Αφιέρωμα στη διπλή επέτειο του Βασίλη Τσιτσάνη
"H αριστοκρατία των Τρικάλων με κορόιδευε, γιατί ήμουν κακοντυμένος και έπαιζα μπουζούκι. Πολλές φορές με προσβάλανε και με κάνανε να ντρέπομαι πολύ. Εγώ όμως τους εκδικήθηκα με τις μετέπειτα επιτυχίες μου. Όλοι αυτοί που με κοροϊδεύανε τότε, έρχονταν στα κέντρα που δούλευα και πετάγανε τα πλούτη τους στα πόδια μου για ένα τραγούδι...".
Γεννήθηκε στα Τρίκαλα από γονείς Ηπειρώτες. Τσαρουχάς ο πατέρας του, είχε ένα μαντολίνο με το οποίο έπαιζε σχεδόν αποκλειστικά κλέφτικα τραγούδια της πατρίδας του. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Στα 11 χρόνια του χάνει τον πατέρα του και μόνον τότε πέφτει στα χέρια του το μαντολίνο - το οποίο στο μεταξύ έχει μετατραπεί από κάποιον ντόπιο οργανοποιό σε μπουζούκι. Στα γυμνασιακά του χρόνια στα Τρίκαλα μαθαίνει παράλληλα βιολί, συμμετέχοντας με αυτό σε τοπικές εκδηλώσεις. Το μπουζούκι όμως, αν και χωρίς κοινωνική καταξίωση στη μικρή τοπική κοινωνία, τραβάει περισσότερο το ενδιαφέρον του. Τα πρώτα του τραγούδια τα γράφει σε ηλικία 15 χρονών. Στα τέλη του 1936 φεύγει από τα Τρίκαλα για την Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει νομικά…
Ο Τσιτσάνης στάθηκε στο σταυροδρόμι, εκεί που φυσούσαν άνεμοι από Ανατολή και Δύση, μόνος με το μπουζούκι στο χέρι... Άνοιξε την καρό βαλίτσα του και ξεπήδησαν από μέσα το χάδι της μάνας του, που τον ξύπνησε αξημέρωτα ακόμα για να φύγει ταξίδι, η ορφάνια του και η φτώχεια του, η μορφή του φίλου που «έφυγε» νωρίς, η μελαγχολία του κυριακάτικου απογεύματος στα Τρίκαλα, οι εικόνες της μάγισσας Θεσσαλονίκης, η «αρχόντισσα» που εκτέλεσαν οι Γερμανοί καταμεσής στην Αθήνα, τα σκοτωμένα παιδιά που έγραφαν συνθήματα στους τοίχους, η μαγκιά του Στράτου, η αρχοντιά του Τσαουσάκη, η αυστηρή μορφή της Σωτηρίας Μπέλλου, το «αράπικο λουλούδι» που άκουγε στο όνομα Στέλλα Χασκήλ και η «Αρμένισσα», η Μαρίκα Νίνου, που ξεσήκωνε τον κόσμο...
Σε μια ακρογιαλιά τα καβουράκια σκουπίζουν τα δάκρυά τους και ένα τρένο σφύριζε κάπου μακριά, σαν αποχαιρετισμός στην αγκαλιά της μάνας και σαν κλείσιμο του ματιού στους μάγκες που είχαν καθίσει γύρω από τις φωτιές... Εικόνες, αναμνήσεις, όνειρα, πίκρες, γλέντια... Τα πήρε όλα τούτα και τα 'βαλε στο μπουζούκι του. Από μικρό παιδί, που πρωτοέπιασε το μπουζούκι του πατέρα του, μάτωσε τα χέρια του για να γράψει τα συγκλονιστικά τραγούδια στα οποία περιγράφει την καθημερινή βιοπάλη, την ξενιτιά, την κοινωνική αδικία, αλλά και το γλέντι της ζωής, τον πόνο του έρωτα και τη γυναίκα. Τραγούδια ολοζώντανες εικόνες μιας εποχής...
Αντάρτικο - φυλακές - εμφύλιος
Για μια κόρη ξελογιάστρα
Στίχοι: Βασίλης Τσιτσάνης
Μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης
Ερμηνεύουν: Πρόδρομος Τσαουσάκης-Βασίλης Τσιτσάνης
Χτίζουν και γκρεμίζουν κάστρα
σ' ένα γλέντι φοβερό
για μια κόρη ξελογιάστρα
κι αν χαθεί που θα τη βρω
Δρόμο παίρνω δρόμο αφήνω
σε βουνά και σε γκρεμό
κι όμως ζω να τυραννιέμαι
στο δικό της τον καημό
Μου την άρπαξε η μοίρα
μια βραδιά στο χαλασμό
θα τη βρω και θα την πάρω
το 'χω βάλει πια σκοπό
Ο ίδιος «αποκρυπτογραφεί»: «Το τραγούδι αυτό φαίνεται να εκφράζει τον ψυχικό σπαραγμό μιας τραγικής εποχής. Είναι από εκείνα που έβαλα αλληγορικά λόγια, για να μπορέσει να περάσει απ' τη λογοκρισία. Σ' αυτό που μιλάω για μια κόρη ξελογιάστρα εννοώ την πατρίδα μας...».
Κάνε λιγάκι υπομονή
Στίχοι: Βασίλης Τσιτσάνης
Μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης
Ερμηνεύουν: Σωτηρία Μπέλλου-Βασίλης Τσιτσάνης
Μην απελπίζεσαι και δε θ' αργήσει
κοντά σου θα 'ρθει μια χαραυγή
καινούργια αγάπη να σου ζητήσει
κάνε λιγάκι υπομονή
Διώξε τα σύννεφα απ' την καρδιά σου
και μες το κλάμα μην ξαγρυπνάς
τι κι αν δε βρίσκεται στην αγκαλιά σου
θα 'ρθει μια μέρα μην το ξεχνάς
Γλυκοχαράματα θα σε ξυπνήσει
και ο έρωτας σας θ' αναστηθεί
καινούργια αγάπη θα ξαν' αρχίσει
κάνε λιγάκι υπομονήΤο τραγούδι του Τσιτσάνη «Κάποια μάνα αναστενάζει», παρόλο που προσπάθησε να κρυφτεί πίσω από την αλληγορία του, δεν κατάφερε να ξεφύγει από τη λογοκρισία. Απαγορεύτηκε η εκτέλεσή του διότι, όπως ανέφερε το κείμενο της αστυνομικής ανακοίνωσης: «Εχει αλληγορικήν σημασίαν εξ ου δύνανται να δημιουργηθούν αντεγκλήσεις, επεισόδια και διασάλευσις της τάξεως». Μάλιστα, στη Μακρόνησο οι Αλφαμίτες (Αστυνομία Μονάδος) διέλυαν βίαια τις παρέες των εξόριστων φαντάρων, που τραγουδούσαν αυτό το τραγούδι:
Κάποια μάνα αναστενάζει
Στίχοι: Μπάμπης Μπακάλης
Μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης
Ερμηνεύουν: Στέλλα Χασκίλ-Μάρκος Βαμβακάρης-Βασίλης Τσιτσάνης,
Κάποια μάνα αναστενάζει
μέρα νύχτα ανησυχεί
το παιδί της περιμένει
που έχει χρόνια να το δει
Πάνω στην απελπισιά της
κάποιος την πληροφορεί
ότι ζει το παλικάρι
και οπωσδήποτε θα ΄ρθει
Με υπομονή προσμένει
και λαχτάρα στην καρδιά
ο λεβέντης να γυρίσει
απ' τη μαύρη ξενιτιά
Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, τα βουνά είχαν επιφορτιστεί συγκεκριμένο σημειολογικό χαρακτήρα, ήταν σύμβολο της Αντίστασης και των ανταρτών. Μετά τον Εμφύλιο οι συμβολισμοί παραμένουν και ο Βασίλης Τσιτσάνης, γράφει: «Γλυκοχαράζουν τα βουνά μα εγώ τα βλέπω σκοτεινά»:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου