Του Ντανιέλ Μπενσαΐντ* (για την αντιγραφή Καπυμπάρα)
Τα δύο άρθρα που δημοσίευσε ο Μαρξ στο Παρίσι το 1844 –«Εισαγωγή στη φιλοσοφία του δικαίου του Χέγκελ» και «Σχετικά με το εβραϊκό ζήτημα»- δεν αρκούνται στο να αναγγέλλουν το θάνατο του Θεού των θρησκειών. Αρχίζουν τη μάχη εναντίον των φετίχ και των ειδώλων που τον υποκαθιστούν: το Χρήμα και το Κράτος.
Στην εργασία του «Η ουσία του χριστιανισμού», ο Φόιερμπαχ είχε καταδείξει όχι μόνο ότι ο άνθρωπος δεν είναι δημιούργημα του Θεού, αλλά ότι είναι ο δημιουργός του. Δεν είχε υποστηρίξει απλώς ότι «ο άνθρωπος κάνει τη θρησκεία, δεν κάνει η θρησκεία τον άνθρωπο». Απέδειξε επίσης, τονίζει ο Μαρξ, ότι «η φιλοσοφία δεν είναι άλλο πράγμα από τη θρησκεία που μετατίθεται και αναπτύσσεται στην ιδέα». Καθιστώντας την «κοινωνική σχέση του ανθρώπου με τον άνθρωπο θεμελιακή αρχή της θεωρίας του», «θεμελίωσε [έτσι] τον αληθινό υλισμό». Ο άνθρωπος δεν είναι ένας άνθρωπος αφηρημένος «κουρνιασμένος εκτός του κόσμου», είναι ο «κόσμος του ανθρώπου», ο κοινωνικός άνθρωπος που παράγει, ανταλλάσσει, αγωνίζεται, αγαπάει. Είναι το Κράτος, είναι η κοινωνία.
Το όπιο του λαού
Από τη στιγμή που έγινε αποδεκτό ότι ο άνθρωπος δεν είναι το δημιούργημα ενός παντοδύναμου Θεού, μένει να καταλάβουμε από πού προέρχεται η ανάγκη να επινοήσει ο άνθρωπος μια ζωή μετά το τέλος της ζωής και να φαντάζεται έναν ουρανό απαλλαγμένο από την επίγεια αθλιότητα: «Η θρησκευτική αθλιότητα είναι ταυτόχρονα η έκφραση της υπαρκτής αθλιότητας και η διαμαρτυρία εναντίον της τελευταίας. Η θρησκεία είναι ο αναστεναγμός του καταπιεσμένου πλάσματος, η ψυχή ενός άκαρδου κόσμου, όπως είναι και το πνεύμα μιας κατάστασης πραγμάτων που στερείται πνεύματος. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού».
Όπως το όπιο, αποχαυνώνει και ταυτόχρονα ανακουφίζει.