Ο Τζουμερκιώτης ποιητής Γιώργος Κοτζιούλας αναμείχθηκε από νωρίς στον αντιστασιακό αγώνα. Βγήκε στη συνέχεια στο βουνό κι έμεινε για πολύ καιρό δίπλα στον πρωτοκαπετάνιο του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη που τον θαύμαζε. Ένα μέρος των προσωπικών του αναμνήσεων από εκείνη την περίοδο, το κατέγραψε σε σημειώσεις που μετά το θάνατό του κυκλοφόρησαν σε βιβλίο, στο οποίο περιλαμβάνεται το παρακάτω απόσπασμα.
Βρισκόμαστε -χειμώνας του 1943- στα Τζουμέρκα της Ηπείρου. Οι εμφύλιες εχθροπραξίες μεταξύ του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ έχουν ήδη αρχίσει. Σε μια προσπάθεια για ανακωχή συναντιούνται στο κεφαλοχώρι Άγναντα ο Άρης με το Ζέρβα, συμφωνούν την παύση των εχθροπραξιών μεταξύ τους και ορίζουν τις περιοχές δικαιοδοσίας τους που χωρίζονται από τον ποταμό Άραχθο. Ο Κοτζιούλας βρίσκεται εγκλωβισμένος στην περιοχή των Εδεσιτών και διασχίζει το ποτάμι για να περάσει απέναντι και να συναντήσει τον Άρη.
Στο απόσπασμα που ακολουθεί περιγράφονται τα περιστατικά που έζησε ο Κοτζιούλας, από τα οποία εμπνεύστηκε και έγραψε το ποίημα «Για τον Άρη» που παραθέτουμε πιο κάτω.
«Η συμφωνία των Αγνάντων έμεινε στα χαρτιά. Τα ζιζάνια, οι προστριβές δεν έλειψαν ούτε μια μέρα. Οι Εδεσίτες αποδείχ5τηκαν κακόπιστοι ακόμα μια φορά. Οι μυστικοί τους υποκινητές δεν τους άφηναν να μονιάσουν μαζί μας. Το συμφέρον τους ήταν αντίθετο με το συμφέρον του λαού.
Έτσι ξέσπασε η σύγκρουση. Η λυκοφιλία δεν είχε κρατήσει ούτε δυο μήνες. Δεν ξέρω τι έγινε σ’ άλλα μέρη ούτε ποιος έκαμε την αρχή. Αλλά στη δική μας την περιοχή, χωρίς να το περιμένουμε καθόλου, άρχισε απ’ τους ζερβικούς ένας άγριος κατατρεγμός, ένα κυνήγημα λυσσαλέο των πολιτών.
Σταμάτησε μονάχα με την έξοδο των Γερμανών [εννοεί για εκκαθαριστικές επιχειρήσεις]. Βρήκαν ευκαιρία και κάψαν [εννοεί οι Εδεσίτες] τα ορεινά χωριά μας […]. Οι δικοί μας έλειπαν, κυνηγημένοι όσοι δεν πιαστήκαν, και οι άλλοι [οι Εδεσίτες] καταγίνονταν με τον ξυλοδαρμό των αόπλων.
Έπειτα απ’ το κάψιμο των χωριών και την προσωρινή διάλυση του αντάρτικου, οι ομάδες πήραν να ζωντανεύουν ξανά, κι από δω κι από κει. Σύνορο των δυο παρατάξεων είχε γίνει ο Άραχθος, το ποτάμι της Άρτας. Οι Εδεσίτες είχαν πιάσει τα ριζά του Ξεροβουνιού κι οι δικοί μας αντίκρυ τα Τζουμέρκα. Φρουρές φύλαγαν μέρα νύχτα την ακροποταμιά. Κάθε επικοινωνία είχε αποκοπεί ανάμεσα στους πέρα και στους δώθε. Απ’ τις ετοιμασίες που γινόνταν μάντευες άλλα χειρότερα.
Εγώ σ’ εκείνη τη δεινή περίσταση βρέθηκα απομονωμένος. […] οι Εδεσίτες έβαναν από τότε τις βάσεις για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οι νταήδες του Παππού, αρειμάνιοι μπρος στην αδυναμία, μη μπορώντας να τα βάλουν με τους οπλισμένους, ξεθύμαιναν απάνω στους αμάχους. Κι άρχισαν προληπτικές συλλήψεις. […] ήμουν ο πρώτος που σκέφτηκαν να πιάσουν από τα χωριά μας. με προόριζαν για αναγκαστική συνεργασία, ή, στην άρνησή μου, για το στρατόπεδο που τ’ αγνοούσαμε ακόμα. Τέλος πάντων, νιώθοντας τι με καρτερεί, προτίμησα να κρυφτώ άμα στείλαν να με πιάσουν.
[…] κρύφτηκα μια βδομάδα σε σπηλιές, στη ρίζα του βουνού, χωρίς να με ξέρει κανένας, κι άλλη μια βδομάδα σε χράσπες, σκισμάδες γης από παλιό βούλιαγμα. […] επειδή δε βρισκόταν κανένας να με περάσει αντίκρυ[…] αποφάσισα να διαβώ το ποτάμι μοναχός μου. Απέναντι ήταν οι δικοί μας αντάρτες. Αν γλύτωνα θα σώζομουν για πάντα. Κι αν πνίγομουν, θα πέθαινα ελεύθερος. Το σπουδαιότερο ήταν να μην ξαναπέσω στα λυκόσκυλα του Ξεροβουνιού, τους αγροίκους διώχτες μου.
[…] η απόπειρα έγινε στις 30 Δεκέμβρη 1943. μπήκα στον Άραχθο, που μόλις άρχισε να ξεθολώνει και βγήκα από πέρα, με πάλεμα, με αγώνα, έχοντας νικήσει το βουβό στοιχιό. Αλλά μη μπορώντας να κρατήσει εμένα, μου άρπαξε τα ρούχα. Κι έτσι βρέθηκα γυμνός, με την ψυχή στο στόμα. Εκείνη την ώρα έπεφτε χιόνι, τουλούπες, τουλούπες.
Πήρα τον ανήφορο, μες στον έρημο λόγγο, πατώντας αγκάθια, ματώνοντας τα δάχτυλα σε κοφτερίδες, έτοιμος να παραδώσω μες στην παγωνιά, και μόνο ύστερα από μια ώρα βρέθηκα κοντά σε ανθρώπους, γινωμένος αγνώριστος, παράλλαμα του εαυτού μου. Όταν με τύλιξαν με μια βελέντζα και μου δώσαν ρακί και συνήλθα και τους είπα ποιος είμαι και πως έφτασα ως εκεί, φρόντισαν να μου βρουν τίποτε ρούχα. Ήμουν είπαμε σ’ αδαμιαία περιβολή. Μα κι όταν με ντύσαν, έμοιαζα με διακονιάρη.
Σ’ αυτήν την κατάσταση έμαθα πως ο Άρης βρίσκονταν εκεί κοντά. Είχε καιρό που τριγυρνούσε ανατολικά του Αράχθου, αλλά εμείς από πέρα δεν ξέραμε τίποτε. Η είδηση με ξαναζωντάνεψε, μούδωσε νέες δυνάμεις. Τώρα που ήταν ο Άρης εδώ, θα καλοπερνούσε ο Ναπολέων-Λιονταρής!
Βρήκα ένα κομμάτι χαρτί και του έγραψα βιαστικά λίγα λόγια. Του έλεγα την κατάντια μου και, αν μπορεί, να με βοηθήσει. Σύνδεσμοι πηγαινόρχονταν αδιάκοπα, η υπηρεσία είχε οργανωθεί πια και το σημείωμα δεν άργησε να φτάσει.
[…] την πρώτη μέρα του καινούργιου χρόνου έμαθα πως με ζητούν. Μου το είπαν οι χωριάτες με ταραχή, με συγκίνηση. «Σε χαλεύει ένας Μαυροσκούφης κι έχει ένα δεύτερο άλογο, λέει. Τον στέλνει ο ίδιος ο Άρης. Έφερε και σκουτιά για ν’ αλλάξεις».
[…] μόλις είδα το άλογο εκείνο το μεγάλο, άμαθος εγώ από τέτοια (αφού στον τόπο μας δεν έχουμε ζώα της καβάλας), το κοίταξα με δισταγμό, δειλιασμένος.
-Φοβάμαι, του λέω.
Ο Μαυροσκούφης γέλασε με την καρδιά του.
-Εσύ πέρασες κοτζάμ ποτάμι, και τ’ άλογο θα φοβηθείς!
[…] αποχαιρετίσαμε τους χωριάτες και τραβήξαμε οι δυο μας στο λόγγο. […] είχαμε κινήσει αργά και νυχτώσαμε παραπέρα σ’ ένα χωριό. Πρότεινα στο συνοδό μου να σταθούμε.
-Αδύνατο, μου λέει. Ο αρχηγός διάταξε να σε πάω αμέσως, μέρα ή νύχτα. Γι’ αυτό μούδωσε και δεύτερο άλογο. Νομίζεις πως θα τόκανε αυτό σε κάναν άλλον; Έχει δουλιές, πολλές φροντίδες τώρα. Κάθεται ως τα μεσάνυχτα στο Κλιμάκιο. Βλέπεις τι φωτιές μας άναψε ο Ζέρβας. Αλλά έπρεπε να τον ιδείς μόλις έλαβε το γράμμα το δικό σου. Μας κάλεσε όλους και μας είπε: «Κοιτάτε τι έπαθε ο φίλος μας ο Γιώργης, εκείνος με τα ποιήματα, θα τον θυμάστε από πέρσι. Ακούστε τι μου γράφει». Και μας διάβασε το γράμμα σου, όπου είχες χαιρετίσματα και για μας. γελάσαμε εκεί που έγραφες για το ποτάμι, για τα πλατάνια. Πως το λες;
Ήταν το δημοτικό δίστιχο:
«Νάστε μάρτυρες πλατάνοι,
Πως με πήρε το ποτάμι…».
-Α, ναι, αυτό έγραφες, γέλασε πάλι ο Μαυροσκούφης. Κι ο αρχηγός που λες, έπιασε ύστερα το Τζαβέλα και του λέει: «Γι’ αυτόν τον άνθρωπο θέλω να βρεις οπωσδήποτε ρούχα.-Μα που να τα βρω αρχηγέ! Δεν υπάρχουν.-Δεν ξέρω τι θα κάμεις. Πρέπει να τον ντύσουμε». Κι έψαξε, που λες, ο Γιάννης και σου βρήκε με χίλια βάσανα αυτά που φοράς.
Ήταν κάτι παλιά ντρίλινα με παπούτσια που έβαναν νερό. Μ’ αυτά πέρασα όλον τον χειμώνα, χωρίς μαντύα ή πανωφόρι στις πλάτες.
[…] ζούσα μέσα σε όνειρο. Η σωτηρία μου μαζί με την ελευθερία ήταν διπλή χαρά για μένα. Και ποτέ δεν θα ξεχάσω τη στιγμή που ξεπεζέψαμε στη Χόσεψη, την έδρα του κλιμακίου, μπροστά στην εκκλησιά. Ήταν Κυριακή μου φαίνεται, και μόλις είχε σκολάσει η λειτουργία.
-Ε, καλό στον! Μου φώναζαν από δω ο Τζουμερκιώτης, από εκι ο Καταχνιάς, καπεταναίοι νομαρχιακοί, όλοι φίλοι, συνεργάτες στον αγώνα. Και γελούσαν πιο πολύ βλέποντάς με πως έδειχνα με τα γενάκια.
Μα ο Μαυροσκούφης δεν ξεχνούσε το ρόλο του:
-Έλα, μου φώναζε, ο αρχηγός περιμένει…
Βιαζόταν να με παραδώσει. Κι είχαμε αργήσει κάμποσο.
Πόσο θα ήθελε κανείς να βαστούσαν αιώνια τέτοιες στιγμές. Είναι σα στεφάνωμα σε κορυφαία γεγονότα που δεν τα ξαναζείς, ούτε και τα ματαφτάνεις».
Λίγους μήνες μετά, ο Γ. Κοτζιούλας αισθανόμενος την ανάγκη να εκφράσει την αγάπη και το θαυμασμό που νιώθει για τον Άρη, γράφει το ποίημα:
ΣΤΟΝ ΑΡΗ
Θυμάσαι πως με δέχτηκες γυμνόν απ’ το ποτάμι
φόντας παράγγειλες γοργού συντρόφου σου να δράμει
με δεύτερο άτι σελωτό κοντά σου να με φέρει
την ίδιαν ώρα πόλαβες το βιαστικό χαμπέρι!
Στις χράσπες μ’ έσυρε της γης κυνηγημένο η σφίξη,
γιατί απ’ τους λύκους των βουνών είχα πολλά τραβήξει,
και για να μη με βγάλουνε λουρίδες άγριοι βλάχοι
ρίχτηκα απόκοτος κι εγώ σ’ άλλου στοιχειού τη ράχη.
Πέφτανε σπίθες, χιόνιζε κι ήταν, θυμάμαι, γιόμα
σα βγήκα μές απ’ το νερό με την ψυχή στο στόμα
πως με τραβούσε η σούδα του, πως γλίστραε το χαλίκι
με τι λαχτάρα κέρδισα του λυτρωμού τη νίκη!
Μα όταν σε λίγο μου άπλωσες τα χέρια τα’ ατσαλένια
και μ’ άγγιζαν στο μάγουλο, πολέμαρχε, τα γένια
πούχαν φουντώσει, φλογιστεί μες στ’ άναμμα του αγώνα,
ξέχασα ευθύς τα πάθια μου και το βαρύ χειμώνα.
Το βλέμα σου τα’ αδείλιαστο φέγγει όλο καλωσύνη
κι ο λόγος σου έμπνευση, φτερά του μουδιασμένου δίνει.
Οι οχτροί σε τρέμουν, αλλά εμείς στα μάτια σε κοιτάμε
κι εγώ που πάντα ξέφευγα μένω δικός σου, να ‘μια.
Ήρθα αποπίσω σου, έτοιμος μ’ εσέ και να πεθάνω,
πιστός ακόλουθος κοντά στον πρώτο καπετάνιο,
τότε που πλάι σου η χώρα μας αναριγούσε ακέρια
στα χιόνια τα Θεσσαλικά και στ’ άλλα λασπονέρια.
Τις μέρες πούχαμε άξαφνα περ’ απ’ τον Άσπρο φύγει,
φάγαμε ανάλατο ψωμί κι εκείνο με το ζύγι,
μα ήταν ο πόνος πιο μικρός όταν εκεί στο τσόλι
βλέπαμε αυτούς που ξάπλωσε των πλερωτών το βόλι.
Μα όταν αντάριασε ο θυμός όλων μας πια τα φρένα,
κίνησες σαν τα σύγνεφα τα’ αστραποφορτωμένα
κι όπως κυλά η κατεβασιά τα πήρες όλα σβάρα,
των φίλων αναγάλιασμα, του αντίμαχου τρομάρα.
Με το φιλί σου φλογερή στο πρόσωπο σφραγίδα
μέρα και νύχτα δίπλα σου και σ’ άκουσα και σ’ είδα,
στο χωρατό και στην οργή, στα γέλια στα μπουρίνια,
καθώς αλλάζουν οι καιροί κατά τα μερομήνια.
Κι ούτε ξεχνώ (αν μου δόθηκε του ποιητή η χάρη)
πως με πρωτόφερες εσύ κοντά σου καβαλάρη,
ο ίδιος που αράδα κόβοντας κεφάλια ντροπιασμένα
ξέρεις ωστόσο να τιμάς επάξια τον καθένα.
20-21 Σεπτέμβρη 1944.
-Το απόσπασμα της αφήγησης βρίσκεται στο βιβλίο του Γ. Κοτζιούλα, «Όταν ήμουν με τον Άρη – Αναμνήσεις», εκδόσεις «Θεμέλιο», β’ έκδοση 1983.
-Το ποίημα το βρήκα στο βιβλίο του Γρηγόρη Φαράκου, «Άρης Βελουχιώτης, το χαμένο αρχείο – άγνωστα κείμενα», εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», β’ έκδοση 1997.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου