Γράφει ο γελωτοποιός
Σήμερα το πρωί ήμουν μόνος στο εργαστήριο της εριτίμου συζύγου μου (εργαστήριο εικαστικών, δεν είναι τορναδόρος). Κάποια στιγμή βλέπω να περνάει απ’ έξω -όσο πιο ευθυτενής και όρθιος μπορούσε- ένας γέρος της γειτονιάς.
Τον χαιρετούσα όποτε τον έβλεπα και μετά τον παρακολουθούσα με οίκτο καθώς έσερνε τα πόδια του. Είναι πολύ γέρος, πιο παλιός από τις πολυκατοικίες, πιο παλιός από τα πλατάνια, πιο παλιός απ’ οτιδήποτε παλιό στην πόλη –παρεκτός από τα μεσαιωνικά τείχη.
Αλλά –παρά τα χρόνια που του έχουν φορτωθεί στην πλάτη- προσπαθεί πάντα να φαίνεται αξιοπρεπής και αυτοδύναμος -και ας χρειάζεται μισή ώρα να περπατήσει εκατό μέτρα.
Σήμερα άλλαξε ρότα και μπήκε στο μαγαζί. Κρατούσε με το ένα χέρι τη μαγκούρα του και με το άλλο το παντελόνι του, να μην του πέσει.
«Μπορείς να με βοηθήσεις να κουμπώσω το φερμουάρ από το μπουφάν μου;» με ρώτησε. «Γιατί κάπου έχει μπλεχτεί.»
Τον πλησίασα και κατάλαβα ότι είχε βάλει το μπουφάν ανάποδα. Ο γιακάς ήταν σε εκείνο το μέρος που κάποτε ήταν τα οπίσθια του –τώρα μάλλον ζαρωμένο δέρμα πάνω στα κόκαλα της λεκάνης.
Ζει μόνος του, καθότι χήρος, και πολύ σπάνια τον έχω δει με κάποιο από τα εγγόνια του.
Τον βοήθησα να βγάλει το μπουφάν και να το φορέσει κανονικά, ενώ εκείνος κρατούσε το παντελόνι του να μην του πέσει. Κάποια στιγμή σήκωσε το κεφάλι, παρατήρησε τα διάφορα εργαλεία που υπήρχαν μέσα στο εργαστήριο και με ρώτησε αν είχα τίποτα για να ανοίξω μια τρύπα στο ζωνάρι του.
Βρήκα κάτι που έμοιαζε με πένσα-τρυπητήρι, αν και είμαι σίγουρος ότι προορίζεται για να τρυπάει κάτι άλλο και όχι ζώνες. Καθώς του έκανα την πρώτη τρύπα θυμήθηκα ένα χρονογράφημα του Ψαθά.
Έλεγε εκείνος ότι το χειμώνα του ’43, στις μεγάλες πείνες της Κατοχής, είχε εμφανιστεί ένα νέο είδος επαγγελματία. Γυρνούσε ο εν λόγω μάστορας στις γειτονιές και φώναζε: «Έλα πάρε, ένα πενηνταράκι, ένα πενηνταράκι, όποιος προλάβει».
Έβγαιναν οι νοικοκυραίοι στα παράθυρα και τον ρωτούσαν τι πουλούσε για ένα πενηνταράκι –το οποίο ήταν πολύ ευτελές ποσό.
«Τρύπες», έλεγε ο πλανόδιος και έδειχνε το μαραφέτι του. «Μια τρύπα στο ζωνάρι σας ένα πενηνταράκι, τρεις τρύπες μια δραχμή.»
Κατέβαιναν όλοι και έφερναν τις ζώνες τους. Πολύ πείνα είχε πέσει, τους έπεφταν και τα παντελόνια. Έκαναν τις τρύπες, έσφιγγαν το ζωνάρι και ένιωθαν πάλι χορτάτοι.
Ήταν μάλιστα τόσο μεγάλη η επιτυχία του πρώτου «τρυπητή», γράφει ο Ψαθάς, που σύντομα πολλοί τον μιμήθηκαν και φούντωσε ο ανταγωνισμός.
«Ένα πενηνταράκι δυο τρύπες», έλεγε ο ένας.
Μετά από λίγο περνούσε άλλος και έκανε πέντε τρύπες στην τιμή της μίας.
Οι τρύπες ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσες να βρεις άφθονο και φτηνό στην Αθήνα του ’43.
Εγώ, εντωμεταξύ, είχα φτάσει ήδη στην τρίτη τρύπα, αλλά το παντελόνι δεν στεκόταν. Καθώς έκανα την τέταρτη ρώτησα το γέρο πόσο χρονών ήταν στην Κατοχή.
«Δεκατέσσερα», μου είπε αυτός, χωρίς καμιά συγκίνηση.
«Και που ζούσατε;» τον ρώτησε ο περίεργος Γελωτοποιός.
«Στην Αθήνα, στην Αθήνα.»
«Πως ήταν τότε;»
«Περπατούσες στο δρόμο και τους έβλεπες να σωριάζονται κάτω από την πείνα, ένας-ένας», είπε ο γέρος. «Εκεί που έπεφταν, εκεί έμεναν. Περνούσε μετά το καρότσι του δήμου να τους μαζέψει.»
50.000 άνθρωποι είχαν πεθάνει από την πείνα εκείνο το χειμώνα στην Αθήνα. Με την ευγενική χορηγία των ναζήδων.
«Οπότε καλά είμαστε τώρα», του είπα για να του φτιάξω τη διάθεση –και τη δική μου.
«Χειρότερη είναι η πείνα τώρα», μου είπε ο γέρος. «Γιατί τότε ήμασταν συνηθισμένοι στη φτώχια, δε μας πείραζε... Αλλά τώρα, αφού δουλέψαμε όλη μας τη ζωή για να έχουμε κάτι στα γεράματα...»
Καθώς του άνοιγα την πέμπτη τρύπα σκεφτόμουν –αλλά δεν του το είπα- ότι όλα είναι πιο δύσκολα όταν είσαι...
«Πόσο χρονών είστε;» τον ρώτησα.
«Ογδόντα πέντε», μου είπε αυτός.
«Να τα εκατοστίσετε», του είπα από ευγένεια.
«Τι να το κάνω; Καλύτερα να ψοφήσω να ησυχάσω.»
Δοκιμάσαμε τη ζώνη με την πέμπτη –καινούρια- τρύπα, αλλά το παντελόνι πάλι δε στεκόταν. Πήγα να του κάνω άλλη μία, αλλά εκείνος δεν ήθελε. Μάλλον δεν του άρεσε ο οίκτος.
«Κούμπωσε μου το μπουφάν να φύγω», μου είπε.
Αλλά και εκείνο ήταν χαλασμένο. Του το είπα.
«Αποκλείεται», είπε ο γέρος, «δεν το κάνεις καλά. Ας ‘το, θα το κλείσω στο σπίτι, μόνος μου.»
Με ευχαρίστησε και έφυγε, με το κεφάλι ψηλά, όσο πιο ψηλά μπορούσε να το κρατάει.
Έφυγε με το μπουφάν του ανοικτό μέσα στην παγωνιά, ετούτο το χειμώνα της δυσαρέσκειας, ετούτο τον τελευταίο χειμώνα της περηφάνιας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου