Νομίζω ώρες ώρες ότι η σπίθα δεν μπορεί να ‘ναι άλλοι παρά εμείς… Μόνο εμείς οι άστεγοι πιστεύουμε σε κάτι, αλλά τρομάζω καμιά φορά τις νύχτες όταν σκέφτομαι…
ότι ίσως είμαστε οι μόνοι που προσευχόμαστε σ’ αυτόν τον κόσμο που όλα αγοράζονται και πουλιούνται πια αναγκαστικά, για να μπορέσουν να υπάρξουν.
Εμείς οι άστεργοι είμαστε κατατρεγμένοι γιατί χαλάμε τη μόστρα, μας κυνηγά ο δήμαρχος, η αστυνομία, ο καταστηματάρχης, η κυριούλα και ο κουστουμάτος, γιατί υπάρχουν κι αυτοί, ναι, ακόμα και σήμερα, πλάι μας, περνάνε κάθε μέρα, μόνο που είναι το βλέμμα τους άλλο, όχι αυτό που ξέραμε εμείς κάποτε.
Δυο κόσμοι, δυο κόσμοι, λοιπόν, αυτό γίναμε. Πώς μπορεί εκείνοι να είναι η σπίθα; Εμείς όμως μπορούμε, ναι, εμείς οι τελευταίοι, οι πιο δυστυχισμένοι. Αν δε είμαστε εμείς, ποιοι τότε ;
Αχ, να μην πονούσαμε μόνο, γιατί δεν είναι μόνο το κρύο, το φαΐ, το νερό και καμιά κλωτσιά απο κανένα περαστικό – καμιά φορά είναι και κανένας νεαρός που μέθυσε – που πονάνε όπως νομίζουν όσοι δεν μας ξέρουν και όσοι δεν είναι στη θέση μας…
Ο πιο μεγάλος πόνος είναι αυτός που κάνει η ψυχή και μετά πονά το σώμα, πονά αληθινά, κι αυτός είναι ο πιο μεγάλος πόνος. Τα ζώα στην πόλη καμιά φορά όταν κάνει πάρα πολύ κρύο θα πλαγιάσουν πλάι μας, από ανάγκη πες το, από αγάπη, δεν ξέρω, όμως θα πλαγιάσουν. Αυτοί οι άνθρωποι όμως ποτέ, μα ποτέ δεν θα πλαγιάσουν πλάι μας γιατί φοβούνται ότι θα βρωμάμε, ενώ βρωμάνε αυτοί από χιλιόμετρα μίσος και απανθρωπιά, μια μυρωδιά μη ανθρώπινη, μια μυρωδιά όχι ζώου, γιατί τα ζώα μυρίζουν υπέροχα, είναι η μυρωδιά του πρωτόγονου ανθρώπου που ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός ξαναδημιουργεί!
(Σημείωση Ημερολογίου: Αφήσαμε τη λέξη “άστεργοι” όπως ήταν γραμμένη, πιθανότατα εκ λάθους. Άστεργοι, λοιπόν.)
ότι ίσως είμαστε οι μόνοι που προσευχόμαστε σ’ αυτόν τον κόσμο που όλα αγοράζονται και πουλιούνται πια αναγκαστικά, για να μπορέσουν να υπάρξουν.
Εμείς οι άστεργοι είμαστε κατατρεγμένοι γιατί χαλάμε τη μόστρα, μας κυνηγά ο δήμαρχος, η αστυνομία, ο καταστηματάρχης, η κυριούλα και ο κουστουμάτος, γιατί υπάρχουν κι αυτοί, ναι, ακόμα και σήμερα, πλάι μας, περνάνε κάθε μέρα, μόνο που είναι το βλέμμα τους άλλο, όχι αυτό που ξέραμε εμείς κάποτε.
Δυο κόσμοι, δυο κόσμοι, λοιπόν, αυτό γίναμε. Πώς μπορεί εκείνοι να είναι η σπίθα; Εμείς όμως μπορούμε, ναι, εμείς οι τελευταίοι, οι πιο δυστυχισμένοι. Αν δε είμαστε εμείς, ποιοι τότε ;
Αχ, να μην πονούσαμε μόνο, γιατί δεν είναι μόνο το κρύο, το φαΐ, το νερό και καμιά κλωτσιά απο κανένα περαστικό – καμιά φορά είναι και κανένας νεαρός που μέθυσε – που πονάνε όπως νομίζουν όσοι δεν μας ξέρουν και όσοι δεν είναι στη θέση μας…
Ο πιο μεγάλος πόνος είναι αυτός που κάνει η ψυχή και μετά πονά το σώμα, πονά αληθινά, κι αυτός είναι ο πιο μεγάλος πόνος. Τα ζώα στην πόλη καμιά φορά όταν κάνει πάρα πολύ κρύο θα πλαγιάσουν πλάι μας, από ανάγκη πες το, από αγάπη, δεν ξέρω, όμως θα πλαγιάσουν. Αυτοί οι άνθρωποι όμως ποτέ, μα ποτέ δεν θα πλαγιάσουν πλάι μας γιατί φοβούνται ότι θα βρωμάμε, ενώ βρωμάνε αυτοί από χιλιόμετρα μίσος και απανθρωπιά, μια μυρωδιά μη ανθρώπινη, μια μυρωδιά όχι ζώου, γιατί τα ζώα μυρίζουν υπέροχα, είναι η μυρωδιά του πρωτόγονου ανθρώπου που ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός ξαναδημιουργεί!
(Σημείωση Ημερολογίου: Αφήσαμε τη λέξη “άστεργοι” όπως ήταν γραμμένη, πιθανότατα εκ λάθους. Άστεργοι, λοιπόν.)
Πολυμένης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου