Κάθομαι στο μπαλκόνι –το καπνιστήριο του σπιτιού- και προσπαθώ να γράψω, να σκεφτώ και να γράψω, κάτι αστείο.
Όταν γράφω χιουμοριστικά κείμενα το διασκεδάζω πιο πολύ. Άσε που έχω τρεις-τέσσερις μέρες να διαβάσω βιβλίο.
Τα ανοίγω –δοκίμασα με διάφορα από τη δημοτική βιβλιοθήκη, τα κοιτάζω και δεν μπορώ να καταλάβω καν τι λένε, σαν να είμαι η Άιρις Μέρντοχ –αυτή η σπουδαία συγγραφέας που τέλειωσε με Αλτσχάιμερ.
Κοιτάζω -λοιπόν- απέναντι, το κενό που άφησε ο άνεμος –όταν έριξε το δέντρο... Το κρασί είναι άνοστο. Ακούγονται μόνο αυτοκίνητα και οι φωνές των βαρβάρων που παρακολουθούν ποδόσφαιρο στο διπλανό σπορ-καφέ.