ΣΤΟΛΙΣΑΜΕ!!!

ΣΤΟΛΙΣΑΜΕ!!!
adespotos1@hotmail.com

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2011

ΔΙΑΒΑΣΕ ΤΟ...Ο μπάτσος της Ειρήνης


Με την Ειρήνη γνωριζόμαστε από παιδιά.
Μαζί στις αλάνες, μαζί στα παιχνίδια της γειτονιάς, μαζί στο Νηπιαγωγείο, το Δημοτικό, το Γυμνάσιο και το Λύκειο.
Μαζί και στη ζωή. Είναι φίλη μου- αδερφή μου.
Ο πατέρας της Ειρήνης είναι μπάτσος. «Αστυνομικοί λέγονται» , συνήθιζε πάντα να με διορθώνει.


Καλός άνθρωπος ο πατέρας της.
Μας πήγαινε κάθε πρωί σχολείο, μας μάζευε από τα πάρτι που πηγαίναμε, μας έκανε και γελούσαμε με τις αστείες γκριμάτσες του.
Η Ειρήνη του είχε μεγάλη αδυναμία.
Πάντα μίλαγε γι’ αυτόν σαν να 'ταν ο ήρωας της. Το είχε δηλώσει πως, αν υπάρχει εκεί έξω κάποιος «πρίγκιπας» για αυτή, τότε θα έμοιαζε πολύ στον πατέρα της.


Μεγαλώσαμε.
Περάσαμε φοιτητές σε διαφορετική πόλη. Δε χαθήκαμε όμως. Μιλούσαμε στο τηλέφωνο συχνά και βρισκόμασταν συνέχεια τις μέρες που επιστρέφαμε στη γενέτειρά μας.
Σε αυτά τα χρόνια που πέρασαν από τότε που ήμαστε μικροί άλλαξαν πολλά.
Μέσα σε αυτά ήταν και η άποψή μου για τους αστυνομικούς. Πλέον τους έλεγα «Μπάτσους» και το εννοούσα. Ήξερα γιατί το έλεγα. Το πίστευα.
Δεν είχα τολμήσει να κάνω συζήτηση με την Ειρήνη. Ήξερα πως θα κατέληγε σε τσακωμό, και έτσι το απέφευγα.
Οι ιδεολογίες μας είχαν τραβήξει διαφορετικό δρόμο εδώ και πολύ καιρό. Μα δε βάζω καμιά πολιτική ιδεολογία πάνω από την αγάπη για τον άνθρωπο. Και την Ειρήνη την αγαπούσα, οπότε μου ήταν αδύνατο να την αποχωριστώ.


Κάποιες φορές μας δόθηκε η αφορμή για να ξεκινήσει μια εμπρηστική συζήτηση περί της αστυνομίας. Θυμάμαι σαν τώρα εκείνες τις μέρες του Δεκέμβρη του 2008, όπου η Ειρήνη και η υπόλοιπη παρέα υπερασπιζόταν τον κάθε «ανώνυμο αστυνομικό», που τον παίρνει άδικα το κύμα της οργής για τους «μπάτσους». Με θυμάμαι να προσπαθώ να εκφράσω την άποψή μου όσο πιο κόσμια –και με λιγότερη οργή- μπορούσα, για να μην την πληγώσω.


Έναν χρόνο αργότερα, με την ίδια παρέα είχαμε βγει για ποτό με την αφορμή των Χριστουγέννων, σε ένα ωραίο μπαράκι που έπαιζε ροκ μουσική. Κάποια στιγμή, η μουσική σταμάτησε. Μέσα στο μαγαζί μπήκαν δύο ένστολοι και κατευθύνθηκαν προς το μπαρ. Η Ειρήνη είπε πως θα έπαιρνε τον πατέρα της τηλέφωνο να «παρέμβει» για να ξανανοίξει η μουσική. Έτσι και έγινε. Ο πατέρας της, που είχε εκείνη την ώρα υπηρεσία, επικοινώνησε με τους «συναδέλφους» του και τους είπε να σηκωθούν να φύγουν από το μπαρ και να τους αφήσουν ήσυχους, γιατί εκεί διασκέδαζε η κόρη του. Σε δύο λεπτά οι μπάτσοι είχαν φύγει και η μουσική είχε ξαναρχίσει να παίζει δυνατά.
Εγώ πρέπει να ήμουν ο μόνος που δε χάρηκε με αυτή την εξέλιξη.
Μάλλον θα με πείραξε η κατάχρηση εξουσίας που μπορεί τόσο εύκολα να κάνει ένας μπάτσος για να επιβληθεί μέσω συναδελφικού τραμπουκισμού σε άλλους δύο ένστολους τραμπούκους.
Έβαλα τα τσιγάρα στην τσέπη μου, φόρεσα το μπουφάν μου, χαιρέτησα και έφυγα.


Την επόμενη μέρα με πήρε τηλέφωνο η Ειρήνη να μου πει «πόσο γαμάτος ήταν χθες ο πατέρας» της και να με ρωτήσει γιατί έφυγα τόσο νωρίς. Της απάντησα πως δεν άντεχα τη δυσωδία της γουρουνίλας εκεί μέσα. Μου έκλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα.


Πήγα να τη βρω για να της εξηγήσω. Ήπιαμε λίγα ποτά στο στέκι μας, διαφωνήσαμε, βριστήκαμε και στο τέλος αποφασίσαμε να φύγουμε. Θα την πήγαινα εγώ σπίτι της με το αμάξι. Εκείνη είχε πιει λίγο παραπάνω και μου ζήτησε να ξαπλώσει στο πίσω κάθισμα.


Σε έναν κεντρικό δρόμο, ένας μπάτσος μου έκανε σήμα να σταματήσω. Έβγαλα αλάρμ και έκανα δεξιά.


«Άδεια,δίπλωμα και ασφάλεια», μου είπε.


Γνώριμη μορφή. Ήταν ο πατέρας της Ειρήνης. Είχα χρόνια να τον δω. Δεν είχε καταλάβει ποιος είμαι-δεν μπορούσε να με αναγνωρίσει μετά από τόσο καιρό.
«Έκανα κάτι παράνομο; », απάντησα ψύχραιμα εγώ.
«Αυτό θα το δούμε», είπε ο μπάτσος με την εκνευριστική ειρωνεία που αποκτά κάθε άνθρωπος που θεωρεί πως μπορεί να κάνει κουμάντο στη ζωή του οποιουδήποτε.
«Δε σας δίνω τίποτα αν δεν μου πείτε το λόγο που με σταματήσατε. Θέλετε να μου κάνετε αλκοτέστ; », συνέχισα εγώ.
«Ό,τι θέλω θα σου κάνω. Δείξε μου τα χαρτιά σου», είπε και πάλι με επιτακτικό τόνο ο μπάτσος.


Εν τω μεταξύ, η Ειρήνη δεν είχε καταλάβει τίποτα. Ήταν μεταξύ ύπνου και ξύπνιου ξαπλωμένη στο πίσω κάθισμα, μέσα στη θολούρα της μέθης.


«Δε σου δείχνω τίποτα», είπα εγώ, υιοθετώντας τον ίδιο τόνο –πλέον- στη φωνή μου.
-«Βγες έξω από το αμάξι ρε. Τώρα! Βγες έξω από το αμάξι! »
Ενστικτωδώς προσπάθησα να ανεβάσω το παράθυρο.
«Βγες έξω ρε αρχίδι, μη σε βγάλω με το ζόρι! », φώναξε κατακόκκινος ο μπάτσος , πιάνοντας το χερούλι της πόρτας προσπαθώντας να την ανοίξει.
Έφερα αντίσταση.


«Βγες ρε μουνόπανο έξω μη σου γαμήσω τη μάνα!» ,συνέχισε, βάζοντας ακόμα περισσότερη δύναμη.
Η πόρτα άνοιξε και δυο αυταρχικά χέρια με τράβηξαν από τον ώμο και με έσυραν έξω.
Σηκώθηκα αμέσως και είπα : «Είσαι τρελός ρε μαλάκα; Τι κάνεις; Με ποιο δικαίωμα; »
«Σκάσε ρε και βάλε τα χέρια σου στο καπό! Άνοιξε τα πόδια σου!» . Το χέρι του πήγε στη θήκη του περιστρόφου του. Όλα σκοτείνιασαν για μια στιγμή. Όλα όσα είχα ακούσει για το φόβο που αισθάνεσαι όταν νιώθεις πως απειλείται η ζωή σου, ήταν τελικά αληθινά.
Φοβήθηκα πως ,πάνω στο παραλήρημά του, θα τράβαγε όπλο.
Φαίνεται πως η Ειρήνη είχε ακούσει τις φωνές μας.


Σηκώθηκε από το κάθισμα και άνοιξε την πόρτα.
«Είναι και άλλος μέσα ρε μουνί;» , με ρώτησε έντρομος. « Μείνε εκεί που βρίσκεσαι ρε πούστη!», φώναξε λυσσασμένα απευθυνόμενος προς το μέρος της. Δεν μπορούσε να τη δει. Ήταν μπροστά από το καπό και η Ειρήνη δεν είχε βγάλει, παρά μόνο τα χέρια της από το αμάξι.
Ο μπάτσος έβγαλε το όπλο του και σημάδεψε προς την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου.
«Όχι, όχι! Δεν είναι κανένας οπλισμένος! Μια κοπέλα είναι! Σταμάτα! ». Δεν τόλμησα να του πω ότι είναι η κόρη του. Δεν το σκέφτηκα καν εκείνη τη στιγμή. Δεν ήταν ο πατέρας της πρωταγωνιστής σε αυτή τη σκηνή, αλλά ένας ακόμα τραμπούκος που προσπαθούσε να βγάλει τα απωθημένα του σε ένα εικοσάχρονο. Ήταν απλά ένας ακόμα μπάτσος που απολάμβανε τον τρόμο που μπορούσε να περάσει στις ψυχές των υπόλοιπων ανθρώπων. Ήταν ένας ακόμα που είχε λαγνεία με τον έλεγχο ζωών.


«Βγες έξω σιγά-σιγά και με τα χέρια στο κεφάλι!» ,συνέχισε ακάθεκτος ο Ράμπο.
Τα πόδια της Ειρήνης ξεπρόβαλαν αργά μέσα από την καμπίνα των επιβατών.
«Έτσι, ήρεμα και αργά ρε», την προέτρεψε ο μπάτσος.
Βγήκε ολόκληρη. Έτρεμε. Με το ζόρι στεκόταν. Δεν ήταν από το μεθύσι. Ήταν απ’ τον φόβο.


Έκανε δυο βήματα μπροστά, προς το φως.
«Μπαμπά;» , είπε απορημένη.
Ο μπάτσος δε μίλησε. Είχε μείνει σαστισμένος, με το όπλο ακόμα να σημαδεύει την κόρη του.
«Μπαμπά τι κάνεις; », συνέχισε η Ειρήνη μέσα σε λυγμούς πλέον. Οι χτύποι της καρδιάς της ακούγονταν μέχρι εκεί που ήμουν. Τους άκουγε και ο πατέρας της, είμαι σίγουρος.
«Τι κάνεις ρε μπαμπά εκεί; Τι έκανες στον Τάσο; Κατέβασε το γαμημένο το όπλο πια! Τι σημαδεύεις; »


Με είδε με τα χέρια στο καπό και τα πόδια ανοιγμένα, σαν να ετοιμαζόμουν για ρωμαϊκό όργιο.
Ο μπάτσος ξεπέρασε κάπως το αρχικό σοκ. Κατέβασε το όπλο και το έβαλε στη θήκη του, δεξιά στη μέση του.


«Τι έκανες εσύ μες στο αμάξι;» , τη ρώτησε.
-«Τι έκανα μωρέ; Με πήγαινε ο Τάσος σπίτι!»
-«Αυτός είναι ο Τάσος; Ο φίλος σου; »
-«Καλά δεν τον γνώρισες; Κι εσύ ρε Τάσο γιατί δεν του είπες ποιος είσαι;»
-«Τι να του πω μωρέ; Χρειάζεται να του πω κάτι; Δηλαδή παίζει ρόλο που είμαι γνωστός σου; Με σταμάτησε και δεν μου είπε το γιατί. Δεν έχει δικαίωμα να το κάνει αυτό ρε Ειρήνη!»


Ο μπάτσος μου έριξε μια ματιά γεμάτη μίσος. Φαίνεται δεν εξάντλησε όλη του την οργή με τις αγριοφωνάρες του και το σημάδι πάνω στην κόρη του . Είχε λίγα αποθέματα τραμπουκισμού ακόμα για μένα.


«Μπαμπά σε παρακαλώ σήκω και φύγε και άσε μας να πάμε σπίτι. Είμαι πολύ ταραγμένη» ,ζήτησε η Ειρήνη.
«Θα σε πάω εγώ σπίτι», είπε αποφασιστικά ο μπάτσος.
«Όχι, δε θα με πας. Θα με πάει ο Τάσος. Μπες μέσα, φεύγουμε» ,είπε απευθυνόμενη σε μένα και μπήκε πάλι στο αυτοκίνητο.
Ο μπάτσος δεν αντέδρασε. Στεκόταν εκεί και μας έβλεπε να φεύγουμε. Μέχρι που να στρίψω, κοιτούσα από τον καθρέφτη μου και ήταν ακόμα εκεί ,κοιτώντας προς το μέρος μας.
Δεν ανταλλάξαμε άλλη κουβέντα στη διαδρομή. Δεν είπαμε ούτε «καληνύχτα». Σιωπή και χτύποι καρδιάς.


Δεν ξέρω αν άλλαξε γνώμη η Ειρήνη για τους αστυνομικούς. Δεν ξέρω αν τους αποκαλεί πλέον κι αυτή «μπάτσους».
Δεν έχουμε ξαναμιλήσει από κεινη τη νύχτα.
Δεν ξέρω γιατί. Μάλλον κάτι έσπασε. Και το ρήγμα ήταν πολύ βαθύ.


Το μόνο που ξέρω είναι πως,εκείνη τη νύχτα, ένιωσε κι εκείνη στο πετσί της το Φόβο.
Τον τρόμο τον οποίον μπορεί να σκορπίσει η «Αρχή» στους υπηκόους της. Την παράλογη οργή και βία που κυριαρχεί στον κομπλεξικό κόσμο των ενόπλων δυνάμεων. Τον τραμπουκισμό που ξεχειλίζει από τα μπατζάκια κάθε μπάτσου που σέβεται τα παντελόνια του. Έγινε μάρτυρας της ανεξήγητης αυτής "μετάλλαξης" που υφίσταται ένας μπάτσος εν υπηρεσία.


Δεν είναι ταξικό το πρόβλημα, Ειρήνη.Ούτε πολιτικό. Είναι καθαρά ανθρώπινο. Δεν έχει κανείς δικαίωμα να σκορπίζει τον τρόμο στην καρδιά σου με το έτσι θέλω. Και εγώ αυτόν τον τρόμο τον ένιωσα εκείνη τη μέρα. Τον άκουσα να χτυπάει και στη δική σου καρδιά.
Ξέρω, δεν μπορείς να αλλάξεις πατέρα, αλλά μπορείς να αλλάξεις μπάτσο.
Γιατί ο μπάτσος δεν ανήκει σε σένα, αλλά στο Σύστημα που τον τρέφει.


Στην τελική λυπήσου τους, γιατί είναι πιόνια αυτού του Συστήματος. Είναι ανθρωπάρια που τρέφουν το Σύστημα με καταστολή, τρεφόμενα με τη σειρά τους από την ανασφάλεια και τον κομπλεξισμό τους ,καθώς και τον τρόμο των άλλων.
Εγώ δεν τους λυπάμαι όμως. Ούτε τους οικτίρω. Είναι άνθρωποι και έχουν κάνει τις επιλογές τους. Και έχουν ταχθεί ενάντια στον Ελεύθερο Άνθρωπο.
Γι’ αυτό πάντα θα είμαι απέναντί τους.


Μου λείπεις Ειρήνη. Γεια.

ΜΕΣΩ: ''OLD BIKER''

Δεν υπάρχουν σχόλια: