Καβαφική ατμόσφαιρα στην πόλη μας.
Είχαμε μάθει ότι θα έρθουν 1500 αναρχικοί με κουκούλες, για να εκδικηθούν για τα 4 παιδιά που λήστεψαν μερικές τράπεζες στην κωμόπολη του Βελβενδού και που οι αστυνομικοί τους πιάσανε στα σοκάκια της Βέροιας και τους ξυλοφόρτωσαν.
1500 Αναρχικοί! Κουκουλοφόροι! Αυτό και αν ήταν γεγονός για την μονότονη και ετεροπροσδιοριζόμενη ζωή της πόλη μας. Δεν είχαμε δει ποτέ κουκουλοφόρους εδώ. Και να, που τώρα θα έρθουν.
Θα γίνουν μεγάλα γεγονότα σκέφτηκα/σκεφτήκαμε μια παρέα, με… χρέη στις τράπεζες… Οι ποιο πονηροί σκέφτηκαν ότι μπορούσαν να τις κάψουν, να γλυτώσουμε από τα χρέη. Ίσως είναι κάποια λύση για μας αυτοί οι κουκουλοφόροι.
Και να, η μέρα έφτασε. Σάββατο πρωί. Η πόλη ανάστατη αλλά και γαλήνια. Τα μαγαζιά κλείσανε σχεδόν όλα. Είπανε ότι τους φόβισε η αστυνομία. Ένας στην παρέα μας το διέψευσε. “Το έκλεισα μόνος μου, σάμπως πουλάω και τίποτα”.
Οι τράπεζες φυλαγμένες καλά με ασημένιες γκλαβανές και αστυνομικούς.
Οι καφετερίες, τα τυροπιτάδικα και τα ζαχαροπλαστεία όλα ανοιχτά και πανέτοιμα.
Είχαμε μάθει ότι οι αναρχικοί θα διάβαιναν την οδό Μητροπόλεως. Εκεί γίνονται οι παρελάσεις και ξέρουμε ποιες είναι οι καλές θέσεις. Ο κόσμος ντυμένος στα καλά του. Οι δημοτικοί σύμβουλοι και άλλοι άρχοντες (τρομάρα τους) είχανε πιάσει τις καλλίτερες θέσεις στις καφετερίες που ήταν όλες γεμάτες κόσμο. Πολλές κυρίες και νεολαίοι ανακατεμένοι με απογοητευμένους πασόκους και νεοδημοκράτες, περίμεναν ότι κάτι θα συμβεί. Και αυτοί που εκ των προτέρων αναθεμάτιζαν τους αναρχικούς κάτι ήλπιζαν από αυτούς. Αρκεί να έρχονταν.
Και να, οι αναρχικοί φάνηκαν στο βάθος του δρόμου. Η πορεία τους πρωτόγνωρη, επιβλητική, μυστηριακή.
Ένα παιδάκι στην καφετερία μας, ανήγγειλε έμμεσα ότι η πορεία έφτασε στο μέρος μας. “Γιαγιά-γιαγιά να ένας κουκουλοφόρος” . Το είπε σαν να έβλεπε τον Μέσι. Η γιαγιά μπορεί να μην ήξερε τι εστί Μέσι αλλά τι εστί κουκουλοφόρος σίγουρα το έμαθε από το Μέγκα. Γι’ αυτό επιτάχυνε την έξοδο από την καφετερία και την καβαφική ατμόσφαιρα, ψιθυρίζοντας στον εγγονό της: “πάψε θα μας ακούσουν”. Εμείς εν τω μεταξύ πεταχτήκαμε έξω από την καφετερία.
Μπροστά πήγαινε ένα τροχοφόρο της αστυνομίας και αμέσως μετά μοτοσικλετιστές της περίφημης ομάδας ΔΙΑΣ. Έπειτα βάδιζαν, με ρυθμικό βήμα, σε παράταξη Επιταφίου, διμοιρίες των ΜΑΤ· σινιαρισμένοι και επιβλητικοί. Ανάμεσά τους η σημαντικότερη ατραξιόν της πόλης μας τα όμορφα “αδέσποτά ” της.
Μερικά μέτρα πιο πίσω παρέλαυνε κάτι σαν διμοιρία των αναρχικών με πέτσινες μαύρες στολές, κουκούλες και ρόπαλα.. Ένιωσα μια ανατριχίλα…
Ποιο πίσω μερικοί γεροδεμένοι κουκουλοφόροι κρατούσαν ένα τεράστιο μαύρο πανό που έγραφε το κεντρικό σύνθημα με άσπρα γράμματα. ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΜΟΝΟΙ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΕΣ. Είπα στο διπλανό μου: γιατί το λένε αυτό; για να το μάθουμε εμείς ή για να δείξουν σε μας ότι μάθανε και αυτοί αυτό που μάθαμε παλαιότερα εμείς; Μου μουρμούρισε κάτι σαν … “ξεχνάν ότι το κράτος είναι νόμιμη τρομοκρατία”.
Ακολουθούσαν μετά οι αναρχικοί, καμιά χιλιάδα υπολόγισα. Δεν περίμενα τόσους πολλούς. Άλλοι με κουκούλες και άλλοι χωρίς. Οι χωρίς κουκούλα μου φάνηκαν συμπαθητικές φάτσες, πολύ νέοι, συνοδευμένοι ενίοτε από γλυκές κοπελίτσες· και με τη φραπεδιά στο χέρι. Που και που κανένας Βεροιώτης. Την ανατριχίλα τώρα την αντικατέστησε η απογοήτευση. Δεν βλέπω να γίνεται τίποτα…αυτοί δεν έχουν στόφα βαρβάρου…πολύ τάξη για αναρχία. Η απογοήτευση μεγάλωνε όσο η πορεία πήγαινε προς το τέλος της. Δεν έβλεπα πουθενά τηλεοπτικά κανάλια. Πως μπορούσε να γίνει κάτι χωρίς αυτά;
Όταν έχεις χρέη το μυαλό παίρνει ανάποδες. Ίσως φανούν οι χρυσαυγίτες σκέφτηκα με κακεντρέχεια.
Και να η πορεία έφτασε στο τέλος της, με μια ακόμη ομάδα αναρχικών με ρόπαλα αλλά χωρίς κουκούλες, που ψιλοκουβέντιαζαν με ντόπιους γνωστούς τους αλλά και με αστυνομικούς που έκλειναν την πορεία.
Και πίσω από όλο αυτό τα συμπαγές σώμα αστυνομικών και αναρχικών ακολουθούσαν καμιά εκατοστή ακόμη, κάτι σαν πατεράδες που ανησυχούσαν για τα παιδιά τους, κάτι σαν μαγαζάτορες που φοβόντουσαν για τα μαγαζιά τους, κάτι σαν περίεργοι που ήθελαν να γίνουν μάρτυρες καμιάς φασαρίας για να έχουν να λένε… δεν κατάλαβα τι ήταν.
΄Αστα-βράστα· σε λίγο όλοι τους έστριψαν στην οδό Εληάς και οι ελπίδες για καμιά…βαρβαρότητα χάθηκαν. Μετά από 10 λεπτά όμως ξαναγύρισαν, φωνάζοντας συνθήματα όπως: ΛΗΣΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΕΣ, ανανεώνοντας για λίγες στιγμές ακόμη τις μύχιες προσδοκίες μας.
Είχαν διανύσει παραπάνω από χίλια μέτρα . Η ώρα ήταν περασμένες μία· λίγο πολύ όλοι πεινάσαμε. Αυτοί κατευθύνθηκαν στην πλατεία Ωρολογίου όπου τους περίμεναν τα λεωφορεία για να φύγουν και εμείς ξεκινήσαμε, με αργό βήμα, για τα σπίτια μας. Λίγο πριν μπω στο σπίτι μου μια παρέα νεαρών, που είχε ακολουθήσει τους αναρχικούς μέχρι το τέλος, σχολίαζε με σκωπτικότητα. “Αυτοί ρε μάζεψαν και τα σκουπίδια της πλατείας…τι σόι αναρχικοί ήταν”.
Η γυναίκα μου περίμενε· ανησυχούσε, τάχα, μην μπλέξω. –΄Ηρθαν οι αναρχικοί; με ρώτησε. Ήρθαν της είπα. – Έκαναν τίποτα; ξαναρώτησε με προσδόκιμο ενδιαφέρον. – Έκαναν μια… συντεταγμένη διαδήλωση, ψέλλισα, μετακυλίοντας και σ’ αυτήν τις συναισθηματικές μου αντιφάσεις.
Στην πόλη μας αυτήν την φορά ήρθαν οι “βάρβαροι” αλλά δεν κάνανε βαρβαρότητες. Και τώρα τι θα κάνουμε με τους τραπεζίτες;
.
Δημήτρης Μάρτος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου