(Επαναστατική Κουζίνα)
Απόψε, αγαπητές μου φίλες και φίλοι, μπορείτε να σβήσετε τα μάτια της κουζίνας –και να κλείσετε για λίγο τα δικά σας. Δε θα μαγειρέψουμε τίποτα –ούτε θα παραγγείλουμε απ’ έξω λιγδιασμένα χαρτοκούτια με γεύση από εξάτμιση.
Απόψε θα απολαύσουμε τη μέγιστη γαστριμαργική ηδονή: Θα πιούμε νερό!
Και θα αποδώσουμε φόρο τιμής στη μέγιστη επαναστάτρια: Την Έλεν Κέλλερ.
Σκεφτείτε όμως: Οι επαναστάτες που συναντήσαμε στις προηγούμενες εκπομπές της «Επαναστατικής Κουζίνας» ήταν άνθρωποι που αντιτέθηκαν στο πολιτικό-οικονομικό-κοινωνικό σύστημα που τους ήθελε υπάνθρωπους.
Η Κέλλερ, αντιτέθηκε –όχι στους ανθρώπους, αλλά- στην ίδια τη φύση που της φέρθηκε όσο σκληρά μπορεί να φέρεται αυτός ο γιγάντιος οργανισμός που λέγεται Γαία –και ο οποίος δε δείχνει κανέναν οίκτο για τους αδύναμους. Επαναστάτησε ενάντια σε αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «μοίρα»...
Η Κέλλερ γεννήθηκε σε μια μικρή πόλη της Αλαμπάμα, στις 27 Ιουνίου 1880. Γεννήθηκε προνομιούχος: Ήταν λευκή, ήταν γόνος πλούσιας οικογένειας και ήταν... φυσιολογική.
Κατάφερε να περπατήσει όταν έγινε ενός έτους, να μιλήσει από ενάμιση έτους και πρόλαβε να δει το φως.
Όμως τίποτα από αυτά δε θα θυμόταν λίγα χρόνια μετά...
Όταν ήταν δεκαεννιά μηνών αρρώστησε (και κανείς δεν ξέρει ποια ήταν η φύση της ασθένειας). Αλλά το αποτέλεσμα της ασθένειας ήταν ολοφάνερο: Η Έλεν έμεινε κουφή και τυφλή.
Τα σημαντικότερα (όπως πιστεύουμε) παράθυρα της ανθρώπινης αίσθησης έκλεισαν για την Έλεν. Έμεινε με την όσφρηση, τη γεύση και –το σημαντικότερο όλων- την αφή.
Λάθος! Της έμειναν το σώμα της, ο εγκέφαλος της και κάτι που εδράζει σε αυτόν και κάνει τον άνθρωπο θεό ή άθυρμα: Η βούληση.
Η Έλεν μεγάλωσε μέσα στο απόλυτο σκοτάδι και την απόλυτη σιγή. Όχι όμως νεκρή. Η ίδια περιγράφει πως απολάμβανε τα αρώματα των λουλουδιών και την αγκαλιά της μητέρας της. Για να φτάσει όμως να τα περιγράψει –να τα γράψει- έπρεπε να βρεθεί στο δρόμο της μια άλλη σπουδαία γυναίκα: Η Άνν Σάλιβαν.
Ο πατέρας της Έλεν, με τη βοήθεια του Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ (ναι, του γνωστού εφευρέτη) ήρθε σε επαφή με ένα σχολείο για τυφλούς και κωφούς μαθητές. Το σχολείο έστειλε στην Αλαμπάμα τη Σάλιβαν, όταν η Έλεν ήταν εφτά χρονών.
Η Σάλιβαν βρήκε ένα «άγριο» παιδί, απομονωμένο από τον κόσμο, αν και ιδιαζόντως έξυπνο. Το πρώτο που έκανε ήταν να την αγκαλιάσει –και η Έλεν το θυμάται αυτό σαν μια ξαφνική νεροποντή μετά από χρόνια ανομβρίας.
Έπειτα ξεκίνησε να της διδάσκει το αλφάβητο των κουφών στην ανοικτή της χούφτα.
Για τρεις μήνες η Έλεν «παπαγάλιζε» όσα μάθαινε, χωρίς να έχει καμία αίσθηση της γλώσσας. Μπορούσε κι αυτή να «συλλαβίσει» κάποιες λέξεις με τα δάκτυλα της, χωρίς όμως να αντιλαμβάνεται τη σημασία τους.
Η αναγέννηση της Έλεν έγινε με το νερό, ακριβώς σαν να βαφτίστηκε.
Το καλοκαίρι του 1887 η δασκάλα πήρε τη μαθήτρια και την έβγαλε από το σπίτι. Την πήγε στο πλυσταριό.
Και αντιγράφουμε από την αυτοβιογραφία της Κέλλερ:
«Κάποιος έβγαζε νερό και η δασκάλα μου έβαλε το χέρι μου κάτω από τη βρύση. Καθώς το δροσερό νερό έπεφτε στο ένα μου χέρι, σχημάτισε στο άλλο τη λέξη «νερό», πρώτα αργά, μετά γρήγορα.
Στεκόμουνα ήσυχη, με όλη μου την προσοχή στραμμένη στις κινήσεις των δακτύλων της. Ξάφνου αισθάνθηκα μια σκοτισμένη ανάμνηση κάτι ξεχασμένου –το ρίγος μιας σκέψης που ξαναγύριζε... Και κάπως έτσι μου αποκαλύφτηκε το μυστήριο της γλώσσας. Τότε κατάλαβα ότι «ν-ε-ρ-ό» σήμαινε το θαυμάσιο δροσερό «κάτι» που έτρεχε πάνω στο χέρι μου.
Αυτή η ζωντανή λέξη ξύπνησε την ψυχή μου, της έδωσε φως, ελπίδα, χαρά.. την έκανε ελεύθερη!»
(Και θυμηθείτε όσα λέγαμε σε προηγούμενο κείμενο για την αδιάρρηκτη σχέση της σκέψης με τη γλώσσα, τις σκέψεις που αν δεν εκφραστούν μένουν σκιές της νόησης.)
Η Έλεν είχε ανακαλύψει στα εφτά της το μέγα «μυστήριο της γλώσσας». Αυτό που τα παιδιά μαθαίνουν ασυναίσθητα στα δύο ή τρία τους χρόνια: Ότι κάθε πράγμα έχει ένα όνομα.
Και το έμαθε χάρη στο νερό –και στη δασκάλα της, βεβαίως.
Μια μικρή παρένθεση για να πιούμε νερό.
Επειδή το νερό είναι κάτι που ποτέ δε μας λείπει –γι’ αυτό και το ξοδεύουμε αφειδώς (δεν έγραψα το επίρρημα «αλόγιστα», γιατί είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται αφειδώς κι αλόγιστα), δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε την αξία του. Και ας μην αναφερθούμε στους λιγότερους προνομιούχους του Τρίτου Κόσμου που σίγουρα δεν έχουν όσα για εμάς είναι αυτονόητα. Ούτε στην επικείμενη εμπορευματοποίηση αυτού του αγαθού που ανήκει σε όλους. Θα μπορούσαμε, αλλά ο Γελωτοποιός θα προτιμήσει την υποκειμενική αναφορά σε μια θύμηση της παιδικής του ηλικίας:
Όπου, μια καλοκαιρινή μέρα, έπαιζε μπάλα στο προαύλιο του σχολείου. Η έξαρση του αγώνα δεν τον είχε αφήσει να συνειδητοποιήσει τη δίψα του. Σαν έγινε ένα διάλειμμα, πιθανότατα λόγω κάποιας διαφωνίας, ο Γελωτοποιός αντιλήφθηκε ότι διψούσε πιο πολύ από ποτέ. Έτρεξε στις βρύσες και ξεκίνησε να πίνει νερό με τις χούφτες. Οι φίλοι τον προειδοποιούσαν να μην πιει πολύ, για να μην πονέσει το στομάχι του, αλλά εκείνος δεν μπορούσε να σταματήσει. Το νερό, που έβγαινε από τη βρύση κρύο, γέμιζε τα χέρια του και κυλούσε μέσα στο σώμα του, ήταν πιο απολαυστικό από κάθε άλλη ικανοποίηση –ακόμα και από εκείνη της νίκης.
Δοκιμάστε ‘το κι εσείς. Το καλύτερο είναι να βρίσκεστε στο βουνό και να πιείτε νερό από την πηγή απευθείας. Μα και στην πόλη να βρίσκεστε μπορείτε να το απολαύσετε: Πάρτε το μπουκάλι από το ψυγείο και –χωρίς ποτήρι- ξεκινήστε να πίνετε.
Συγκεντρωθείτε σε αυτό που κάνετε. Ξεχάστε για λίγο τους απλήρωτους λογαριασμούς και τη φαυλότητα της κοινωνίας, ξεχάστε τα λεφτά και τα λόγια που σας είπε κάποιος πριν από λίγο, τα λόγια που σας πλήγωσαν. Ξεχάστε τα πάντα –ακόμα και το όνομα σας- και πιείτε νερό...
Θα καταλάβετε ότι τίποτα δεν συγκρίνεται με αυτή την τόσο αρχέγονη αίσθηση: του σβησίματος της δίψας.
Και ας μη ξεχνάμε ότι ο άνθρωπος –όπως όλα τα ζώα- αποτελείται κατά 80% από νερό. Το υπόλοιπο 20% είναι η δύναμη της θέλησης.
Η Κέλλερ "ακούει" το πιάνο |
Και ο Λάο Τσε είχε γράψει: «Το νερό είναι το πιο δυνατό στοιχείο. Πάντα υποχωρεί και πάντα νικάει.»
Η Έλεν Κέλλερ εκείνη τη μέρα του καλοκαιριού, κατάλαβε για πρώτη φορά τι σημαίνει «μητέρα», «αδελφή», «δασκάλα». Αυτές οι έννοιες υπήρχαν και πριν μες στο μυαλό της, αλλά μόνο σαν τους έδωσε όνομα τις έκανε δικές της.
Με τον Μάρκ Τουαίην |
Με τη Σάλιβαν πάντα δίπλα της (ήταν πάντα εκεί για δεκαπέντε –τουλάχιστον- χρόνια) έμαθε να γράφει και να διαβάζει. Έμαθε γαλλικά και γερμανικά, μπόρεσε να διαβάσει την «Αινειάδα» στα λατινικά και την «Ιλιάδα» στα ελληνικά!
Και η σκέψη της ήταν τόσο δυνατή (η βούληση της τόσο ανυπέρβλητη) που δεν έμεινε στην ανάγνωση, αλλά ξεκίνησε να γράφει και η ίδια. Και ορίστε τι γράφει για τη διαφορά ανάμεσα στον Βιργίλιο (της Αινειάδας) και τον Όμηρο:
Με τον "ανθρωπάκο" |
Μια τυφλή γυναίκα, που δε θυμόταν τι είναι το φως, μιλούσε για αυτό λες και είχε μεγαλώσει στο Αιγαίο και στις αμμουδιές του Ομήρου!
Η Κέλλερ κατάφερε να δώσει εξετάσεις για να μπει σε ένα από τα πιο αυστηρά πανεπιστήμια της Αμερικής (το 1900, όταν οι γυναίκες δεν ψήφιζαν καν). Το μεγαλύτερο της πρόβλημα, όπως λέει η ίδια, ήταν η γεωμετρία.
Φανταστείτε όλοι εσείς που δυσκολευόσασταν να αποδείξετε ένα γεωμετρικό θεώρημα να ήσασταν και τυφλοί -και να χρησιμοποιείτε την αφή σας για να καταλάβετε τι είναι το τρίγωνο, τι είναι οι παράλληλες ευθείες και τι είναι η εντός-εκτός και επί τα αυτά.
Εκείνη τα κατάφερε, αλλά ήταν πολύ ανεξάρτητη για να κολακευτεί από το δικαίωμα στην πανεπιστημιακή μόρφωση.
«Στο πανεπιστήμιο πηγαίνεις για να μάθεις, όχι για να σκέφτεσαι», γράφει στα είκοσι δύο της χρόνια.
Ταυτόχρονα, παρότι τυφλή και κουφή, είχε ανοικτά τα μάτια της ψυχής της στο κοινωνικό πρόβλημα της ανισότητας. Συνήθιζε να περπατάει στις πιο φτωχές συνοικίες της Νέας Υόρκης και να παρατηρεί –με τα δάκτυλα της- τα ροζιασμένα πρόσωπα και τα θλιμμένα χέρια των ανθρώπων που είχαν γεννηθεί «κατώτεροι» (η Κέλλερ δεν μπορούσε να δει το χρώμα τους δέρματος τους).
Γράφει: «Άνθρωπε, πως μπορείς να ξεχνάς και να σβήνεις το συνάνθρωπο σου, τον αδελφό σου, και να λες «τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον», όταν αυτός το στερείται το ψωμί;»
Η Άνν διαβάζει στη χούφτα της Έλεν |
Τόσο φωτεινή ήταν που ο Μαρκ Τουαίην έφτασε να γράψει:
«Οι πιο δυνατές προσωπικότητες του 19ου αιώνα ήταν ο Ναπολέων και η Έλεν Κέλερ.»
Ο Γελωτοποιός διάβασε την αυτοβιογραφία της Κέλερ, «The story of mylife», από μια έκδοση του 1961, εκδόσεις Αποστολόπουλος. Τον πρόλογο στην ελληνική έκδοση γράφει η Έλλη Λαμπέτη, η οποία είχε πρωταγωνιστεί σε ένα θεατρικό για τη συνάντηση των δύο σπουδαίων αυτών γυναικών.
Ας τελειώσουμε, λοιπόν, αυτό το κείμενο με τα λόγια της ηθοποιού:
«Όταν, στο φινάλε της τρίτης πράξης, υποκλίνομαι στο κοινό, δε δέχομαι τα χειροκροτήματα για την παράσταση μου. Τα δέχομαι σαν ένα φόρο τιμής σε δύο μεγάλες γυναίκες [...] Και από τη θέση μου στο προσκήνιο, ακούγοντας τα χειροκροτήματα, υποκλίνομαι στη μεγαλοφυΐα τους, στην ανθρωπιά τους...»
Καλό σας ξεδίψασμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου