του Cogito ergo sum
Η ιστορία αρχίζει πολλά χρόνια πίσω, κάπου στα 1944. Τότε που οι γερμανοί αποχωρούν από την Ελλάδα, καθώς το τέλος τού πολέμου και η συντριβή τού χιτλερισμού πλησιάζει. Μόνο που οι γερμανοί δεν αποχωρούν από όλη την Ελλάδα. Εντεκάμισυ χιλιάδες από δαύτους παραμένουν στην Κρήτη, υπό τις ευλογίες των Άγγλων. Βέβαια, ο αγγλικός λέων έχει φροντίσει να "τυλίξει" το λαϊκό κίνημα με τις συμφωνίες τού Λιβάνου (Μάιος 1944) και της Καζέρτας (Σεπτέμβριος 1944), ενώ παράλληλα μεθοδεύει και το οριστικό ξεδόντιασμα του αντάρτικου με τον σχεδιασμό τής συμφωνίας τής Βάρκιζας (12/2/1945), αλλά ξέρει πολύ καλά ότι οι κρητικοί είναι πολύ "κουζουλοί" για να συμμορφωθούν με τέτοιες συμφωνίες.
Έτσι, οι άγγλοι δεν διστάζουν να συνεργαστούν με τους γερμανούς στην Κρήτη, προκειμένου να ελέγξουν τους αντάρτες τού νησιού. Απόδειξη είναι το γεγονός ότι η συμφωνία τής Βάρκιζας δεν αναφέρει τίποτε για αφοπλισμό των κρητικών αντάρτικων μονάδων. Όπως απόδειξη συνιστά η αλληλογραφία μεταξύ αγγλικών και γερμανικών μονάδων του νησιού, οι οποίες συντονίζονται για να καταπνίξουν κάθε ανταρτική ενέργεια. Τελικά, οι κρητικοί αντάρτες κατεβαίνουν από τα βουνά, επιστρέφουν στα χωριά τους και το κεφάλαιο "αντίσταση" κλείνει για την Κρήτη δίχως τα ολοκαυτώματα που γνώρισαν ο Γράμμος και το Βίτσι. Έτσι, τον Μάιο του 1945, μια ολόκληρη εβδομάδα μετά την επίσημη παράδοση της Γερμανίας, οι άγγλοι φροντίζουν για την μεταφορά των γερμανών στρατιωτών στην -συνθηκολογημένη πια- πατρίδα τους. Εντεκάμισυ χιλιάδες γερμανοί φεύγουν από την Ελλάδα δίχως να ανοίξει ρουθούνι.
Όμως, η αστική εξουσία δεν θέλει ειρήνη. Θέλει να βγάλει από την μέση κάθε κομμουνιστή, κάθε αριστερό και, γενικώτερα, κάθε ένα που μπορεί να της δημιουργήσει πρόβλημα στο διαφέντεμα του τόπου. Έτσι, λοιπόν, δεν διστάζει να υποθάλψει την δημιουργία παραστρατιωτικών οργανώσεων, οι οποίες στρώνουν τους παλιούς ΕΑΜίτες στο κυνήγι. Η σημαντικώτερη από αυτές τις οργανώσεις τής Κρήτης είναι το "Σώμα Χωροφυλάκων Άνευ Θητείας", το οποίο στήνει ο πρώην συνεργάτης των γερμανών και καραμπινάτος δωσίλογος Παύλος Γύπαρης, με την παρότρυνση και την ενίσχυση εκείνου του πανηλίθιου Σοφοκλή Βενιζέλου.
Σύμφωνα με την επίσημη κυβέρνηση, με την οποία συμφωνεί απολύτως και η εφημερίδα των Χανίων "Κήρυξ" (την οποία εκδίδει ένας φέρελπις πολιτικός ονόματι Κωνσταντίνος Μητσοτάκης), ο Γύπαρης επιτελεί "εθνοσωτήριο" έργο. Οι "γυπαραίοι", με την κάλυψη των άγγλων, οργώνουν το νησί και σκοτώνουν αδιακρίτως όποιον αριστερό βρεθεί στο διάβα τους. Από το μένος τους δεν γλιτώνει ούτε ο ήρωας συνταγματάρχης Γιώργος Παπουτσάκης, ο οποίος βρίσκεται σε τιμητική αποστρατεία. Φυσικά, η δράση των παραστρατιωτικών εξωθεί τους παλιούς ΕΑΜίτες να ξαναπάρουν τα όπλα και να ξανανεβούν στα βουνά.
Η τελευταία μεγάλη μάχη που έδωσαν αυτοί οι αντάρτες ήταν η μάχη τής Σαμαριάς, τον Ιούνιο του 1948, από την οποία επέζησαν καμμιά εκατοστή. Μέχρι τα τέλη Αυγούστου 1949, έχουν απομείνει καμμιά σαρανταριά, εγκλωβισμένοι στις Μαδάρες, στα Λευκά Όρη. Μέρα με την ημέρα λιγοστεύουν. Μέχρι τα τέλη τού 1950 έχουν μείνει 14, αλλά το κυνήγι τους συνεχίζεται. Το 1958 έχουν απομείνει 8. Απ' αυτούς, οι 6 καταφέρνουν ένας-ένας να φύγουν κρυφά από την Κρήτη και συγκεντρώνονται στην Αθήνα. Το 1962 περνούν στην Ιταλία, απ' όπου -με την βοήθεια ιταλών συντρόφων τους- φτάνουν μέχρι την Τασκένδη, όπου παραμένουν ως το 1976 οπότε επαναπατρίζονται.
Μετά την αναχώρηση των 6, στα βουνά παραμένουν οι δυο τελευταίοι αντάρτες, τους οποίους κυνηγά λυσσαλέα το παρακράτος. Δυο αντάρτες, που κρύβονται σαν τα ζουλάπια σε σπηλιές, στάβλους, κατώγια σπιτιών. Ευτυχώς γι' αυτούς, οι απλοί χωριάτες τούς ανοίγουν τα σπίτια τους, τους κρύβουν, τους ταΐζουν. Το παρακράτος έχει λυσσάξει. Το επίσημο κράτος τούς κηρύσσει καταζητούμενους. Όμως οι δυο πρώην μαχητές τού Δημοκρατικού Στρατού αντέχουν. Τα χρόνια περνούν. Η δημοκρατία καταλύεται από το πραξικόπημα των συνταγματαρχών. Η χώρα βυθίζεται σε επταετές σκοτάδι. Το ξημέρωμα, που έρχεται τον Ιούλιο του 1974, βρίσκει τους δυο αντάρτες να κρύβονται ακόμη στα βουνά. Εκείνο το βράδυ, το τελευταίο βράδυ τής χούντας, δίνουν την τελευταία τους μάχη με ένα απόσπασμα των ΤΕΑ και ξεφεύγουν για πολλοστή φορά.
Επί τέλους, το 1975 η δημοκρατία συγκινείται και αίρει την επίσημη δίωξη των δυο ανταρτών, αμνηστεύοντάς τους από όλα τα "εγκλήματα" που τους είχαν φορτώσει οι κυβερνήσεις Πλαστήρα-Παπάγου-Παπανδρέου-Στεφανόπουλου-Κανελλόπουλου. Επί τέλους, έφτασε η πολυπόθητη ώρα για τον Γιώργο Τσομπανάκη και τον Σπύρο Μπλαζάκη να κατεβούν από το βουνό, όπου ζούσαν από το 1942. Το δικό τους αντάρτικο είχε κρατήσει 33 ολόκληρα χρόνια...
ΥΓ: Όπως πέρασαν μαζί την ζωή τους, έτσι μαζί έφυγαν απ' αυτήν οι δυο φίλοι: την 1η Νοεμβρίου 1996 πέθανε ο Γιώργος Τσομπανάκης, στις 4 Δεκεμβρίου τον ακολούθησε ο Σπύρος Μπλαζάκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου