Μια ιστορία γεύσεων που ξεκινά από τις αρχές του αιώνα. Μια ιεροτελεστία που έγινε θεσμός. Τα τσιπουράδικα είναι η ζωντανή παράδοση του Βόλου, μια παράδοση που αγαπήθηκε όσο τίποτα άλλο ενδεχομένως από ντόπιους και επισκέπτες. Μια παράδοση που δυστυχώς όσο περνάνε τα χρόνια ξεφτίζει όλο και περισσότερο…
Γεύσεις γνήσιες και αυθεντικές. Θαλασσινά, ψαράκια, ντοματούλα, ελιές και παστό. Τσιπουράδικα μικρά που όλοι αισθάνονταν ότι αποτελούν μέλη μιας μεγάλης παρέας, τσιπουράδικα που ο Βόλος μοιραζόταν τις χαρές και τους καημούς του… Τα τσιπουράδικα ήταν και είναι μέρος της ζωντανής παράδοσης της περιοχής μας. Άλλωστε από όταν πρωτοεμφανίστηκαν μέχρι και σήμερα έχουν φανατικούς θαυμαστές.
Τα πρώτα τσιπουράδικα εμφανίστηκαν από τους πρόσφυγες της Μικρασίας, που εγκαταστάθηκαν στο Βόλο, κυρίως στην σημερινή Νέα Ιωνία, μετά την ανταλλαγή του '22 και κυρίως αυτούς που δούλευαν στη θάλασσα και στο
λιμάνι. Το μεσημέρι, μετά τη δουλειά μαζεύονταν στα καφενεδάκια του λιμανιού και στα στενά της Νέας Ιωνίας και έπιναν το τσιπουράκι τους, που το συνόδευαν με μεζέδες, σερβιρισμένους πάντα σε μικρά πιατάκια. Και πάντα λίγα και καλά, και κυρίως θαλασσινά!
40 χρόνια τσιπουράς
Στα 1964 ο Στέφανος Σύψας, πιτσιρικάς τότε, έπιασε την πρώτη του δουλειά σε τσιπουράδικο. 40 χρόνια μετά παραμένει τσιπουράς με το δικό του πια μαγαζί «Ο Στέφανος». Όταν θυμάται τα πρώτα τσιπουράδικα η νοσταλγία φαίνεται διάχυτη στα μάτια του.
«Τότε τα τσιπουράδικα ήταν παραδοσιακά. Ερχόντουσαν οι άντρες από τις 11.00 περίπου το πρωί έπιναν ένα-δύο και έφευγαν για το σπίτι για το μεσημεριανό φαγητό. Το τσίπουρο δεν είναι για να χορτάσεις, είναι για να σου ανοίξει την όρεξη. Τώρα αντί για τσιπουράδικα έχουν γίνει μεζετζίδικα».
Οι πρώτες γυναίκες θυμάται άρχισαν να πηγαίνουν στα τσιπουράδικα κοντά στο ’65. Μέχρι τότε ήταν αντρική υπόθεση. «Στα τσιπουράδικα γινόντουσαν όλες οι συζητήσεις αλλά και συνοικέσια», μου λέει χαρακτηριστικά.
«Συνεχίζω την παράδοση»
Ο Γιώργος Παλιούρας διατηρεί τσιπουράδικο στην παραλία με την επωνυμία «Ο Γιώργος», ενώ από το 1983 ξεκίνησε να εργάζεται ως σερβιτόρος στο ουζερί του Παπαδή, ενός από τους παλιότερους επίσης τσιπουράδες του Βόλου.
Ο ίδιος προσπαθεί να συνεχίσει την παράδοση «όπως μου την μάθανε», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει. «Το ουζερί, εμένα έτσι μου αρέσει να το λέω, είναι περίεργο. Εγώ αυτό που έμαθα το παραδοσιακό αυτό και προσπαθώ να κάνω».
Παλιά θυμάται τα πράγματα ήταν διαφορετικά. «Τότε έβλεπες στο τραπέζι μπουκαλάκια πολλά, ένα ποτήρι το πολύ για νερό, και μερικά πιατάκια. Ο κόσμος αρκούνταν στο καλό τσίπουρο. Τώρα ζητάνε μεζέδες και δεν τους ενδιαφέρει τίποτα άλλο».
Ο γνωστός «Δεμίρης»
Σήμα κατατεθέν της Νέας Ιωνίας. Αν όχι όλες τότε οι περισσότερες εκπομπές μαγειρικής έχουν περάσει από εκεί. Το ίδιο και όσοι διάσημοι επισκέφτηκαν την περιοχή μας. Και όλοι πάντα ξαναπηγαίνουν…
Ο Νίκος Δεμίρης διατηρεί το ομώνυμο τσιπουράδικο του στη Νέα Ιωνία από το 1997 όταν και αποφάσισε να αφήσει πίσω του την μεγάλη του αγάπη, το τραγούδι, και να ασχοληθεί με τον δεύτερο έρωτα του, τα θαλασσινά, το τσίπουρο και τον κόσμο.
«Τραγουδούσα 30 χρόνια περίπου με το Καζαντζίδη, το Μπιθικώτση, τη Πόλυ Πάνου όλα αυτά τα ιερά τέρατα. Όμως τις αλλαγές που γινόντουσαν με την πάροδο του χρόνου δεν μπορούσα να τις ακολουθήσω και αποσύρθηκα. Τότε οι φίλοι μου, μου πρότειναν να ανοίξω ένα τσιπουράδικο. Το σκέφτηκα και είπα γιατί όχι;».
Ο ίδιος θυμάται τότε που «με το φιρφιρίκι σερβίραμε το τσίπουρο. Το χύμα όχι σαν το εμφιαλωμένο που πίνουν τώρα. Άσε τώρα τους δίνεις φούσκες και νομίζουν ότι είναι ομελέτα. Η παράδοση είναι τα πάντα. Η ιστορία μας, η καταγωγή μας αλλά και οι βάσεις μας για το που πάμε. Γι’ αυτό χαίρομαι να βλέπω νέα παιδιά στο μαγαζί μου».
Η παράδοση έγινε βιομηχανία
Με το πέρασμα των χρόνων το τσιπουράδικο της γειτονιάς ή της παραλίας καθιερώθηκε ως ο βασικός τόπος συνάντησης των βολιωτών κάτι που με τα χρόνια άλλαξε. Η φήμη των ουζερί του Βόλου εξαπλώθηκε γρήγορα σ' όλη την Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό, και από παράδοση έγιναν βιομηχανία.
«Αν το τσίπουρο δεν είναι χύμα δεν είναι τσίπουρο. Αλλά οι νέοι τσιπουράδες δεν ξέρουν ούτε να το ξεχωρίζουν. Γίνεται κάθε φορά ένα φαΐ να το μαγειρέψεις ίδιο; Όχι. Τότε πώς γίνεται να φτιάχνουν το ίδιο τσίπουρο κάθε φορά; Αν δεν πας στα καζάνια, δεν πατήσεις σταφύλια, δεν ξέρεις από τσίπουρο», λέει με πραγματική απογοήτευση ο κ. Σύψας.
«Ξεφύγαμε και αν δεν ακολουθήσουμε και εμείς την ροή θα κλείσουμε. Συνεχίζω να κάνω αυτό που μπορώ καλύτερα αλλά είμαι σίγουρος ότι για να σταθώ κάπου θα πρέπει να ξεφύγω», μου λέει ο κ. Παλιούρας.
Ο κ. Δεμίρης θυμάται που το τσιπουράδικο γέμιζε με φωνές και άντρες και τραγούδια. «Χαρές και πανηγύρια. Τσακωμούς δεν είχε, άλλες εποχές τότε. Γέλια πολλά, κουβέντες πολλές. Τώρα τα τσιπουράδικα γίνανε φαγάδικα. Εγώ όμως δεν θα το κάνω έτσι. Είναι παραδοσιακό και έτσι θα μείνει».
Κλείνοντας θα πρέπει να μνημονεύσουμε όλους τους παλιούς τσιπουράδες εν ζωή και όχι που ξεκίνησαν μια παράδοση που αποτέλεσε το σήμα κατατεθέν της πόλης μας. Ανάμεσά τους και ο κυρ Διονύσης που οι γιοι του συνεχίζουν με απόλυτη επιτυχία την προσπάθεια που ξεκίνησε ο πατέρας τους με τα ομώνυμα τσιπουράδικα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου