Σήμερα το πρωί σηκώθηκα και ένιωθα όλοι να με κοιτάζουν. Στην αρχή νόμιζα πως ήταν ιδέα μου, αλλά μετά άρχισε να γίνεται ενοχλητικό. Έμπαινα στο μετρό, σε μαγαζιά, περπατούσα στην κεντρική πλατεία και αισθανόμουν τα βλέμματα να με χαιδεύουν, να με δαγκώνουν, να με τρυπάνε, να με γαργαλάνε, να διαλύουν με οξύ το δέρμα μου, να καίνε τα ρούχα μου. Ένα παράξενο σύγκρυο διαπέρασε την ραχοκοκαλιά μου όταν μπήκα σπίτι.
Πήγα στο λουτρό να ρίξω νερό στο πρόσωπό μου. Κοίταξα στον καθρέφτη. Δεν ήμουν εκεί. Τι σημαίνει αυτό; Δεν υπήρχε ειδωλό μου στον καθρέφτη. Μου πέρασε η σκέψη πως θα είναι χλασμένος ο καθρέφτης. Μα τι τρέλες σκέφτομαι! Πως μπορεί ένας καθρέφτης να χαλάσει όταν δεν είναι καν σπασμένος; Έτρεξα στον άλλο καθρέφη που έχω στην κρεβατοκάμαρα. Άναψα το φως γιατί στο σκοτάδι δεν μπορούσε να φανεί τίποτα. Κι εκεί απουσίαζα. Δεν το είχαν το πρόβλημα οι καθρέφτες, αλλά εγώ. Προσπαθούσα να καταλάβω τι συνέβαινε, τι είχα κάνει την προηγούμενη μέρα. Στο μυαλό μου μόνο ένα απέραντο λευκό.
Θυμήθηκα την προηγούμενη βραδιά που πήγαμε με έναν φίλο μου και δυο κοπέλες που γνωρίσαμε σε μια τσιγγάνα δήθεν μέντιουμ. Μετά όμως; Τίποτα! Κενό! Το πιο παράξενο συνέβη όταν πήγα να ανοίξω την πόρτα του σπιτιού για να βγω το βράδυ. Ένας μαύρος τοίχος ήταν χτισμένος μπροστά της! Δεν μπορώ να βγω από το σπίτι μου σήμερα!
Το πιο παράξενο όμως όλων, είναι ότι δεν είχα ίσκιο πουθενά! Ούτε στους τοίχους, ούτε στο πάτωμα πέφτει τίποτα, ενώ έκανα το εξής πείραμα: Άναψα όλα τα πορτατίφ και δοκίμασα να κάνω παιχνίδια με τα χέρια μου και πάλι τίποτα! Ο ίσκιος μου έχει εξαφανιστεί. Και τις τελευταίες ώρες χάνω κιλά κι εμφανίζονται συνεχώς νέα πράγματα πάνω στο σώμα μου. Πριν από λίγο φορούσα ένα ινδιάνικο φυλακτό στον λαιμό και αντικαταστάθηκε από έναν σταυρό. Δεν μπορώ να καταλάβω αν είμαι ξύπνιος ή ονειρεύομαι. Σίγουρα κάτι αλλόκοτο συμβαίνει κι εγώ είμαι παγιδευμένος. Άνοιξα πριν λίγο τα παράθυρα και ο μαύρος τοίχος εμφανίστηκε και σε αυτά!
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Κάθισε πίσω στο σκαμπό και έπιασε το χαρτί. Ο διευθυντής σύνταξης μπήκε στο δωμάτιο. “Θέλω το κόμικ έτοιμο σε μία ώρα, πρέπει να κλείσει το περιοδικό!”. Ξαναπήρε το χαρτί στα χέρια του. Πρώτη φορά δεν ήξερε τι να κάνει με ήρωα και ιστορία που σχεδίαζε.
Είχε καταλάβει πως έκανε τραγικά λάθη στον σχεδιασμό. Μέχρι και τον ίσκιο του χαρακτήρα είχε ξεχάσει να φτιάξει, ενώ είχε σχεδιάσει νευρικά με το μαύρο μολύβι γύρω από τα καρέ επίμονα, λες και τα είχε μουτζουρώσει. “Η δουλειά μ’ έχει εξουθενώσει…” σκέφτηκε. Με βιασύνη έσκισε το χαρτί. Μια κραυγή ακούστηκε σαν από μακριά. “Πράγματι η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη…” μουρμούρησε, χρειάζομαι διακοπές. Πέταξε τα σκίτσα στον καταστροφέα εγγράφων και ανέσυρε από το συρτάρι του μια παλιά ιστορία.
“Ποιος θα την θυμάται μετά από τόσα χρόνια;”………………
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου