Μια μέρα στις αρχές του καλοκαιριού του 2012 ξεκινούσα με την παρέα μου για να πάμε για μπάνιο σ’ένα μέρος που δε βρισκόταν μέσα στη Χαλκιδική, όπως συνηθίζεται μ’εμάς τους Θεσσαλονικείς, αλλά πιο κοντά στην πόλη, σε μία περιοχή γεμάτη κακές παραλίες, με ρηχά για πολλά μέτρα και θολά νερά. Γνωρίζαμε όμως από άλλες χρονιές ένα μικρό και αρκετά άγνωστοκομματάκι ακτής, όπου για κάποιον παράξενο λόγο, η παραλία εκεί ήταν μια χαρά και η θάλασσα αρκετά καθαρή.
Εκείνο το καλοκαίρι ανακαλύψαμε ότι η αγαπημένη μας κοντινή παραλία όχι μόνο είχε πάψει να είναι άγνωστη, αλλά είχε πλέον γεμίσει ξαπλώστρες. Κι όταν λέω ότι είχε γεμίσει, εννοώ ότι κάποιος είχε καταλάβει ολόκληρο το κομμάτι για το οποίο μιλούσα, από τη μία άκρη μέχρι την άλλη, εκτός από μία λωρίδα μπροστά στη θάλασσα, τριών-τεσσάρων μέτρων το πολύ. Βλέποντας αυτό το θέαμα, η γενική αντίδραση αρκετών στην παρέα ήταν περίπου: Ώστε έτσι ξηγιέται ο μαλάκας;
ωραία, θα πάμε να βάλουμε την ομπρέλα ακριβώς μπροστά στις ξαπλώστρες του, λοιπόν. Στο κάτω κάτω δε μας έχει αφήσει άλλη επιλογή. Μέσα σε δύο λεπτά, ο προαναφερθείς μαλάκας βρέθηκε πάνω απ’τα κεφάλια μας, ζητώντας να μάθει γιατί δεν πηγαίναμε λίγο πιο πέρα (λίγες εκατοντάδες μέτρα μόνο, εκεί που δεν κολυμπά κανείς γιατί η θάλασσα είναι χάλια) να βάλουμε την ομπρέλα μας εκεί. Μετά τις προφανείς απαντήσεις και ενώ ο τύπος είχε ήδη καταφύγει στο πρώτο πράγμα που ήξερε, δηλαδή στον κλασσικό ελληναράδικο τσαμπουκά εναντίον μου (ήμουν ο άντρας της παρέας, βλέπετε), όσοι είχαμε συμμετέχει σ’αυτή την ανούσια κουβέντα με κάποιον που θεωρούσε ότι επειδή έδωσε μερικά λεφτά στο δήμο, είχε αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης στη μόνη καλή παραλία σε ακτίνα δεκάδων χιλιομέτρων, έπρεπε να αντιμετωπίσουμε και τη συγκατάβαση της υπόλοιπης παρέας που έλεγε πλέον: Χέστο μωρέ, πάμε στις ξαπλώστρες. Κερνάω εγώ, αν δε θες να πληρώσεις. Γινόμαστε θέαμα και άλλα παρόμοια, που προσωπικά με εκνεύρισαν ακόμα περισσότερο, ειδικά αφού ο τύπος επιστράτευε πλέον τα υψηλά επιχειρήματα του μνημονιακού αφεντικού περί των αίτιων της κρίσης, δηλαδή:Γι’αυτό δεν πάει μπροστά αυτή η χώρα κλπ.
Εμ, γι’αυτό φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, στο μνημόνιο, επειδή κάποιοι σε αυτή τη χώρα σαμποτάρουν συνεχώς κάθε επένδυση, κάθε ιδιωτική πρωτοβουλία, αρνούμενοι να κάνουν πλούσιο κάποιον που απλά τσεπώνει μια επιδότηση και σκάει μύτη στην παραλία για να σου πουλήσει αέρα κοπανιστό, σα να είναι ιδιοκτησία του ένα δημόσιο αγαθό. Τέτοιοι άνθρωποι θα φέρουν την ανάπτυξη, εισπράττοντας ένα δεκάευρο ανά κεφάλι λουόμενου και πληρώνοντας κανα τριακοσάρι ευρώ σε δύο παιδιά, στην πραγματικότητα χωρίς να προσφέρουν στην παραγωγική διαδικασία κάτι περισσότερο από ένα φραπόγαλο, καταλήξαμε να λέμε, αναμασώντας ειρωνικά όλους τους σχετικούς Μανδραβελισμούς, με αποτέλεσμα να λήξει επιτέλους η συζήτηση. Λίγα λεπτά αργότερα, βρέθηκαν κι άλλοι άνθρωποι που αποφάσισαν να κάνουν το ίδιο, στήνοντας τις ομπρέλες τους μπροστά στις ξαπλώστρες. Την επόμενη φορά που πήγαμε στη συγκεκριμένη παραλία, ο καινοτόμος επιχειρηματίας που τον καταπιέζουν οι μίζεροιμε τις Ι.Χ. ομπρέλες τους είχε πλέον βρει λύση σε όλα τα προβλήματά του: οι ξαπλώστρες του έγλειφαν το κύμα, αλλά αυτό ασφαλώς δεν του αφαιρούσε το θράσος να απειλεί όποιον διαμαρτυρόταν ότι θα φέρει τη δημοτική αστυνομία να τον κανονίσει.
Κάθομαι και τα θυμάμαι όλα αυτά, γιατί αυτό που με πείραξε πολύ περισσότερο από το θράσος του καντινιέρη entepreneur ήταν ο αθεράπευτος μικροαστισμός μερίδας της παρέας που φοβόταν ότι όταν διεκδικείς το δικαίωμά σου σε ένα τετραγωνικό άμμου, ξεφτιλίζεσαι απέναντι στον κόσμο που θα σε θεωρήσει τζαμπατζή. Πολύ καιρό πριν αποφασίσει η αγαπημένη μαςκυβέρνηση – ακομπλεξάριστη πλέον για το απολυταρχικό νεοφιλελευθερισμό της – να νομοθετήσει, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα να πάψουν και οι παραλίες να αποτελούν δημόσιο αγαθό και να γίνουν ιδιωτικές επιχειρήσεις στις οποίες δε θα έχει καμία θέση όποιος δεν είναιπρόθυμος να πληρώσει, ήταν έκδηλα τα σχετικά κόμπλεξ πολλών συμπολιτών μας: όντας μισθωτοί που τους άρεσε στον ελεύθερό τους χρόνο να παίζουν τους αστούς, ένιωθαν υποχρεωμένοι να κάτσουν σε ξαπλώστρα, όχι μόνο βλέποντας το να τους εκμεταλλεύονται οικονομικά σα δείγμα κοινωνικού στάτους, αλλά και βρίσκοντας μίζερο όποιον δεν είχε όρεξη να τους μιμηθεί. Η πλειοψηφεία των Ελλήνων έμαθε από καιρό να ανέχεται κάθε είδους αεριτζήδες. Γιατί όχι λοιπόν και αυτούς της ξαπλώστρας, κι ας καταπατούσαν τους ήδη απαράδεκτους κανονισμούς, καταλαμβάνοντας μεγαλύτερες εκτάσεις από το επιτρεπόμενο και μη αφήνοντας έστω ένα κενό λίγων μέτρων από τη θάλασσα. Ο πολίτης που ψαρώνει όταν του λένε ότι η ομπρέλα του και η ψάθα στο πάτωμα τον κάνουν να δείχνει σα γύφτος, ενώ αντίθετα, έχει πειστεί ότι η selfie που θα τραβήξει στην ξαπλώστρα δείχνει, όχι ότι τον πιάνουν μαλάκα, αλλά ότι κάνει καλή ζωή και θα έπρεπε να ζηλέψουμε, είναι ένας πολίτης που δεν έμαθε ποτέ να διεκδικεί ούτε τα στοιχειώδη: από την πρόσβαση στην παραλία μέχρι το ίδιο το νερό που πίνει. Του λείπει – κι αυτό είναι το πραγματικά αστείο – ακριβώς αυτό που οι φιλελεύθεροι, όταν τους συμφέρει, συνηθίζουν να αποκαλούν ευρωπαϊκή κουλτούρα, γιατί οι κάτοικοι των ευρωπαϊκών μητροπόλεων σπάνια υποφέρουν από το νεοελληνικό μικροαστισμό που θεωρεί υποχρεωτικό το να κάτσεις σε μαγαζί, αντί να χαρείς το δημόσιο χώρο, αράζοντας στα γρασίδια κάποιου πάρκου. Είναι ένας πολίτης που ύστερα από 5 λεπτά τηλεόρασης, θα πειστεί ότι πρέπει να ιδιωτικοποιηθούν οι υπηρεσίες υγείας, η παιδεία και τα παιδιά του μαζί, αρκεί να του πεις ότι όλα αυτά τα περί δημόσιων αγαθών είναι χρεωκοπημένες σοβιετικές αντιλήψεις, όπου το«σοβιετικές» αποτελεί ένα ομιχλώδες συνώνυμο του ντεμοντέ, σαν το καπέλο που φορούσε συνεχώς στα τελευταία του ο Καζαντζίδης. Είναι αυτός που ακούει στα σοβαρά τα επιχειρήματα των μιντιακών υπαλλήλων του εθνικού εργολάβου, που τίποτα δε θα τον αποτρέψει από το να πνίξει σε τοξικές ουσίες χιλιάδες κατοίκους και να καταστρέψει μια ολόκληρη περιοχή της Χαλκιδικής (δημιουργώντας όμως εκατοντάδες θέσεις εργασίας!), αφού η κυβέρνηση του έκανε δώρο μεταλλευτικό πλούτο δισεκατομμυρίων και τι αντίλογος να υπάρξει σε μια τέτοια μεγάλη επένδυση, εφόσον το να ζει ένας κεφαλαιοκράτης με δημόσιο χρήμα δεν αποκαλείται σοβιετική αντίληψη από κανέναν Μανδραβέλη.
Είναι λοιπόν εύκολο να λέμε το προφανές, ότι αυτή η κυβέρνηση δε θα σταματήσει πουθενά, μέχρι να γίνουμε ένα best-of κάθε νεοφιλελεύθερης μπανανίας αυτού του κόσμου, αλλά μία πικρή αλήθεια είναι ότι με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, η κυβέρνηση αποφάσισε να μας δώσει τις παραλίες που η πλειοψηφεία των πολιτών απέδειξε ότι της αξίζουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου