Θα αποτελέσει η χρηματοοικονομική κατάρρευση μια ευκαιρία προσγείωσής μας στην πραγματικότητα, την αφύπνιση από ένα όνειρο; Τα πάντα εξαρτώνται από το πώς τελικά θα συμβολοποιηθεί, από το ποια ιδεολογική ερμηνεία ή αφήγηση θα επικρατήσει και θα καθορίσει τη γενική πρόσληψη της κρίσης. Όταν η ομαλή ροή των πραγμάτων διαταράσσεται κατά τρόπο τραυματικό, διανοίγεται το πεδίο για έναν «διαλογικό» ιδεολογικό ανταγωνισμό – όπως συνέβη, λόγου χάριν, στη Γερμανία των αρχών της δεκαετίας του 1930, όταν, επικαλούμενος την εβραϊκή συνομωσία, ο Χίτλερ θριάμβευσε στον ανταγωνισμό για το ποια αφήγηση εξηγούσε καλύτερα τα αίτια της κρίσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και πρόσφερε τον καλύτερο τρόπο διεξόδου από εκείνη την κρίση. Οποιαδήποτε αφελής αριστερή προσδοκία, ότι η παρούσα χρηματοοικονομική και γενικότερη οικονομική κρίση διανοίγει αναπόφευκτα ένα πεδίο δράσης για τη ριζοσπαστική Αριστερά, είναι, συνεπώς, το δίχως άλλο επικίνδυνα κοντόφθαλμη. Η κύρια άμεση συνέπεια της κρίσης δεν θα είναι η άνοδος μιας ριζοσπαστικής χειραφετικής πολιτικής, αλλά μάλλον η άνοδος του ρατσιστικού λαϊκισμού, περισσότεροι πόλεμοι, αύξηση της φτώχειας στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες του Τρίτου Κόσμου και εντονότεροι διαχωρισμοί μεταξύ των πλουσίων και των φτωχών στους κόλπους όλων των κοινωνιών.
Και είναι αλήθεια ότι οι κρίσεις ταρακουνούν τους ανθρώπους και τους βγάζουν από τον εφησυχασμό τους, αναγκάζοντάς τους να αμφισβητήσουν τις θεμελιώσεις παραδοχές της ζωής τους∙ η πλέον αυθόρμητη πρώτη αντίδραση είναι ο πανικός, ο οποίος οδηγεί σε μια «επιστροφή στα βασικά»· οι βασικές συντεταγμένες της κυρίαρχης ιδεολογίας όχι μόνο δεν αμφισβητούνται αλλά και αναδιατρανώνονται με ακόμη μεγαλύτερη σφοδρότητα. Ο κίνδυνος, συνεπώς, είναι ότι η παρούσα κατάρρευση θα χρησιμοποιηθεί κατά τρόπο παρόμοιο με ό,τι η Ναόμι Κλάιν [Naomi Klein] έχει αποκαλέσει «δόγμα του σοκ».
Η θέση αυτή αναπτύσσεται μέσα από μια σειρά συγκεκριμένων αναλύσεων, κεντρική θέση ανάμεσα στις οποίες καταλαμβάνει εκείνη για τον πόλεμο στο Ιράκ· η επίθεση των ΗΠΑ εναντίον του Ιράκ στηρίχτηκε στην ιδέα ότι, ύστερα από την εφαρμογή της πολεμικής στρατηγικής «σοκ και δέος», η χώρα θα μπορούσε να οργανωθεί ως παράδεισος της ελεύθερης αγοράς, αφού ο λαός της θα ήταν τόσο τραυματισμένος, που δεν θα προέβαλλε καμία αντίσταση… Η επιβολή μιας ακραιφνούς οικονομίας της αγοράς καθίσταται συνεπώς πολύ πιο εύκολη, αν ο δρόμος που οδηγεί σ’ αυτήν έχει διανοιχτεί από κάποιο τραύμα (φυσικό, πολεμικό, οικονομικό), το οποίο, θα έλεγε κανείς, αναγκάζει τους ανθρώπους να αποτινάξουν τις «παλιές συνήθειές» τους, μετατρέποντάς τους σε μια ιδεολογική tabula rasa, σε επιζώντες του ίδιου του συμβολικού θανάτου τους, έτοιμους να αποδεχτούν τη νέα τάξη πραγμάτων, τώρα που όλα τα εμπόδια έχουν εξαλειφθεί. Και είναι βέβαιο ότι το δόγμα του σοκ που περιγράφει η Κλάιν ισχύει επίσης για τα οικολογικά ζητήματα· μια εκτεταμένη περιβαλλοντική καταστροφή όχι μόνο δεν θα θέσει σε κίνδυνο τον καπιταλισμό, αλλά πιθανότατα θα τον αναζωογονήσει, διανοίγοντας νέους δρόμους και μέχρι τούδε άγνωστους ορίζοντες καπιταλιστικής επένδυσης.
Μήπως, λοιπόν, και η παρούσα οικονομική κατάρρευση χρησιμοποιηθεί σαν ένα «σοκ», το οποίο θα δημιουργήσει τις κατάλληλες ιδεολογικές συνθήκες για περαιτέρω φιλελεύθερη θεραπεία; Η χρεία μιας τέτοιας θεραπείας-σοκ απορρέει από τον (συχνά αποσιωπώμενο) ουτοπικό πυρήνα της νεοφιλελεύθερης οικονομικής θεωρίας. Ο τρόπος που αντιδρούν οι φονταμενταλιστές της αγοράς στις καταστροφικές συνέπειες της εφαρμογής των συνταγών τους είναι χαρακτηριστικός των φανατικών οπαδών κάθε ουτοπικού ολοκληρωτισμού· θεωρούν αποκλειστικά υπεύθυνη για την αποτυχία την ενδοτικότητα εκείνων που υλοποίησαν τα σχέδιά τους (υπάρχει ακόμη πολλή κρατική παρέμβαση κλπ.) και αυτό που απαιτούν δεν είναι τίποτε λιγότερο από μια ακόμη πιο αυστηρή εφαρμογή των δογμάτων τους.
Συνεπώς, για να το θέσουμε με παλιομοδίτικους μαρξιστικούς όρους, το κύριο καθήκον της κυρίαρχης ιδεολογίας στην παρούσα κρίση είναι να επιβάλλει μιαν αφήγηση η οποία θα επιρρίψει την ευθύνη για την κατάρρευση όχι στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα καθαυτό, αλλά σε δευτερεύουσες και συγκυριακές παρεκκλίσεις (στις υπερβολικά ελαστικές φορολογικές διατάξεις, στη διαφθορά των μεγάλων χρηματοοικονομικών οργανισμών κ.ο.κ.). Ομοίως, στην εποχή του Υπαρκτού Σοσιαλισμού, οι αμύντορες της σοσιαλιστικής ιδεολογίας προσπάθησαν να διασώσουν την ιδέα του σοσιαλισμού, ισχυριζόμενοι ότι η αποτυχία των «λαϊκών δημοκρατιών» ήταν η αποτυχία μιας μη αυθεντικής εκδοχής σοσιαλισμού, όχι της ιδέας καθαυτήν, καταλήγοντας συνακόλουθα στο συμπέρασμα ότι τα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού έχρηζαν ριζικών μεταρρυθμίσεων μάλλον παρά ανατροπής και κατάλυσης. Δεν είναι άμοιρο ειρωνείας να επισημάνουμε ότι οι διαπρύσιοι κήρυκες της καπιταλιστικής ιδεολογίας, που κάποτε ειρωνεύονταν αυτή την κριτική υπεράσπιση του σοσιαλισμού ως απατηλή και επέμεναν ότι έπρεπε να απορρίψουμε την ευθύνη στη σοσιαλιστική ιδέα καθαυτήν, καταφεύγουν τώρα σε μεγάλο βαθμό στην ίδια υπερασπιστική τακτική· γιατί εκείνο που έχει χρεοκοπήσει δεν είναι ο καπιταλισμός καθαυτός, αλλά μόνο η στρεβλή πραγμάτωσή του…
Απέναντι σε αυτή την τάση, πρέπει κανείς να επιμείνει στο καίριο ερώτημα: ποιο είναι το «ελάττωμα», στο σύστημα καθαυτό, που καθιστά δυνατές τέτοιες κρίσεις και καταρρεύσεις; Το πρώτο που πρέπει να έχουμε στο νου μας είναι ότι αφετηρία της κρίσης υπήρξε μια «αγαθή προαίρεση»· όπως επισημάναμε, μετά την έκρηξη της φούσκας των dotcom αποφασίστηκε, και μάλιστα με τη σύμφωνη γνώμη και των δύο μειζόνων αμερικανικών κομμάτων, να διευκολυνθούν οι επενδύσεις στον τομέα των ακινήτων, ούτως ώστε να συνεχίσει να κινείται η οικονομία και να αποτραπεί η ύφεση – η σημερινή κατάρρευση είναι κατ’ αυτή την έννοια απλώς το τίμημα που πληρώνουμε για τα μέτρα που ελήφθησαν στις ΗΠΑ, προκειμένου να αποσοβηθεί μια ύφεση μερικά χρόνια πριν. Ο κίνδυνος, συνεπώς, είναι ότι η αφήγηση που θα επικρατήσει αναφορικά με το υπόβαθρο της κρίσης, θα είναι εκείνη η οποία, αντί να μας αφυπνίσει από ένα όνειρο, θα μας επιτρέψει να συνεχίσουμε να ονειρευόμαστε.
Σημειώστε τον όρο «τεχνικές λύσεις»· τα πραγματικά προβλήματα έχουν τεχνικές λύσεις. (Και πάλι, ένας εξόφθαλμα εσφαλμένος ισχυρισμός· η αντιμετώπιση των οικολογικών προβλημάτων απαιτεί την πραγματοποίηση επιλογών και τη λήψη αποφάσεων -για το τι θα παράγεται, τι θα καταναλώνεται, σε ποια μορφή ενέργειας θα βασίζεται η παραγωγή-, οι οποίες τελικά σχετίζονται με τον ίδιο τον τρόπο ζωής ενός λαού· κατά συνέπεια, όχι μόνο δεν είναι απλώς τεχνικές, αλλά είναι κατεξοχήν πολιτικές, με την πλέον ριζική έννοια ότι αφορούν θεμελιώδεις κοινωνικές επιλογές). Δεν είναι περίεργο, συνεπώς, που και ο ίδιος ο καπιταλισμός παρουσιάζεται με τεχνικούς όρους, σαν ούτε καν επιστήμη, αλλά απλώς σαν κάτι το οποίο λειτουργεί· δεν χρειάζεται ιδεολογική δικαίωση, γιατί η επιτυχία του αποτελεί καθαυτήν επαρκή δικαίωση. Από αυτή την άποψη, ο καπιταλισμός «είναι το αντίθετο του σοσιαλισμού, ο οποίος πορεύεται με βάση ένα εγχειρίδιο οδηγιών»: «Ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα το οποίο δεν έχει φιλοσοφικές αξιώσεις, το οποίο δεν αναζητεί την ευτυχία. Το μόνο που λέει είναι: ‘Λοιπόν, αυτό λειτουργεί’. Κι αν οι άνθρωποι θέλουν να ζήσουν καλύτερα, είναι προτιμότερο να χρησιμοποιήσουν αυτό τον μηχανισμό, επειδή λειτουργεί. Το μόνο κριτήριο είναι η αποτελεσματικότητα».
Αυτή η αντιιδεολογική περιγραφή είναι, φυσικά, καταφανώς ψευδής· η ιδέα ακριβώς ότι ο καπιταλισμός είναι ένα ουδέτερος κοινωνικός μηχανισμός αποτελεί ιδεολογία (ακόμη και ουτοπική ιδεολογία) του πιο χαρακτηριστικού είδους. Η στιγμή της αλήθειας σ’ αυτή την περιγραφή είναι, ωστόσο, ότι, όπως το έχει θέσει ο Αλέν Μπαντιού [Alain Badiou], ο καπιταλισμός ουσιαστικά δεν είναι ένας αυτόνομος πολιτισμός, με ένα ιδιαίτερο τρόπο νοηματοδότησης της ζωής. Ο καπιταλισμός είναι η πρώτη κοινωνικοοικονομική τάξη πραγμάτων που αποολοποιεί το νόημα· δεν είναι παγκόσμιος στο επίπεδο του νοήματος (δεν υπάρχει παγκόσμια «καπιταλιστική κοσμοθεωρία», δεν υπάρχει καθαυτό «καπιταλιστικός πολιτισμός»· το πρωταρχικό δίδαγμα της παγκοσμιοποίησης είναι ακριβώς ότι ο καπιταλισμός μπορεί να συμβαδίσει με όλους τους πολιτισμούς, από τον χριστιανικό μέχρι τον ινδουιστικό και τον βουδιστικό). Η παγκόσμια διάσταση του καπιταλισμού μπορεί να υποστηριχθεί μόνο στο επίπεδο της αλήθειας -χωρίς- νόημα, ως το «Πραγματικό» του μηχανισμού της παγκόσμιας αγοράς. Το πρόβλημα είναι ένα πρόβλημα νοήματος, και εδώ ακριβώς είναι που η θρησκεία επανεφευρίσκει σήμερα το ρόλο της, ανακαλύπτοντας εκ νέου την αποστολή της, ως ο παράγοντας ο οποίος εγγυάται μια ζωή με νόημα σε αυτούς που μετέχουν στην άνευ νοήματος λειτουργία της καπιταλιστικής μηχανής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου