Το “Ατσάλι του Κόμματος”
του Κωστή Χατζημιχάλη
[Αναδημοσίευση]
Αυτή ήταν η ονομασία του τεράστιου, για τα αλβανικά δεδομένα, εργοστασίου σιδηρουργίας στο Ελμπασάν. Κατασκευασμένο τη δεκαετία του 1960, ακολουθώντας τα σοβιετικά πρότυπα των «κομπινάτ» (μεγάλα συγκροτήματα καθετοποιημένων βιομηχανικών μονάδων), στέκει σήμερα ερειπωμένο, ξεχασμένο και λεηλατημένο. Ένα τμήμα του έχει αγοραστεί από τη τουρκική διεθνική Kürüm, έχει εκσυγχρονιστεί και λιώνει σκραπ για την παραγωγή σιδήρου για τις οικοδομές, του πιο γοργά αναπτυσσόμενου κλάδου στη σημερινή Αλβανία. Λιώνει όμως και τμήματα του εξοπλισμού του παλιού «κομπινάτ», συμβολίζοντας έτσι με το πιο άμεσο τρόπο το τέλος της κομμουνιστικής περιόδου.
Το «Ατσάλι του Κόμματος» ήταν επί «υπαρκτού» το σύμβολο της αλβανικής εργατικής τάξης, με 7-12.000 εργαζόμενους και εργαζόμενες που δούλευαν σε τρεις βάρδιες. Ήταν το μεγαλύτερο εργοστάσιο της χώρας και ένα από τα μεγαλύτερα αντίστοιχα της Ευρώπης: 12 φορές μεγαλύτερο από τη δική μας «Χαλυβουργική», σε μια μικρή χώρα που ποτέ δεν ανέπτυξε σημαντικά άλλους συγγενείς κλάδους και δεν κατόρθωσε να κάνει εξαγωγές λόγω της πολιτικής απομόνωσης και της χαμηλής ποιότητας των προϊόντων. Σήμερα κομμουνιστές πρώην πολιτικοί, όπως ο Ραμίζ Αλία, αναγνωρίζουν το λάθος, όμως τότε η πίστη στον σοβιετικό προγραμματισμό, στη προτεραιότητα της βαριάς βιομηχανίας και στην αξιοποίηση των ορυκτών βρίσκονταν στο απυρόβλητο. Μέχρι τη ρήξη με τους Σοβιετικούς το 1962.
Οι σύντροφοι σοβιετικοί μηχανικοί έφυγαν λίγο πριν λειτουργήσει το εργοστάσιο, παίρνοντας μαζί τους όλα τα σχέδια και τις οδηγίες και πριν εκπαιδεύσουν το προσωπικό. Το ΚΚΑ έμεινε στο Ελμπασάν με ένα ημιολοκληρωμένο τεράστιο συγκρότημα που δεν μπορούσε να το λειτουργήσει, όπως συνέβη και σε άλλες πόλεις με εργοστάσια σχεδιασμένα από τους Σοβιετικούς. Ο Εμβέρ Χότζα, μετά την πολιτική στροφή προς την Κίνα, ζήτησε βοήθεια από τους νέους συντρόφους, οι οποίοι έστειλαν μηχανικούς και εργοδηγούς και το 1963 γιορτάστηκε η πλήρης λειτουργία της μεγάλης μονάδας.
Το Ελμπασάν, πριν το επισκεφτώ, το γνώριζα μόνο από το ομότιτλο ποίημα του Νικόλαου Εγγονόπουλου στα Κλειδοκύμβαλα της σιωπής. «Το Ελμπασσάν είναι μία πόλις μεγάλη», γράφει ο Εγγονόπουλος, «όπου μπορώ ναν την περιγράψω λεπτομερέστατα λέγοντας για ένα τραγούδι –σε άγνωστη, βέβαια, γλώσσα– πάνω σε τρεις νότες που επανέρχονται ατέλειωτα, μονότονα, πάντα οι ίδιες, από το πρωί ίσαμε το βράδυ, στη φλογέρα που παίζει ο τυφλός επαίτης στη γωνιά του δρόμου…». Δεν γνωρίζω αν το είχε επισκεφτεί ο ποιητής και ζωγράφος. Το τραγούδι στην άγνωστη γλώσσα ήταν για μένα τα αλβανικά, και αισθανόμουν μια ενδόμυχη ενοχή όταν οι «Άλλοι» στην πατρίδα τους μιλούσαν με άνεση τη δική μου γλώσσα. Όμως η σημερινή εικόνα της πόλης δεν αντιστοιχεί στις περιγραφές του ποιητή, με εξαίρεση το οθωμανικό φρούριο –στα ίχνη ρωμαϊκού στρατοπέδου για τη φύλαξη της Εγνατίας– και την αντίστοιχη γειτονιά με τις λίγες παλιές κατοικίες. Είναι όμως μια «μεγάλη» πόλη με 80.000 περίπου κατοίκους, που αντιγράφει με επιμέλεια τα κακέκτυπα των ελληνικών επαρχιακών πόλεων. Ακόμη και τα οικοδομικά υλικά είναι από την Ελλάδα: παντού μαγαζιά με ελληνικές μπογιές, μονωτικά, τσιμέντα, ασφαλτόπανα, πινέλα, εργαλεία, μικρές μπετονιέρες, ακόμη και τα φτυάρια και οι τσάπες είναι από την Ελλάδα, στην πόλη που ήταν κάποτε το «Ατσάλι του Κόμματος».
Το σβήσιμο της βιομηχανικής παράδοσης μετά το 1991 συνοδεύτηκε από την πολιτική και πολιτισμική κάθαρση κάθε σοσιαλιστικής κοινωνικής υποδομής και η χώρα μετατράπηκε σε «χώρα μετάβασης», δηλαδή σε βίαιο καπιταλισμό με τις γνωστές επιπτώσεις της ακραίας φτώχειας και της αναγκαστικής μετανάστευσης. Μετά το κλείσιμο της μεγάλης βιομηχανίας και των άλλων παραγωγικών μονάδων της περιοχής, κάθε οικογένεια είχε 2-4 άτομα μετανάστες, γιατί ο Χότζα είχε επιβάλλει «πολλά παιδιά για τη μεγάλη Αλβανία». Οι εργατικές πολυκατοικίες εγκαταλείφθηκαν στη τύχη τους μετά τις ιδιωτικοποιήσεις, τα αυθαίρετα πλημμύρησαν τη πόλη και τις ταράτσες, οι ισόγειες κατοικίες μετατράπηκαν σε μαγαζιά. Παντού πωλούνται τα πάντα μεταχειρισμένα: κυρίως ρούχα και παπούτσια αλλά και ηλεκτρικές συσκευές, εργαλεία, κινητά, βιβλία. Απέμειναν, ευτυχώς, τα μεγάλα πάρκα όπου δεκάδες παρέες ανδρών κάθε ηλικίας παίζουν όλη τη μέρα ντόμινο, σκάκι και χαρτιά γύρω από ένα χαρτόκουτο.
Το μεροκάματο του ανειδίκευτου εργάτη είναι 500 λεκ, περίπου 7 ευρώ, ένα κιλό ντομάτες έχει 50 λεκ και ένας καφές 60, οι δουλειές λιγοστές, η φτώχεια διάχυτη. Όλοι μιλούν για επερχόμενη κρίση παρά την ετήσια αύξηση κατά 4,5% του ΑΕΠ το τελευταίο χρόνο. Όμως στις παρυφές της πόλης λειτουργούν δυο ιδιωτικά πανεπιστήμια (στα Τίρανα 20!), ένα μεγάλο ιδιωτικό νοσοκομείο και πολλές εγκαταστάσεις με πισίνες και τα συναφή για τέλεση γάμων. Μετά την κοινωνική ισοπέδωση του «υπαρκτού», η τοπική κοινωνία βιώνει σήμερα τις πιο ακραίες κοινωνικές ανισότητες.
Το σύμβολο της κοινωνικής ανόδου είναι αναμφισβήτητα τα αυτοκίνητα μερσεντές, στη πλειοψηφία τους μεταχειρισμένα: δεν έχω δει πουθενά αλλού τόσα πολλά. Με μερσεντές κινούνται πλέον τα μεσαία και ανώτερα στρώματα. Με κάποιο αντίστοιχο θα είχαν μεταφέρει σήμερα από το αεροδρόμιο των Τιράνων στο Ελμπασάν τον Εγγονόπουλο, ώστε να μην χρειαστεί να «πηδήξει τις φωτιές του Αϊ-Γιαννιού», όπως γράφει: «…μια μέρα όπου είχα ζήσει μακριά από τα πουλιά, πήδηξα, σα βράδιασε, τις φωτιές που είχαν ανάψει σε μιαν οποιαδήποτε λαϊκή γειτονιά των Αθηνών, με το βαθύ πόθο της Αλβανίας μέσ’ στην καρδιά μου. Πήδηξα μια, πήδηξα δυο. Τίποτες. Την τρίτη φορά βρέθηκα απότομα στο Ελμπασσάν».
O Κωστής Χατζημιχάλης διδάσκει οικονομική γεωγραφία και περιφερειακή ανάπτυξη στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο
Αναδημοσίευση από τα ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου