΥ ΒΩΛΟΥ
Αδέλφια!
Ημείς καλύτερα από κάθε άλλον εννοούμεν τη θέση μας και τη σημερινή κατάστασί μας. Η τάξις μας είνε ολοφάνερο ότι ευρίσκεται σε κατάστασι απελπιστική. Ο Έλλην εργάτης σήμερα είνε δυστυχισμένος και φτωχός, ενώ ο κοινωνικός πλούτος αυξάνει. Αυτό συμβαίνει γιατί 1) του εκμεταλλεύονται ασυνείδητα την εργασία, 2) γιατί η πολιτεία όχι μόνο δε φροντίζει να τον προστατέψη, αλλά και τον φορολογεί δυσανάλογα και αλύπητα με τους εμμέσους φόρους, όπως λέγονται, οι οποίοι μπαίνουν στα πιό αναγκαία πράγματα (ρύζι, ζάχαρι, καφφέ, πετρέλαιο κλπ κλπ) και οι οποίοι όλο-ένα αυξάνουν και φορολογούν κατά 90% τους φτωχούς, δηλ. τους εργάτες. Είνε ακόμα δυστυχισμένος ο εργάτης γιατί είνε αμόρφωτος και βρίσκεται σε απελπιστική κατάστασι, και ως άνθρωπος και ως πολίτης. Ούτε για το πνεύμα του φροντίζει να το πλουτίση, ούτε να σκέπτεται συνήθισε, ούτε να αποκτήση δική του θέλησι και γνώμη κατώρθωσε, ούτε να διορθώση την οικονομική του κατάσταση αγωνίστηκε.
Αυτά όμως είνε αποτελέσματα της απελπισίας και της απογοήτευσης που μας κυρίεψε με τον αβίωτο βίο που περνούμε, τυραννούμενοι και εκμεταλλευόμενοι από το κεφάλαιο, απορφανισμένοι από κάθε νομοθετική προστασία της πολιτείας.
Όλη αυτή η απαίσια κατάστασίς μας δυστυχώς όχι μόνο ως τώρα μας ανάγκασε να διαμαρτυρηθούμε και να προσπαθήσωμε να καλυτερέψουμε τη θέσι μας, αλλά απεναντίας μας διέφθειρε πιο πολύ και μας απονάρκωσε σε σημείο απελπιστικό. Έτσι, αντί να ξυπνήσωμε να σκεφθούμε πώς θα διορθώσουμε την κατάστασί μας, αντί να ενωθούμε όλοι, για να κατορθώσουμε να επιβάλλωμε το δίκαιό μας, μένομε διαιρεμένοι κι κλαίμε μονάχα τη μοίρα μας, όταν η δυστυχία μας πλακώνη.
Βρίσκεται καμιά φορά κανένας μας που τον πνίγει η αδικία και διαμαρτύρεται και φωνάζη. Μα ένας και δύο τι μπορούν να κάνουν; Για να υπερασπίσωμε τα συμφέροντά μας, για να καλυτερέψωμε τη θέσι μας, για να εξημερωθούμε, και μορφωθούμε και γίνουμε άνθρωποι σωστοί, χρειάζεται αγώνας. Και για τον αγώνα χρειάζεται δύναμις. Και δύναμις ακατάβλητη θα γίνωμε ημείς οι ίδιοι μονάχοι μας άμα ενωθούμε. Μ’ αυτή τη δύναμι που θα μας χαρίση η ένωσί μας θα τα κατορθώσουμε όλα. Και την προστασία εκ μέρους της πολιτείας και τη μόρφωσί μας και το δίκαιό μας και όλα μόνοι μας μονάχα είνε δυνατόν να τα επιτύχωμεν με την μεγάλη δύναμι που θα μας χαρίση η ένωσί μας. Από αλλού μην περιμένομε.
Ούτε η πολιτεία μονάχη της βρήκε ποτέ καιρό απ’ τη ρουσφετολογία να σκεφθή για μας, ούτε οι πολιτικοί μας, που τους βγάνουμε ημείς, - γιατί ημείς είμαστε οι πολλοί – κι αυτοί φροντίζουν για τα συμφέροντά τους και τα συμφέροντα των μεγάλων και των πλουσίων.
Και συμβαίνει αυτό γιατί καταντήσαμε δούλοι τους και μας σέρνουν όπου κι όπως θέλουν, ενώ έπρεπε νάχωμε δική μας σκέψι και γνώμη και όχι να γελιόμαστε με τη μωρή ιδέα ότι είνε δυνατό να μας χαρίση ο σημερινός πολιτικός αληθινή και πραγματική προστασία.
Απόδειξη είνε πως ώς τώρα κανένα προστατευτικό μέτρο δεν ψηφίστηκε για τους εργάτες. Κι έτσι εμείς ιδρώνουμε, κοπιάζομε, εργαζόμαστε, τυραννούμαστε, και άλλοι πλουτούνε. Ημείς παράγομε με την εργασία το πλούτο και οι άλλοι απολαβαίνουν κάθε είδους ευτυχία και απόλαυσι, όταν εμείς δυστυχούμε και κακοζοούμε, έρημοι, περιφρονημένοι και κακομοιριασμένοι.
Νομίζομε λοιπόν πως έφθασε ο καιρός να σκεφθή και ο Έλλην εργάτης και για τον εαυτόν του και για τη θέση του και για την οικογένειά του και για τα παιδιά του και για το μέλλον του. Και ευτυχώς άρχισε κάπως η τάξη μας να εργάζεται κι ενώνεται σε σωματεία. Στον Πειραιά, στας Πάτρας, στο Αργοστόλι, στη Λάρισα, στο Βώλο, ιδρύθηκαν τέτοια Σωματεία, όπως ο ¨πανεργατικός», για την υπεράσπισι των συμφερόντων της τάξης του.
Αλλά τα σωματεία, η ένωσι δηλ. προϋποθέτει ομόνοια. Και η ομόνοια απαιτεί πρώτα να γίνωμε άνθρωποι με λίγη μόρφωσι, με αισθήματα, με φωτισμένη ψυχή και με χαρακτήρα τίμιο κι αληθινό. Δυστυχώς αυτά όλα που χρειάζονται για να υπάρχη η ομόνοια, η οποία πάλι χαρίζει την ένωσι, δεν τάχωμε ημείς οι ρωμηοί εργάτες. Στην κατάστασι που ζούμε, καταντήσαμε λίγο πολύ άγριοι, χωρίς τον απαιτούμενο χαρακτήρα, κι αισθήματα και αξιοπρέπεια, με πολλά ελαττώματα που μας τα σερβίρει η αμάθεια και το πνευματικό σκοτάδι στο οποίο μας αφίνουν να κυλιόμαστε.
Πρέπει λοιπόν να αποκτήσωμε αυτά που μας λείπουν. Τη μόρφωσι, τον ανθρωπισμό, τον χαρακτήρα το φιλότιμο και τίμιο, την αξιοπρέπεια, το πνευματικό φως. Τότε μονάχα θα μπορέσουμε να μωνιάσωμε, να αποκτήσωμε ομόνοια, χωρίς την οποία τα σωματεία και οι σύνδεσμοι δεν μπορούν ν εργασθούν και να ενεργήσουν αποτελεσματικά, και διαλύονται ή καταντούν άχρηστα.
Για να αποκτήσωμε λοιπόν όλα αυτά που θα μας χαρίσουν την πολύτιμη ομόνοια, πρέπει να κάμωμε ένα κέντρο. Όχι σωματείο, ούτε σύνδεσμο, ούτε προέδρους, ούτε εκλογές, κι όλα αυτά τα πράγματα που για ανθρώπους σαν κι εμάς είνε πολύ δύσκολομεταχείριστα. Ένα απλό εργατικό κέντρο, ένα σαλόνι το οποίο θα είνε η λέσχη μας και σχολείο μας και αναγνωστήριό μας. Στο «Κέντρο μας» θα μαζευόμαστε όλοι μας, εργάτες κάθε ισναφιού, αποφεύγοντας κάθε άλλο κέντρον και ασχολίες που μας διαφθείρουν υλικώς και .ηθικώς
Εκεί θα συνηθίζωμε στην ομόνοια και στη λογική συζήτησι, πέρνοντας το αναψυχτικό μας, αντί να πηγαίνωμε στις ταβέρνες, εκεί θα μεταδίδωμε ο ένας στον άλλον το βάσανό μας και τον πόνο μας, εκεί θα συνδεθούμε, θα αδελφωθούμε και θα νοιώσουμε τη μεγάλη σημασία της αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας. Εκεί ακόμα θα διασκεδάζωμε τη δυστυχία μας και θα σκεπτόμαστε να βρούμε τα μέσα τα οποία θα καλλιτερέψωμε τη θέση μας.
Στο κέντρο μας θα συνηθίσωμε στην αγάπη και την ομόνοια, που θα μας χρησιμεύη σε κάθε στιγμή, που θα θέλομε να υπερασπιστούμε τα δίκαια ολόκληρης της τάξης μας και ενός μονάχα ισναφιού που οπωσδήποτε πιέζεται και αδικείται. Χωρίς πολυτέλειες στη διοίκησι θα συντάξωμε ένα κανονισμό απλό, αλλά ιερό τον οποίο θα εφαρμόσωμε με ακρίβεια.
Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι στο κέντρο μας θα φωτιστούμε με τακτική λαϊκή κοινωνική διδασκαλία. Σ’ αυτό θα μας βοηθήσουν άνθρωποι μορφωμένοι, μελετημένοι, φίλοι της τάξης μας και υπερασπισταί των δικαιωμάτων μας. Αυτοί θα μας διδάσκουν συχνά πράγματα ωφέλιμα και μορφωτικά. Με τα μαθήματα αυτά θα καταλάβωμε γιατί υποφέρωμε, και πώς θα διορθώσωμε την κατάστασί μας. Θα αισθανθούμε δε βαθιά την ιδέα, για την οποία θ΄ αγωνιστούμε και μόνο άμα αισθανθούμε μέσα μας ριζωμένη την ιδέα τότε μόνο θα κατορθώσωμε να αγωνιστούμε με υπομονή, επιμονή και αυταπάρνησι. Τα μαθήματα δε θα είνε μόνο ωφέλιμα και μορφωτικά, αλλά και τερπνά και ευχάριστα. Θα ακούμε συχνά να απαγγέλλονται ωραία και σχετικά με την ιδέα και τον αγώνα μας διάφορα ποιήματα, σιγά-σιγά δε αργότερα θα προσπαθήσωμε και μικρό θέατρο να ιδρύσωμε στην αίθουσά μας, - όπως σ’ όλα τα εργατικά κέντρα γίνεται, και σ’ αυτή τη Βουλγαρία – στο οποίο θα παίζωνται έργα που θα μας μορφώνουν, θα μας διδάσκουν, θα μας ευχαριστούν και θα μας ενθουσιάζουν.
Επίσης στο Κέντρο μας θα έχωμε και μικρό στην αρχή αναγνωστήριο, για να διαβάζουν, όσοι ξέρουν, ωραία βιβλία, που θα διδάσκουν, και θα μπαίνουν στο νόημα της ιδέας και του σκοπού του αγώνα μας.
Ένα τέτοιο Κέντρο, αντιλαμβάνεστε πόσα αποτελέσματα ωραία και σπουδαία θα επιφέρη. Γι΄ αυτό νομίζομε, ότι όλοι οι φιλότιμοι εργάτες, όλοι όσοι έχουνε ανθρωπισμό και σκέπτονται για τον εαυτό τους και γι την οικογένειά τους, και τα παιδιά τους, και για όλους τους αδελφούς τους θα το υποστηρίξουν με ενθουσιασμό και ζήλο! Το ίδιο πρέπει να κάμουν και τα σωματεία των διαφόρων ισναφιών, γιατί όταν το Κέντρο υποστηριχτή όπως πρέπει, υλικώς και ηθικώς απ’ τους εργάτες όλους, γρήγορα θα αποχτήση ηθική και υλική δύναμι, τόση, ώστε, - όταν πια και η διδασκαλία κ.λπ. μας χαρίση κάποια μόρφωσι, ώστε να στερεωθή η ομόνοια, να κατορθωθή μια γενική και αληθινή συνένωσι των εργατικών τάξεων και μια σοβαρή εργασία για την προστασία των εργατών και τοπικώς, - με την ίδρυσι ταμείου περιθάλψεως και συντάξεως, ταμείου απεργιών, διαιτητικού συμβουλίου, το οποίο θα προσπαθή να λύη κάθε διαφορά μεταξύ εργατών και εργοδοτών, και τόσων άλλων – και νομοθετικώς, το οποίο θα κατορθωθή με την υποβολή εις την Βουλήν προστατευτικών εργατικών νομοσχεδίων που για να ψηφιστούν χρειάζεται ένωσις και επιβολή.
Στο τέλος όταν το Κέντρο μας διδάξη, μορφώση χαρακτήρας, διαπλάση ψυχάς, φωτίση πνεύματα κι συνενώσει τους εργάτας εις ένα σώμα θα είναι εύκολο πλέον να δημιουργήσωμε ένα εργατικό κόμμα ισχυρό το οποίο θα εργασθή για την αναστήλωσι της Σημαίας των αρχών μας αποτελεσματικά.
Αυτό το σύστημα της εργασίας νομίζομε ότι με το Κέντρο μας θα το επιτύχωμε, όταν μάλιστα γενή το ίδιο και στις άλλες πόλεις της Ελλάδος.
Αδελφοί εργάτες!
Καθένας γνωρίζη καλά τον πόνο του, ώστε να αναγνωρίζη τη σημασία, τη σοβαρότητα και τα μεγάλα αποτελέσματα, που θα επιτύχωμε όταν με θέλησι εργασθώμεν για την ίδρυσιν του Εργατικού Κέντρου μας.
Αδελφοί εργάτες!
Ελάτε να εργασθούμε όλοι μαζί για το συμφέρο μας και σαν άνθρωποι που είμαστε για το συμφέρο των παιδιών μας και των συναδέλφων μας. «Καθένας για όλους και όλοι για τον καθένα» ας είνε το σύνθημά μας.
Αδελφοί εργάτες!
Ενωθήτε μαζύ μας, γιατί όταν δεν ενωθήτε σημαίνει ότι είστε εχθροί της εργατικής τάξεως, της δύναμης που θα αποκτήση όταν θα είναι ενωμένη, εχθροί ακόμα του εαυτού σας, των οικογενειών σας, του μέλλοντος των παιδιών, εχθροί της Προόδου σας και της προόδου του Έθνους, εχθροί του Δικαίου και της Αλήθειας. Και Αλήθεια είναι αυτός ο Θεός. Άμα δεν ενωθήτε λοιπόν μαζύ μας θα είσθε εχθροί και αυτού του θεού.
Οι αδελφοί σας
Ν. Μαρδέλης – Γ. Κόσυβας (σιγαροποιοί) – Νικ. Παυλής (καπνοκόπτης) – Γ. Μούσιος (ράπτης) – Κ. Κοντορήγας (καραγωγεύς) – Ε. Καλύβας (καφεπώλης) – Π. Παπαθανασίου (κουρεύς), Φ. Άνινος (υποδηματοποιός), Λ. Στράτος (τσαρουχοποιός), Θεο. Κανάς, Δ. Γκουταβάς (υφαντής), Ν. Τσαγκάλας (υπάλληλος παντοπωλείου), Β. Τσιμπανούλης (πιλοποιός), Κων. Τζαμτζής (ελαιοχρωματιστής).
Όποιος θέλει να βοηθήσει το έργο μας και να συνεργασθή για το κοινό συμφέρο μας μπορεί από σήμερα να έλθει εις το Καφφενεδάκι Βασ. Ιατρού ή εις το Καφφενεδάκι ο «Εργάτης» Σ. Κουτσοβέλη, απέναντι του Ταχυδρομείου, κάθε μέρα 6-8 μ.μ., όπου θα μάθη κάθε λεπτομέρεια και θα μπορή να γραφή στον κατάλογο των συναγωνιστών. Την ερχομένη δε Παρασκευήν θα συνέλθωμεν όλοι σε ώρα και μέρος που θα κάμωμε γνωστό για να αποφασίσωμε την ίδρυσι του «Κέντρου» μας και ψηφίσουμε τον κανονισμό του».
Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου έγιναν τα εγκαίνια του Εργατικού Κέντρου Βόλου και στην πανηγυρική τελετή παραβρέθηκαν εκπρόσωποι των τοπικών πολιτικών, εκκλησιαστικών και επιχειρηματικών αρχών. Βέβαια, σχεδόν αμέσως άρχισαν και οι παρασκηνιακές ενέργειες των αρχών να ποδηγετήσουν το Εργατικό Κέντρο.
Η ίδρυση του Εργατικού Κέντρου Βόλου αποτέλεσε σταθμό για το εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα του «ελλαδικού» χώρου. Σε αυτό στεγάστηκαν οι δραστηριότητες των μεταρρυθμιστών σοσιαλιστών Ζάχου, Σαράτση, Δελμούζου και άλλων, οι οποίοι κατέλαβαν και τις ηγετικές θέσεις του Κέντρου, αλλά και των αναρχικών και αναρχοσυνδικαλιστών, οι οποίοι, πιστοί στις απόψεις τους, δεν επεδίωξαν να καταλάβουν ηγετικές θέσεις και αρκούνταν στην προπαγάνδα από τα κάτω.
Αμέσως άρχισαν οι διεκδικητικοί αγώνες. Στις 23 Φεβρουαρίου 1909 ξέσπασε απεργία των καπνεργατών με αιτήματα, όπως μείωση της δωδεκάωρης εργασίας και αύξηση μισθών. Μέσα σε μια βδομάδα, η απεργία αυτή πήρε δυναμική τροπή, με επιθέσεις σε καπναποθήκες, σπάσιμο τζαμιών, αποδοκιμασίες σε βάρος απεργοσπαστών, συγκρούσεις με τη χωροφυλακή και τραυματισμούς εργατών. Ακολούθησε κύμα συλλήψεων και τρομοκρατίας και η κατάσταση παρέμεινε οξυμένη για αρκετό διάστημα. Οι καπνεργάτες μετέβησαν τότε στην εκκλησία της Ανάληψης, η οποία αποτέλεσε το ορμητήριό τους και όπου έγινε μια συνέλευση, στην οποία επελέγη ο αναρχικός Γ. Αλεξανδράκης, ως πρόεδρος της απεργιακής επιτροπής. Ο Γ. Αλεξανδράκης άρχισε να εκπροσωπεί τους καπνεργάτες σε διάφορες συσκέψεις προέδρων ή εκπροσώπων συντεχνιών και σωματείων για την πορεία της απεργίας. Ορισμένοι δυσφόρησαν με την παρουσία του, αλλά οι καπνεργάτες αρνήθηκαν να τον ανακαλέσουν και έτσι ο Γ. Αλεξανδράκης παρέμεινε ο φυσικός ηγέτης των εργατών. Στις 4 Μαρτίου τα αιτήματα των καπνεργατών έγιναν δεκτά, αλλά το βράδυ της ίδιας ημέρας ο Αλεξανδράκης συνελήφθη, κρατήθηκε στο αστυνομικό τμήμα ως ηθικός αυτουργός των συγκρούσεων και οδηγήθηκε στις φυλακές Τρικάλων. Αποφυλακίστηκε, όμως, στις 27 Μαρτίου, μαζί με δύο άλλους συγκατηγορούμενούς του καπνεργάτες, μετά από πρόταση του εισαγγελέα και παρέμεινε ελεύθερος μέχρι τη δίκη του.
Στις 25 Μαρτίου 1909, το Εργατικό Κέντρο οργάνωσε εκδήλωση για την επέτειο στην πλατεία Ελευθερίας. Μίλησαν οι δικηγόροι Σοφοκλής Τριανταφυλλίδης και Κώστας Ζάχος, για τις μεταρρυθμιστικές σοσιαλιστικές ιδέες. Οι αναρχικοί, όμως, απείχαν και προτίμησαν να κάνουν διαδήλωση στους κεντρικούς δρόμους της πόλης.
Στις 6 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, επανεκδόθηκε ο «Εργάτης» (είχε διακοπεί η έκδοσή του για κάποιο διάστημα) και από το 31ο τεύχος του αποτελούσε πλέον το εκφραστικό όργανο του Εργατικού Κέντρου Βόλου. Οι αναρχικοί συνέχισαν να συνεργάζονται με την εφημερίδα.
Στο διάστημα ανάμεσα στην έκδοση του 33ου (27 Σεπτεμβρίου 1909) και του 34ου τεύχους (4 Οκτωβρίου 1909) εκτελέστηκε στην Ισπανία ο αναρχικός παιδαγωγός, Φραντσίσκο Φερρέρ υ Γκάρδια. Στο 34ο τεύχος του «Εργάτη» δημοσιεύθηκαν ανάμεσα στα άλλα και τα ακόλουθα:
«Το βασιλικό χέρι του Αλφόνσου εβάφη εις αίμα αθώου. Υπέγραψε την καταδίκη ενός θύματος της Αληθείας. Και ο ειρηνικός, ο μεγάλος φιλόσοφος, η σάλπιγξ της Αληθείας και του Ανθρωπισμού, ο σοσιαλιστής Φερρέρ, ύστερα από μίαν δίκην η οποία ενθυμίζει τους μαύρους χρόνους του παρελθόντος του ισπανικού κράτους, τους χρόνους της Ιεράς Εξετάσεως, εδολοφονήθη ως κακούργος, τουφεκισθείς». Ταυτόχρονα, το Εργατικό Κέντρο ανάρτησε την εικόνα του στα γραφεία του, κρέμασε στους εξώστες μαύρες σημαίες και κήρυξε πενθήμερο πένθος. Διαβάζουμε στο 35ο τεύχος του «Εργάτη»:
«ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ
Μόλις ανηγγέλθη εις το «Κέντρον» ο άγριος και δολοφονικός τουφεκισμός του μεγάλου Ευαγγελιστού των Σοσιαλιστικών Ιδεών, απεφασίσθη να κηρυχθή πενθήμερον πένθος.
Η σημαία του «Κέντρου» ανηρτήθη εις τον εξώστην περιβεβλημένη μαύρον ύφασμα. Η επιτροπή του «Εργάτου» αποφάσισε να εκδώση το σημερινόν φύλλον πένθιμον.
Σήμερον δε συνεδριάζουν τα μέλη ίνα απευθύνουν συλλυπητήριον τηλεγράφημα εις την κόρην του δολοφονηθέντος, της οποίας τα δάκρυα και αι παρεκλήσεις δεν ίσχυσαν διά να μαλάξουν την θηριώδη καρδιάν του δολοφόνου βασιλέως, όστις ηρνήθη την χάριν ο απάνθρωπος.
Επίσης σκέψις γίνεται περί διοργανώσεως πολιτικού μνημοσύνου».
Πληροφορούμαστε, ακόμα, ότι και στη Θεσσαλονίκη έγιναν κινητοποιήσεις για την εκτέλεση του Φερρέρ:
«ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟΝ ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Και εις την Θεσσαλονίκην λοιπόν σήμερον διενεργείται διεθνές συλλαλητήριον υπέρ του σοσιαλιστού Φερρέρ.
Το συλλαλητήριον τούτο θα είναι κάτι πρωτοφανές υπό πάσαν άποψιν διά την πόλιν αυτήν.
Ξέρετε πού οφείλεται η πρωτοβουλία;
Εις τους Βουλγάρους!
Μάλιστα εις τους βαρβάρους όπως αρέσει να τους ονομάζουν οι ψευτοπατριώται.
Μάθετε λοιπόν ότι εις την Θεσσαλονίκην υφίσταται βουλγαρικός σοσιαλιστικός σύλλογος, ο οποίος εκδίδει και εφημερίδα την «Edinsdvo» και ο οποίος έδρασε κατά τα τελευταία γεγονότα υπέρ των δικαίων και των… Ελλήνων! Ακόμη, διαμαρτυρηθείς πολλάκις και διά τας κατ’ αυτών αγριότητας των Τούρκων και των συμπατριωτών των ακόμη Βουλγάρων!
Αυτοί είναι οι βούλγαροι που προοδεύουν και αποκτούν την εκτίμησιν των ευρωπαϊκών κρατών.
Εις την Βουλγαρίαν επίσης η εξέγερσις υπέρ του Φερρέρ ήτο μεγάλη και επιβλητική.
Υπάρχουν εκεί μεγάλα εργατικά κέντρα και συνδικάτα ανεγνωρισμένα υπό της «Διεθνούς Σοσιαλιστικής Ενώσεως», υπάρχει οργανωμένον εργατικόν σοσιαλιστικόν κόμμα και σοσιαλισταί βουλευταί.
Και ημείς οι πολιτισμένοι (!) προσπαθούμε να τρεφώμεθα, διά να υπάρχωμεν, με την δόξαν των… προγόνων και των μακαρίτιδων Μαραθωνομάχων και Σαλαμινομάχων!».
(«Εργάτης», τεύχος 36, 11 Οκτωβρίου 1909).
Η εφημερίδα συνέχισε τα δημοσιεύματα και τις ανταποκρίσεις για το ίδιο ζήτημα:
«ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΝ ΤΟΥ ΦΕΡΡΕΡ
Η πληθώρα ύλης του προηγουμένου φύλλου, παρημπόδισε την δημοσίευσιν των αποφάσεων, τας οποίας έλαβε το «Εργατικόν Κέντρον» εις έκτακτον συνεδρίασιν, μόλις ανηγγέλθη η άτιμος δολοφονίαν του Φερρέρ.
Εδημοσιεύθη εις τας εγχωρίας και Αθηναϊκάς εφημερίδας έντονον ψήφισμα διά το οποίον οι εργάται του Βόλου διαμαρτυρήθησαν, εκφράσαντες την αγανάκτησίν των και τον αποτροπιασμόν των κατά της Κυβερνήσεως και του βασιλέως της Ισπανίας διά τον στραγγαλισμόν της ελευθερίας της σκέψεως διά της δολοφονίας του Φερρέρ.
Ετάχθη πενθήμερον πένθος.
Εξεδόθη πένθιμος ο «Εργάτης».
Υπεβλήθη αίτησις εις το Δημ. Συμβούλιον όπως εις μίαν των οδών της πόλεως δοθή το όνομα του δολοφονηθέντος μάρτυρος της Αληθείας.
Ανετέθη εις την διοικητικήν επιτροπήν η διοργάνωσις πολιτικού μνημοσύνου και απεστάλη εκ μέρους των εργατικών τάξεων του Βόλου σχετικόν τηλεγράφημα εις τας παγκοσμίους σοσιαλιστικάς εφημερίδας, «Ανθρωπότητα» των Παρισίων και «Εμπρός» του Βερολίνου.
Κατά την διάρκειαν του πενθήμερου πένθους, διεκοσμήθη ο εξώστης του Καταστήματος του «Κέντρου» πενθίμως και ανεπετάσθη η ερυθρά σημαία περιβλημένη μέλαν ύφασμα».
(«Εργάτης», τεύχος 37, 18 Οκτωβρίου 1909).
«ΦΩΝΗ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ ΤΟΥ ΦΕΡΡΕΡ
ΚΑΪΡΟΝ, 5 Οκτωβρίου 1909. (Του τακτικού ανταποκριτού μας). (καθυστέρησαν).
- Χθες τη πρωτοβουλία του «Διεθνούς συλλόγου εργατών και υπαλλήλων» συνεκροτήθη πολυπληθής διαδήλωσις κατά της καταδίκης και θανατώσεως του Φραγκίσκου Φερρέρ.
Οι διαδηλωταί εγκαίρως προσκληθένετες διά καταλλήλων προγραμμάτων, συνηθροίσθησαν εις την αίθουσαν του «Κλουπ Αρμονία», όπου πολλοί ρήτορες εξεφώνησαν λόγους εις Ιταλικήν, Γαλλικήν, Ελληνικήν, και Ρωσικήν γλώσσαν.
Κατόπιν οι διαδηλωταί, φέροντες την «κόκκινην» σημαίαν του συλλόγου, διηυθύνθησαν εις το Ισπανικόν Προξενείον, προ του οποίου προέβησαν εις αποδοκιμασίας καθώς αι προ του Ρωσικού και της Ιταλικής Εκκλησίας Άγιος Ιωσήφ, κραυγάζοντες:
- Κάτω οι δολοφόνοι!
- Κάτω ο Αλφόνσος.
- Κάτω ο Τσάρος
- Κάτω ο Πάπας.
Έπειτα έφθασαν προ του Γαλλικού προξενείου, όπου ήρχισαν ζητωκραυγάζοντες υπέρ του Γαλλικού λαού, που εις τοσαύτας θυσίας υποβαλλομένου, χάριν της απελευθερώσεως των εργατών».
(«Εργάτης», τεύχος 38, 23 Οκτωβρίου 1909).
Στο μεταξύ, εκείνη την εποχή, εξαιτίας των άσχημων συνθηκών εργασίας και διαβίωσης καθώς και της έλλειψης κατάλληλης και επαρκούς ιατρικής περίθαλψης, η φυματίωση και άλλες παρεμφερείς αρρώστιες έκαναν θραύση ανάμεσα στους καπνεργάτες. Ένας από αυτούς που είχαν προσβληθεί από φυματίωση ήταν και ο Γεώργιος Κόσσυβας, ο οποίος είχε πάει για θεραπεία στη Μακρυνίτσα του Πηλίου. Ο Γεώργιος Κόσσυβας εκείνες τις ημέρες έστειλε μια επιστολή στην εφημερίδα «Θεσσαλία» της 6ης Αυγούστου 1909, απαντώντας σε επιστολή κάποιου αγνώστου στην εφημερίδα «Πανθεσσαλική», ο οποίος είχε υπογράψει με το όνομά του (του Γ. Κόσσυβα) και στην οποία έκανε λόγο ότι από το Εργατικό Κέντρο δημιουργείται Ιερός Λόχος και άλλα.
Η επιστολή του Γ. Κόσσυβα έχει ως εξής:
«Κατά του θρασυτάτου πλαστογράφου, ο οποίος χθες εις δήλωσιν δημοσιευθείσαν εις την Πανθεσσαλικήν (ενώ εγώ ευρίσκομαι εις Μακρυνίτσαν χάριν της υγείας μου), επλαστογράφησε την υπογραφήν μου, επίτηδες κατερχόμενος αύριον επιδίδω μήνυσιν - θύμα της κοινωνικής αβελτηρίας και ζωντανόν παράδειγμα της εγκληματικής αφροντιστίας και απονιάς την οποίαν δεικνύει η Πολιτεία προς τον εργάτην, ως καταστρέψας την υγείαν μου εις την τρώγλην του καπνεργοστασίου - ήμην, είμαι και θα είμαι πιστόν μέλος του Εργατικού Κέντρου και θα αγωνισθώ μέχρι τελευταίας μου πνοής υπό την ιεράν σημαίαν του. Εκείνοι δε οι οποίοι εφαντάσθησαν ότι με τας δοξομανίας τους, τον τυφλόν εγωισμόν τους, με συκοφαντίας ύπουλους, δολοπλοκίας και πλαστογραφίας θα κατορθώσουν να διασαλεύσουν τα θεμέλια, του λατρευτού μας Κέντρου, ας μάθουν ότι θα εύρωσι ατράντακτον οχύρωμά του τα πονεμένα μου στήθη και τα στήθη όλων των τιμίων εργατών οι οποίοι θα αμυνθώμεν κατά πάσης δολίας ή ατίμου επιθέσεως οιουδήποτε επιδρομέως. Ιερόν μου Λόχον έχω το Εργατικό Κέντρο μας, ουδέποτε δε με επέρασε από το νου να εγγραφώ εις τον σαπουνόφουσκο Ιερό Λόχο της Πανθεσσαλικής. Γ. Κόσσυβας σιγαροποιός».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου