Είμαι φιλήσυχος άνθρωπος. Δεν έχω συχνές εκρήξεις και δεν φέρομαι ούτε καν απότομα, πόσο μάλλον βίαια. Καμιά φορά είμαι και μοναχικός. Μου αρέσουν τα όμορφα πράγματα. Αγαπώ τη μουσική, την ποίηση, τη ζωγραφική, τη μεσαιωνική ιστορία. Συγκινούμαι μπροστά στον Άγιο Φραγκίσκο του Μπελίνι, σφίγγεται το στήθος μου με το Valse Triste του Σιμπέλιους και καμιά φορά στο μπάνιο απαγγέλλω με φωνή βροντερή τον Φληβά τον Φοίνικα.
Διαβάζοντας, λοιπόν, μεσαιωνική ιστορία, έπεσα πάνω σε μια περίοδο, εκεί κατά τον 11ο αιώνα, όταν το εμπόριο στη Μεσόγειο αναζωπυρώνεται και πλοία μεταφέρουν εμπορεύματα ολόγυρα. Κοντά στο εμπόριο, ανθεί και η πειρατεία. Δυστυχώς για τους ναυτικούς, ελάχιστο διεθνές δίκαιο υπήρχε και τα νερά που δεν έβρεχαν τις ακτές δεν ανήκαν σε κανέναν. Έτσι, η πειρατεία δεν ήταν παράνομη, διότι δεν παραβίαζε κανέναν νόμο. Δεν ήταν, φυσικά, ούτε νόμιμη. Ήταν, απλώς, πέραν του νόμου. Σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, ώστε αρκετοί πειρατές δεν το έκρυβαν και στις επίσημες υποθέσεις τους υπέγραφαν: «Εγώ, Νικολό, πειρατής από την Πίζα…»