Οι νιφάδες του χιονιού έπεφταν έξω από το παράθυρο και ο αέρας λυσσομανούσε, σπάζοντας μερικά αδύναμα κλαδιά. Η οικογένεια κοιμόταν στο πάνω πάτωμα. Ένας θόρυβος, σαν ένα σακί πέτρες να κατρακύλησε, ακούστηκε από το κάτω πάτωμα. Ο πατέρας σηκώθηκε και αφού καθησύχασε την γυναίκα του, ότι δεν συμβαίνει τίποτα κι ότι θα πάει να δει τι συνέβη, σηκώθηκε σιγά-σιγά και έκλεισε την πόρτα πίσω του.
Τα παιδιά κοιμόνταν στο διπλανό δωμάτιο και το τελευταίο που θα ήθελε, θα ήταν να ξυπνήσουν. Κατέβηκε τις σκάλες, όταν ένας ακόμη θόρυβος, τον ανάγκασε να σταματήσει 3 σκαλιά πριν φτάσει κάτω για να αφουγκραστεί. Πέρασαν δευτερόλεπτα απόλυτης σιγής και συνέχισε να κατεβαίνει. Το δέντρο ήταν στολισμένο στο σαλόνι και τα λαμπάκια του χρωμάτιζαν σε διάφορους τόνους τους τοίχους. Tα δώρα ήταν ακριβώς από κάτω, μέσα σε μεγάλα κουτιά και γυαλιστερές συσκευασίες.