Σήμερα σε μια βόλτα που έκανε στην Αθήνα, σε κάθε στροφή του δρόμου από την Ομόνοια στην Κάνιγγος, και από εκεί μέχρι τη Βουλής, σε όποιο σημείο και αν κοίταγε συναντούσε ένα χέρι με ένα κυπελλάκι παρατεταμένο. Χέρι μαύρο, χέρι λευκό, χέρι μελαψό, χέρι γέρικο, χέρι νεανικό, πάντα ένα χέρι σε ικεσία. Περνώντας από μπροστά του κάθε φορά το μυαλό του πήγαινε να βάλει το χέρι στην τσέπη, αλλά δεν προλάβαινε.
Δεν ήθελε να σταθεί μπροστά του και να ψάχνει το πορτοφόλι του. Έπρεπε να έχει κάτι στο χέρι και να το δώσει χωρίς να σταθεί. Το να σταθεί μπροστά του του έφερνε μια δυσφορία. Δυσφορία, ντροπή, δεν ήθελε από ντροπή. Αυτή η κίνηση όσο χριστιανική και αν φαινόταν ντρόπιαζε και τους δυο και εκείνο και τον επαίτη. Τις περισσότερες φορές περνούσε χωρίς να δίνει τίποτα μόνο σε όποιο προλάβαινε, δηλαδή άφηνε τον οβολό του σε ένα άντε δύο κυπελλάκια, μετά περνούσε με μια στεναχώρια μέσα του.