Συμβολή στον διάλογο για τη ΛAPKO και όχι μόνο
OXI ΣTO ΞEΠOYΛHMA THΣ ΛAPKO
Τι έχει γίνει στην ΛΑΡΚΟ
Το πρόβλημα για τους εργάτες τις ΛΑΡΚΟ δημιουργείται από την απόφαση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, που στηρίζεται από την ΝΔ και τους κολαούζους τηλε-αστέρες του ΛΑΟΣ, να ξεπουλήσει την δημόσια περιουσία κατ’ εντολή της Tρόικας για να εξασφαλίσει με τα κεφάλαια που θα μαζέψει ένα μέρος των δανείων προς τους διεθνείς και ντόπιους τοκογλύφους.
Ο αγώνας για να μην εκποιηθεί η περιουσία του λαού δεν μπορεί να δοθεί μεμονωμένα, από τους εργάτες κάθε επιχείρησης που πουλιέται ξεχωριστά. Είναι αγώνας που αφορά όλους τους εργαζόμενους αυτής της χώρας, γιατί από τους φόρους τους, από τον ιδρώτα και το αίμα τους, δημιουργήθηκε αυτή η περιουσία.
Τι πρέπει να γίνει;
Για να βρούμε το πώς πρέπει να οργανώσουμε αυτόν τον αγώνα, για να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά το πρόβλημα, είναι καλό να ξαναφέρουμε στην μνήμη μας την πλούσια ιστορική εμπειρία που οι εργάτες έχουν αποκομίσει, από αγώνες που έδωσαν, για την διασφάλιση των θέσεων εργασίας που οδήγησαν, στην κρατικοποίηση της επιχείρησης, σε εποχές όχι και τόσο μακρινές. Αυτή η εμπειρία πρέπει να μελετηθεί για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε το σήμερα και να βρεθούν λύσεις που θα διασφαλίζουν δουλειά με αξιοπρεπείς και ασφαλείς όρους για τους εργαζόμενους.
Μας ενδιαφέρει ειδικά αυτή η ιστορία γιατί τότε η ΛΑΡΚΟ ήταν η ναυαρχίδα ενός προβλήματος που του δόθηκε η ονομασία «προβληματικές» και ταυτόχρονα ο μεγάλος πρωταγωνιστής της λύσης.
Το πρόβλημα της υπερχρέωσης αφορούσε πάρα πολλά εργοστάσια της εποχής, αλλά και κράτη.
Και αναζητάμε να καταλάβουμε πως εκεί που αναπτυσσόταν ένα κίνημα, που ήθελε να διαχειριστεί την τύχη του με προσδοκίες που υπερέβαιναν τα όρια του καπιταλισμού, του ανατέθηκε τελικά να διαχειριστεί στα πλαίσια του συστήματος το ξεχρέωμα των υπερχρεωμένων αυτών επιχειρήσεων.
Το πως έγινε δυνατή μια τέτοια μεταστροφή μάς αφορά άμεσα σήμερα για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε κάποιες από τις αιτίες που διαμόρφωσαν την συνείδηση που καθοδηγεί την σημερινή αντίδραση του εργατικού κινήματος που έχει ρίζες σε αυτή την εποχή και είναι η αιτία της σημερινής αποδιοργάνωσης που παρατηρείται στην πάλη του. Χωρίς να ασχοληθούμε με το τι έγινε τότε, δεν είναι δυνατόν να καταλάβουμε πως το σημερινό εργατικό κίνημα παραμένει ακόμα σε μια κατάσταση, που σωρεύει οργή αλλά απαντά ζαλισμένο στα χτυπήματα που δέχεται από την κυβέρνηση. Δεν είναι δυνατόν να κατανοήσουμε γιατί ανέχεται τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες της ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ που καταβάλλουν κάθε προσπάθεια να εκτονώσουν την οργή του με αναποτελεσματικές 24ωρες, την ώρα μάλιστα που η ίδια η κυβέρνηση χωρίς να κρύβεται παρουσιάζει την ηγεσία της ΠΑΣΚΕ στους διεθνείς τραπεζίτες σαν εγγυήτρια των χρημάτων τους.
http://ergatis.wordpress.com
OXI ΣTO ΞEΠOYΛHMA THΣ ΛAPKO
Ημερίδα με θέμα την μεθόδευση αγώνων για να μην πουληθεί η ΛΑΡΚΟ στους ιδιώτες οργάνωσαν στις 18 Mαΐου τα Σωματεία Εργαζομένων ΛΑΡΚΟ
(Λάρυμνας, Εύβοιας, Νέου Κόκκινου, Αθήνας, Σερβίων Καστοριάς).
Θα ξεκινήσουμε με δηλώσεις του Προέδρου εργαζομένων της ΛΑΡΚΟ στον fm1 (τοπικό ραδιοσταθμό της Λαμίας):
«ΛΑΡΚΟ. Απ’ τον παππού στον εγγονό. Όταν το νικέλιο δεν είχε καμία τιμή και η ΛΑΡΚΟ του Μποδοσάκη κατέρρεε, εκείνος παρέδωσε τα κλειδιά στο δημόσιο. Αγωνιστήκαμε χρόνια, χύσαμε αίμα και ιδρώτα και την αναδείξαμε στην πιο μεγάλη βιομηχανία της χώρας. Τώρα που η τιμή του νικελίου εκτινάσσεται και πάλι, το Δημόσιο την χαρίζει στους ιδιώτες».
Έτσι περιγράφει την κατάσταση και την μοιραία πορεία της βαριάς βιομηχανίας της χώρας ένας παλιός εργαζόμενος και συνδικαλιστής, ο πρόεδρος του σωματείου της Λάρυμνας, Σπύρος Γκριτζάπης, με αφορμή την απόφαση για αποκρατικοποίηση της ΛΑΡΚΟ. Μια απόφαση που έχει ξεσηκώσει τους εργαζόμενους που προσανατολίζονται σε δυναμικές κινητοποιήσεις.
Σε κοινή συνάντηση των 5 σωματείων των εργαζομένων στην Αθήνα, αποφασίστηκε να ζητηθεί συνάντηση με τον υπουργό οικονομικών για το θέμα δίνοντας ταυτόχρονα προθεσμία δέκα ημερών. Σε διαφορετική περίπτωση, σύμφωνα με τον κ. Γκριτζάπη οι εργαζόμενοι θα προχωρήσουν σε δυναμικές κινητοποιήσεις με όποιο κόστος.
Tην Tετάρτη 8 Iουλίου οργανώθηκε παν-Λαρκινή απεργία από όλα τα σωματεία της ΛΑΡΚΟ και κοινό συλλαλητήριο.
(Λάρυμνας, Εύβοιας, Νέου Κόκκινου, Αθήνας, Σερβίων Καστοριάς).
Θα ξεκινήσουμε με δηλώσεις του Προέδρου εργαζομένων της ΛΑΡΚΟ στον fm1 (τοπικό ραδιοσταθμό της Λαμίας):
«ΛΑΡΚΟ. Απ’ τον παππού στον εγγονό. Όταν το νικέλιο δεν είχε καμία τιμή και η ΛΑΡΚΟ του Μποδοσάκη κατέρρεε, εκείνος παρέδωσε τα κλειδιά στο δημόσιο. Αγωνιστήκαμε χρόνια, χύσαμε αίμα και ιδρώτα και την αναδείξαμε στην πιο μεγάλη βιομηχανία της χώρας. Τώρα που η τιμή του νικελίου εκτινάσσεται και πάλι, το Δημόσιο την χαρίζει στους ιδιώτες».
Έτσι περιγράφει την κατάσταση και την μοιραία πορεία της βαριάς βιομηχανίας της χώρας ένας παλιός εργαζόμενος και συνδικαλιστής, ο πρόεδρος του σωματείου της Λάρυμνας, Σπύρος Γκριτζάπης, με αφορμή την απόφαση για αποκρατικοποίηση της ΛΑΡΚΟ. Μια απόφαση που έχει ξεσηκώσει τους εργαζόμενους που προσανατολίζονται σε δυναμικές κινητοποιήσεις.
Σε κοινή συνάντηση των 5 σωματείων των εργαζομένων στην Αθήνα, αποφασίστηκε να ζητηθεί συνάντηση με τον υπουργό οικονομικών για το θέμα δίνοντας ταυτόχρονα προθεσμία δέκα ημερών. Σε διαφορετική περίπτωση, σύμφωνα με τον κ. Γκριτζάπη οι εργαζόμενοι θα προχωρήσουν σε δυναμικές κινητοποιήσεις με όποιο κόστος.
Tην Tετάρτη 8 Iουλίου οργανώθηκε παν-Λαρκινή απεργία από όλα τα σωματεία της ΛΑΡΚΟ και κοινό συλλαλητήριο.
Τι έχει γίνει στην ΛΑΡΚΟ
Το πρόβλημα για τους εργάτες τις ΛΑΡΚΟ δημιουργείται από την απόφαση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, που στηρίζεται από την ΝΔ και τους κολαούζους τηλε-αστέρες του ΛΑΟΣ, να ξεπουλήσει την δημόσια περιουσία κατ’ εντολή της Tρόικας για να εξασφαλίσει με τα κεφάλαια που θα μαζέψει ένα μέρος των δανείων προς τους διεθνείς και ντόπιους τοκογλύφους.
Ο αγώνας για να μην εκποιηθεί η περιουσία του λαού δεν μπορεί να δοθεί μεμονωμένα, από τους εργάτες κάθε επιχείρησης που πουλιέται ξεχωριστά. Είναι αγώνας που αφορά όλους τους εργαζόμενους αυτής της χώρας, γιατί από τους φόρους τους, από τον ιδρώτα και το αίμα τους, δημιουργήθηκε αυτή η περιουσία.
Τι πρέπει να γίνει;
Για να βρούμε το πώς πρέπει να οργανώσουμε αυτόν τον αγώνα, για να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά το πρόβλημα, είναι καλό να ξαναφέρουμε στην μνήμη μας την πλούσια ιστορική εμπειρία που οι εργάτες έχουν αποκομίσει, από αγώνες που έδωσαν, για την διασφάλιση των θέσεων εργασίας που οδήγησαν, στην κρατικοποίηση της επιχείρησης, σε εποχές όχι και τόσο μακρινές. Αυτή η εμπειρία πρέπει να μελετηθεί για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε το σήμερα και να βρεθούν λύσεις που θα διασφαλίζουν δουλειά με αξιοπρεπείς και ασφαλείς όρους για τους εργαζόμενους.
Μας ενδιαφέρει ειδικά αυτή η ιστορία γιατί τότε η ΛΑΡΚΟ ήταν η ναυαρχίδα ενός προβλήματος που του δόθηκε η ονομασία «προβληματικές» και ταυτόχρονα ο μεγάλος πρωταγωνιστής της λύσης.
Το πρόβλημα της υπερχρέωσης αφορούσε πάρα πολλά εργοστάσια της εποχής, αλλά και κράτη.
Και αναζητάμε να καταλάβουμε πως εκεί που αναπτυσσόταν ένα κίνημα, που ήθελε να διαχειριστεί την τύχη του με προσδοκίες που υπερέβαιναν τα όρια του καπιταλισμού, του ανατέθηκε τελικά να διαχειριστεί στα πλαίσια του συστήματος το ξεχρέωμα των υπερχρεωμένων αυτών επιχειρήσεων.
Το πως έγινε δυνατή μια τέτοια μεταστροφή μάς αφορά άμεσα σήμερα για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε κάποιες από τις αιτίες που διαμόρφωσαν την συνείδηση που καθοδηγεί την σημερινή αντίδραση του εργατικού κινήματος που έχει ρίζες σε αυτή την εποχή και είναι η αιτία της σημερινής αποδιοργάνωσης που παρατηρείται στην πάλη του. Χωρίς να ασχοληθούμε με το τι έγινε τότε, δεν είναι δυνατόν να καταλάβουμε πως το σημερινό εργατικό κίνημα παραμένει ακόμα σε μια κατάσταση, που σωρεύει οργή αλλά απαντά ζαλισμένο στα χτυπήματα που δέχεται από την κυβέρνηση. Δεν είναι δυνατόν να κατανοήσουμε γιατί ανέχεται τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες της ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ που καταβάλλουν κάθε προσπάθεια να εκτονώσουν την οργή του με αναποτελεσματικές 24ωρες, την ώρα μάλιστα που η ίδια η κυβέρνηση χωρίς να κρύβεται παρουσιάζει την ηγεσία της ΠΑΣΚΕ στους διεθνείς τραπεζίτες σαν εγγυήτρια των χρημάτων τους.
Η μεσοβέζικη λύση του χθες, ανασταλτικός παράγοντας σήμερα.
H παγκόσμια μεταπολεμική ανοικοδόμηση του καπιταλισμού από τα ερείπια του B’ Παγκοσμίου Πολέμου βασίστηκε στην Kευνσιανή πολιτική των συμφωνιών του Mπρέττον Γουντς και στη σταθερή ισοτιμία του δολαρίου με τον χρυσό (1 δολάριο = μια ουγγιά χρυσού). H συμφωνία που καλλιέργησε την αυταπάτη για συνεχή ανάπτυξη του καπιταλισμού ήταν κατά βάση μια πληθωριστική άνθιση. O πολέμος στο Βιετνάμ είχε τη δική του συνεισφορά στις πληθωριστικές πιέσεις, καθώς ανάγκαζε τις ΗΠΑ να κόψουν νόμισμα περισσότερο από τα αποθέματα χρυσού που διέθεταν. Το αποτέλεσμα ήταν μια επιθετική στροφή του ευρωπαϊκού καπιταλισμού (κυρίως της Γαλλίας που) στον χρυσό για την στήριξη των δικών του νομισμάτων, που επιδείνωσε ακόμα περισσότερο την σχέση χρυσού δολαρίου.
Το 1971 έχουμε το σπάσιμο της συμφωνίας του Μπρέτον Γούντς και τηνανοιχτή επανεμφάνιση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης.
Η Ελλάδα βρισκόταν τότε στο μέσον της τρίτης φάσης εκβιομηχάνισής της (θεωρώντας ως πρώτη φάση εκείνη επί Τρικούπη που κατέληξε στο
«δυστυχώς επτωχεύσαμε» του 1893, κι ως δεύτερη την βασισμένη στον οικονομικό εθνικισμό και στα κόκκαλα των μικρασιατών στη δεκαετία του 1930).
H παγκόσμια μεταπολεμική ανοικοδόμηση του καπιταλισμού από τα ερείπια του B’ Παγκοσμίου Πολέμου βασίστηκε στην Kευνσιανή πολιτική των συμφωνιών του Mπρέττον Γουντς και στη σταθερή ισοτιμία του δολαρίου με τον χρυσό (1 δολάριο = μια ουγγιά χρυσού). H συμφωνία που καλλιέργησε την αυταπάτη για συνεχή ανάπτυξη του καπιταλισμού ήταν κατά βάση μια πληθωριστική άνθιση. O πολέμος στο Βιετνάμ είχε τη δική του συνεισφορά στις πληθωριστικές πιέσεις, καθώς ανάγκαζε τις ΗΠΑ να κόψουν νόμισμα περισσότερο από τα αποθέματα χρυσού που διέθεταν. Το αποτέλεσμα ήταν μια επιθετική στροφή του ευρωπαϊκού καπιταλισμού (κυρίως της Γαλλίας που) στον χρυσό για την στήριξη των δικών του νομισμάτων, που επιδείνωσε ακόμα περισσότερο την σχέση χρυσού δολαρίου.
Το 1971 έχουμε το σπάσιμο της συμφωνίας του Μπρέτον Γούντς και τηνανοιχτή επανεμφάνιση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης.
Η Ελλάδα βρισκόταν τότε στο μέσον της τρίτης φάσης εκβιομηχάνισής της (θεωρώντας ως πρώτη φάση εκείνη επί Τρικούπη που κατέληξε στο
«δυστυχώς επτωχεύσαμε» του 1893, κι ως δεύτερη την βασισμένη στον οικονομικό εθνικισμό και στα κόκκαλα των μικρασιατών στη δεκαετία του 1930).
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 στην Ελλάδα παρατηρείται μια ανάπτυξη στον βιομηχανικό τομέα ακριβώς λόγω της κάμψης που εμφανίζεται στην Ευρώπη. Ως συνήθως, μέχρι την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, οι περίοδοι ανάπτυξης της χώρας ταυτίζονταν με τα σημάδια οικονομικής κάμψης στην Ευρώπη, που οδηγούσαν κεφάλαια σε έξοδο από τα μητροπολιτικά κέντρα για να επενδυθούν στην ευρύτερη περιφέρεια κυνηγώντας πάντα μεγαλύτερες αποδόσεις. Οι κύκλοι αυτοί μόνο μετά την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ τείνουν να ταυτιστούν με της υπόλοιπης Ευρώπης.
Τότε λοιπόν, μετά τα μισά της δεκαετίας του 60 είναι που για πρώτη φορά το αγροτικό προϊόν της χώρας έρχεται σε δεύτερη θέση παραδίνοντας την πρωτιά στην βιομηχανική παραγωγή. Εκείνη την εποχή στήθηκαν πολλές βιομηχανικές ζώνες και βιομηχανίες στην Ελλάδα. Ανάμεσα τους η ΛΑΡΚΟ και η ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ της ΕΛΛΑΔΟΣ είχαν περίοπτη θέση.
Τότε λοιπόν, μετά τα μισά της δεκαετίας του 60 είναι που για πρώτη φορά το αγροτικό προϊόν της χώρας έρχεται σε δεύτερη θέση παραδίνοντας την πρωτιά στην βιομηχανική παραγωγή. Εκείνη την εποχή στήθηκαν πολλές βιομηχανικές ζώνες και βιομηχανίες στην Ελλάδα. Ανάμεσα τους η ΛΑΡΚΟ και η ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ της ΕΛΛΑΔΟΣ είχαν περίοπτη θέση.
Ακριβώς στο μέσον εκείνης της περιόδου επέκτασης του καπιταλισμού στην Ελλάδα, εκδηλώθηκε η ρήξη με ό,τι ανέστησε τον καπιταλισμό στην Ευρώπη μετά τον πόλεμο και που μια δεκαετία αργότερα φιλοδώρησε την Ελλάδα με τα διάσπαρτα κουφάρια των «προβληματικών επιχειρήσεων» που «κοσμούν» πλέον από τότε την χώρα.
Το σπάσιμο της ισοτιμίας χρυσού δολαρίου το 1971 με την πτώση της τιμής του δολαρίου ανάγκασε τις κυβερνήσεις να αντιμετωπίσουν τις
συνέπειες από τον πληθωρισμό και την οικονομική κάμψη λόγω της νομισματικής ανισορροπίας που προκλήθηκε στο διεθνές εμπόριο με αύξηση του δανεισμού. Η αστάθεια τον τιμών, ο πληθωρισμός και η ύφεση που τροφοδοτήθηκαν από τις συνεχόμενες αλλαγές στις ισοτιμίες των νομισμάτων, περιόρισαν δραστικά την λειτουργία του διεθνούς εμπορίου σύμφωνα με τα μέχρι τότε δεδομένα.
Ας δούμε πιο αναλυτικά:
Η πτώση του δολαρίου επέφερε την αύξηση τιμών των πρώτων υλών (κύρια του πετρελαίου) με την οποία οι παραγωγοί χώρες προσπαθούσαν να αντικρούσουν την χασούρα. Αυτό δημιουργούσε το πρόβλημα του εισαγόμενου πληθωρισμού στις χώρες προμηθευτές πετρελαίου, και έφερε ανατιμήσεις εμπορευμάτων, εξανέμιση των εισοδημάτων, κλπ.
Σε πολλές περιπτώσεις οι συνέπειες αυτές στο πρώτο διάστημα αντιμετωπίστηκαν από τα κράτη με ισχυρό τραπεζικό δανεισμό και χαμηλά επιτόκια προς τις επιχειρήσεις ώστε με επενδύσεις να γίνουν εξαγωγικές και να φέρνουν συνάλλαγμα στις χώρες για να αντιμετωπίσουν την εσωτερική δυσπραγία. Η κίνηση αυτή έγινε από πολλές χώρες της εποχής και εντάθηκε την περίοδο 71-75. Αλλά ακριβώς επειδή η παγκόσμια αγορά δεν μπορεί να γεμίσει μόνο με παραγωγούς που εξάγουν, οι πιο αδύνατοι ανταγωνιστικά αντιμετώπισαν πρόβλημα.
Έτσι, όταν επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο η θέση αυτών των επιχειρήσεων, λόγω της επόμενης φάσης της πετρελαϊκής κρίσης 1979-80, η χαμηλή ανταγωνιστικότητα και ο υψηλός δανεισμός μετατράπηκαν σε βρόγχο.
Και η κορύφωση αυτής της τάσης δεν άργησε να έρθει αμείλικτη και σκληρή, όταν η FED (Ομοσπονδιακή Τράπεζα των HΠA) με απόφαση του τότε διοικητή της Βολκερ για να ξεφουσκώσει τον πληθωρισμό και να επανακτήσει μέρος από την χαμένη αξία του δολαρίου, αποφάσισε να
διπλασιάσει τα επιτόκια για να στρέψει τα κεφάλαια σε αγορές δολαρίων.
Ο διπλασιασμός του βασικού επιτοκίου συναλλαγών των τραπεζών έγινε σε μια νύχτα. Ήταν αδύνατο πλέον από την επόμενη μέρα να αντιμετωπίσουν αυτές οι επιχειρήσεις την εξυπηρέτηση των δανείων τους, λόγω της απότομης αύξησης των επιτοκίων.
Οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα αντιμετώπισαν αυτούς τους σπασμούς με
δανεισμό και εθνικοποιήσεις υπερχρεωμένων επιχειρήσεων. Η Ολυμπιακή επί Κω/νου Καραμανλή κρατικοποιήθηκε ξελαφρώνοντας τον Ωνάση από τον «κουβά με τα σκατά», όπως ο ίδιος έλεγε. Γι αυτή την βοήθεια κατηγορήθηκε σαν κρυφό-κομμουνιστής ο Κ. Καραμανλής.
Το δε ΠΑΣΟΚ της πρώτης περιόδου 81-82 προώθησε την λύση της
«εθνικοποίησης του χρέους» των προβληματικών επιχειρήσεων μέσα στην καρδιά αυτής της νομισματικής αλλαγής. Συνεχίζοντας ετσι την πολιτική που η Δεξιά κυβέρνηση του Ράλλη είχε ξεκινήσει με την δημιουργία του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων. Επιλέγοντας, και τότε, να σώσει τις τράπεζες από την άμεση χρεοκοπία, και ταυτόχρονα να υλοποιήσει ένα μέρος των υποσχέσεων προς τους εργαζόμενους που το είχαν μόλις εκλέξει, στράφηκε σε μεγαλύτερο εξωτερικό δανεισμό που επιδείνωσε ανεπανόρθωτα από τότε το χρέος της χώρας. Ο δανεισμός που έκανε το ΠΑΣΟΚ για να ανταποκριθεί στις πιέσεις της ταξικής πάλης στην Ελλάδα αλλά και στην διάσωση του εγχώριου κεφαλαίου, που αιτία είχαν την διεθνή κρίση του καπιταλισμού, συμπαρασύρθηκε από την διεθνή αύξηση των επιτοκίων, δηλαδή τις συνέπειες της διεθνούς κρίσης με κέντρο τις ΗΠΑ, φουσκώνοντας το λογαριασμό για την εξυπηρέτηση του χρέους.
Όλο αυτό το διάστημα οι ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων που δεν τα κατάφερναν στον στίβο του ανταγωνισμού, εκβίαζαν με την ανεργία των εργατών που απασχολούσαν και τις κρατούσαν ανοιχτές με κρατικές παραγγελιές εξασφαλισμένου κέρδους (ΠΥΡΚΑΛ 10% κλπ).
Οι εργατικοί αγώνες που αναπτύχτηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του 70 για την προστασία της δουλειάς στις υπερχρεωμένες επιχειρήσεις αλλά και του εισοδήματος, που εξανεμιζόταν λόγω του υψηλού πληθωρισμού, στο σύνολο των εργατών είχαν διαμορφώσει ένα ισχυρό εργατικό κίνημα που έθεσε τότε το αίτημα της κρατικοποίησης των προβληματικών.
Ήταν η εποχή που οι εργάτες ξεπέρασαν το σκόπελο της δοτής ηγεσίας της ΓΣΕΕ, ενώ στον εργοστασιακό συνδικαλισμό δημιουργούσαν μια νέα
Ομοσπονδία, την ΟΒΕΣ (Ομοσπονδία Βιομηχανικών Εργατικών Σωματείων).
Η ΟΒΕΣ, όπως αναφέρεται στο δεύτερο συνέδριό της, πάλευε ώστε ο συνδικαλισμός να είναι : «…πραγματικά αγωνιστικός, πραγματικά ταξικός συνδικαλισμός είναι αυτός που συνδυάζει τον αγώνα για τα άμεσα προβλήματα με τον ευρύτερο αγώνα για την επαναστατική μετατροπή της κοινωνίας, για την κατάργηση του συστήματος που δημιουργεί και αναπαράγει τα προβλήματα… Στόχος μας δεν είναι να εξωραΐσουμε το καπιταλιστικό σύστημα. Αλλά αναπτύσσοντας ένα πλατύ κίνημα εργατικού ελέγχου βάζουμε τις κατευθύνσεις για μία διέξοδο από την κρίση προς όφελος του εργαζόμενου λαού, για μία νέα κοινωνία».
Το σπάσιμο της ισοτιμίας χρυσού δολαρίου το 1971 με την πτώση της τιμής του δολαρίου ανάγκασε τις κυβερνήσεις να αντιμετωπίσουν τις
συνέπειες από τον πληθωρισμό και την οικονομική κάμψη λόγω της νομισματικής ανισορροπίας που προκλήθηκε στο διεθνές εμπόριο με αύξηση του δανεισμού. Η αστάθεια τον τιμών, ο πληθωρισμός και η ύφεση που τροφοδοτήθηκαν από τις συνεχόμενες αλλαγές στις ισοτιμίες των νομισμάτων, περιόρισαν δραστικά την λειτουργία του διεθνούς εμπορίου σύμφωνα με τα μέχρι τότε δεδομένα.
Ας δούμε πιο αναλυτικά:
Η πτώση του δολαρίου επέφερε την αύξηση τιμών των πρώτων υλών (κύρια του πετρελαίου) με την οποία οι παραγωγοί χώρες προσπαθούσαν να αντικρούσουν την χασούρα. Αυτό δημιουργούσε το πρόβλημα του εισαγόμενου πληθωρισμού στις χώρες προμηθευτές πετρελαίου, και έφερε ανατιμήσεις εμπορευμάτων, εξανέμιση των εισοδημάτων, κλπ.
Σε πολλές περιπτώσεις οι συνέπειες αυτές στο πρώτο διάστημα αντιμετωπίστηκαν από τα κράτη με ισχυρό τραπεζικό δανεισμό και χαμηλά επιτόκια προς τις επιχειρήσεις ώστε με επενδύσεις να γίνουν εξαγωγικές και να φέρνουν συνάλλαγμα στις χώρες για να αντιμετωπίσουν την εσωτερική δυσπραγία. Η κίνηση αυτή έγινε από πολλές χώρες της εποχής και εντάθηκε την περίοδο 71-75. Αλλά ακριβώς επειδή η παγκόσμια αγορά δεν μπορεί να γεμίσει μόνο με παραγωγούς που εξάγουν, οι πιο αδύνατοι ανταγωνιστικά αντιμετώπισαν πρόβλημα.
Έτσι, όταν επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο η θέση αυτών των επιχειρήσεων, λόγω της επόμενης φάσης της πετρελαϊκής κρίσης 1979-80, η χαμηλή ανταγωνιστικότητα και ο υψηλός δανεισμός μετατράπηκαν σε βρόγχο.
Και η κορύφωση αυτής της τάσης δεν άργησε να έρθει αμείλικτη και σκληρή, όταν η FED (Ομοσπονδιακή Τράπεζα των HΠA) με απόφαση του τότε διοικητή της Βολκερ για να ξεφουσκώσει τον πληθωρισμό και να επανακτήσει μέρος από την χαμένη αξία του δολαρίου, αποφάσισε να
διπλασιάσει τα επιτόκια για να στρέψει τα κεφάλαια σε αγορές δολαρίων.
Ο διπλασιασμός του βασικού επιτοκίου συναλλαγών των τραπεζών έγινε σε μια νύχτα. Ήταν αδύνατο πλέον από την επόμενη μέρα να αντιμετωπίσουν αυτές οι επιχειρήσεις την εξυπηρέτηση των δανείων τους, λόγω της απότομης αύξησης των επιτοκίων.
Οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα αντιμετώπισαν αυτούς τους σπασμούς με
δανεισμό και εθνικοποιήσεις υπερχρεωμένων επιχειρήσεων. Η Ολυμπιακή επί Κω/νου Καραμανλή κρατικοποιήθηκε ξελαφρώνοντας τον Ωνάση από τον «κουβά με τα σκατά», όπως ο ίδιος έλεγε. Γι αυτή την βοήθεια κατηγορήθηκε σαν κρυφό-κομμουνιστής ο Κ. Καραμανλής.
Το δε ΠΑΣΟΚ της πρώτης περιόδου 81-82 προώθησε την λύση της
«εθνικοποίησης του χρέους» των προβληματικών επιχειρήσεων μέσα στην καρδιά αυτής της νομισματικής αλλαγής. Συνεχίζοντας ετσι την πολιτική που η Δεξιά κυβέρνηση του Ράλλη είχε ξεκινήσει με την δημιουργία του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων. Επιλέγοντας, και τότε, να σώσει τις τράπεζες από την άμεση χρεοκοπία, και ταυτόχρονα να υλοποιήσει ένα μέρος των υποσχέσεων προς τους εργαζόμενους που το είχαν μόλις εκλέξει, στράφηκε σε μεγαλύτερο εξωτερικό δανεισμό που επιδείνωσε ανεπανόρθωτα από τότε το χρέος της χώρας. Ο δανεισμός που έκανε το ΠΑΣΟΚ για να ανταποκριθεί στις πιέσεις της ταξικής πάλης στην Ελλάδα αλλά και στην διάσωση του εγχώριου κεφαλαίου, που αιτία είχαν την διεθνή κρίση του καπιταλισμού, συμπαρασύρθηκε από την διεθνή αύξηση των επιτοκίων, δηλαδή τις συνέπειες της διεθνούς κρίσης με κέντρο τις ΗΠΑ, φουσκώνοντας το λογαριασμό για την εξυπηρέτηση του χρέους.
Όλο αυτό το διάστημα οι ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων που δεν τα κατάφερναν στον στίβο του ανταγωνισμού, εκβίαζαν με την ανεργία των εργατών που απασχολούσαν και τις κρατούσαν ανοιχτές με κρατικές παραγγελιές εξασφαλισμένου κέρδους (ΠΥΡΚΑΛ 10% κλπ).
Οι εργατικοί αγώνες που αναπτύχτηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του 70 για την προστασία της δουλειάς στις υπερχρεωμένες επιχειρήσεις αλλά και του εισοδήματος, που εξανεμιζόταν λόγω του υψηλού πληθωρισμού, στο σύνολο των εργατών είχαν διαμορφώσει ένα ισχυρό εργατικό κίνημα που έθεσε τότε το αίτημα της κρατικοποίησης των προβληματικών.
Ήταν η εποχή που οι εργάτες ξεπέρασαν το σκόπελο της δοτής ηγεσίας της ΓΣΕΕ, ενώ στον εργοστασιακό συνδικαλισμό δημιουργούσαν μια νέα
Ομοσπονδία, την ΟΒΕΣ (Ομοσπονδία Βιομηχανικών Εργατικών Σωματείων).
Η ΟΒΕΣ, όπως αναφέρεται στο δεύτερο συνέδριό της, πάλευε ώστε ο συνδικαλισμός να είναι : «…πραγματικά αγωνιστικός, πραγματικά ταξικός συνδικαλισμός είναι αυτός που συνδυάζει τον αγώνα για τα άμεσα προβλήματα με τον ευρύτερο αγώνα για την επαναστατική μετατροπή της κοινωνίας, για την κατάργηση του συστήματος που δημιουργεί και αναπαράγει τα προβλήματα… Στόχος μας δεν είναι να εξωραΐσουμε το καπιταλιστικό σύστημα. Αλλά αναπτύσσοντας ένα πλατύ κίνημα εργατικού ελέγχου βάζουμε τις κατευθύνσεις για μία διέξοδο από την κρίση προς όφελος του εργαζόμενου λαού, για μία νέα κοινωνία».
Στην ΟΒΕΣ αντιτάχθηκε η ΕΣΑΚ υποστηρίζοντας τότε την κλαδική οργανωτική δομή των συνδικάτων, μια αναπαραγωγή της οργανωτικής δομής του συνδικαλιστικού κινήματος της εποχής των μικρομάγαζων και της βιοτεχνίας.
Το εγχείρημα υλοποιήθηκε ως εξής:
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ήρθε στην εξουσία το Δεκέμβρη του 1981, ακριβώς όταν τα κάστανα έπρεπε να βγουν από την φωτιά. Ισορροπούσε ανάμεσα στις εργατικές διεκδικήσεις, ιδίως των προβληματικών βιομηχανιών, και στις ανάγκες των τραπεζών να εξασφαλίσουν τα κεφάλαια που είχαν δανείσει στους ιδιώτες καπιταλιστές. Αν οι επιχειρήσεις αυτές χρεοκοπούσαν, οι τράπεζες κινδύνευαν να πτωχεύσουν όπως τώρα.
Αυτό που υλοποίησε το ΠΑΣΟΚ και “χαιρετίστηκε” τότε και από την ΕΣΑΚ (καθώς το «ενωτικό» προεδρείο της ΓΣEE μοιραζόταν ανάμεσα στην ΠAΣKE και την EΣAK) προήλθε από την πίεση που ασκούσε το εργατικό κίνημα με το κίνημα του εργοστασιακού συνδικαλισμού, αλλά ήταν μακράν των αιτημάτων που αυτό διατύπωνε ακόμα και στα συνθήματα του.
_«Ούτε δραχμή, στον Νιάρχο τον ληστή».
Αυτό που υλοποίησε το ΠΑΣΟΚ και “χαιρετίστηκε” τότε και από την ΕΣΑΚ (καθώς το «ενωτικό» προεδρείο της ΓΣEE μοιραζόταν ανάμεσα στην ΠAΣKE και την EΣAK) προήλθε από την πίεση που ασκούσε το εργατικό κίνημα με το κίνημα του εργοστασιακού συνδικαλισμού, αλλά ήταν μακράν των αιτημάτων που αυτό διατύπωνε ακόμα και στα συνθήματα του.
_«Ούτε δραχμή, στον Νιάρχο τον ληστή».
_«Έξω για πάντα ο Μποδοσάκης, εδώ και τώρα κρατικοποίηση»
Η διαπραγμάτευση έφερε το εξής αποτέλεσμα:
α) μετοχοποίησαν τα χρέη των ιδιωτών απαλλάσσοντάς τους από το βάρος των δανείων. β) το κράτος κατέθεσε 85 δις δραχμές στην Εθνική Τράπεζα σαν «αποζημίωση» για τις μετοχές που δέσμευε ο ΟΑΕ, βγάζοντας την τράπεζα από την δεινή οικονομική θέση που είχε περιέλθει. γ) ανέθεσαν στους εργαζόμενους να ξεχρεώσουν τις επιχειρήσεις φορτώνοντας στο παλιό χρέος και το νέο κόστος των αποζημιώσεων.
Όλον αυτό τον αχταρμά, την ανάληψη της κρίσης του ιδιωτικού καπιταλισμού στον τομέα της παραγωγής από το αστικό κράτος, τον
βάφτισαν «σοσιαλιστική λύση».
Από την πρόσκαιρη όμως αυτή λύση, που κράτησε 30 ολόκληρα χρόνια και που επιβλήθηκε λόγω της δυναμικής των εργατικών αγώνων έχουν γίνει γνωστές στις νεότερες γενιές μια σειρά από επιχειρήσεις που αλλιώς θα είχαν κλείσει.
Αυτή η μερική «νίκη» είναι που καλύπτει με αίγλη την παράταξη της ΠΑΣΚΕ, που με την βοήθεια μεγάλης μερίδας της εξωκοινοβουλευτικής
αριστεράς, ηγήθηκε τότε αυτών των αγώνων που «έσωσαν» θέσεις εργασίας τους οποίους ακόμα και σήμερα καπηλεύεται.
Ας δούμε όμως πως κατάφεραν, την μερική αυτή νίκη των εργατών που επιτεύχθηκε λόγω της δυναμικής ενοποίησης των εργατικών αγώνων που έθεταν σαφώς το αίτημα της υπέρβασης του καπιταλισμού, οι κυβερνώντες να την μεταστρέψουν σε διάσπαση της δυναμικής με την παγίδα της (συν)διαχείρισης.
Η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου τότε έβαλε όρους τους οποίους έπρεπε να εκπληρώνουν οι επιχειρήσεις αυτές για να ενταχθούν στο πρόγραμμα διάσωσης του ΟΑΕ. Έτσι διέσπασε την μέχρι τότε ενότητα του κινήματος διασπώντας και στρέφοντας τους εργάτες κάθε επιχείρησης να ενδιαφέρονται μόνο για το δικό τους μαγαζί. Στη συνέχεια βάζει τις ηγεσίες να διαπραγματεύονται μπόνους για την παραγωγικότητα των εργατών και των διευθυντικών στελεχών. Οι ηγεσίες αυτές αδύναμες πλέον και απαξιωμένες μετατρέπονται σε γρανάζι της κυβερνητικής μηχανής που τις εκμαυλίζει προσφέροντάς τους ταυτόχρονα προστασία. Ακουμπώντας στα βουλευτικά και υπουργικά γραφεία διαχειρίζονταν τα ρουσφέτια της εξουσίας, προσδοκώντας να αναρριχηθούν σε καμία βουλευτική ή υπουργική έδρα.
Παραθέτω από την εργασία της Κατερίνας Θωΐδου ένα απόσπασμα που πραγματικά θυμίζει πολλά σε μένα και τους παλιούς εργαζόμενους και πρέπει να διδάξει τους νέους: “Το κίνημα των Προβληματικών” .
Τη «λύση» που έδωσε το ΠΑΣΟΚ και χαιρέτησαν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες της ΠΑΣΚΕ αλλά και της ΕΣΑΚ (ΚΚΕ).
Το σχέδιο του ΠΑΣΟΚ περιλάμβανε επίσης τη συμμετοχή των εκπροσώπων των εργαζομένων στα όργανα διοίκησης των εργοστασίων. Αυτή η τακτική έδωσε τη δυνατότητα στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία να κρατά κάτω από τον έλεγχό της τις επιχειρήσεις και αφόπλισε το εργατικό κίνημα. Έτσι άρχισε ένα παζάρι για το ποιες επιχειρήσεις θα μπουν στον ΟΑΕ και ποιες όχι.
Τα σωματεία όσων εργοστάσιων μπήκαν στον ΟΑΕ, άρχισαν να ταυτίζονται με την υπεράσπιση της δικιάς τους επιχείρησης. Αντί για ένα ενιαίο κίνημα κατά των απολύσεων τα σωματεία άρχισαν να μπλέκονται στους ανταγωνισμούς των διευθυντών για το πόσο μεγάλη επιχορήγηση θα πάρουν.
Μέσα σε κάθε εργοστάσιο τα ΔΣ των σωματείων άρχισαν να μετατρέπονται σε απολογητές της εντατικοποίησης και των θυσιών για να «πάει μπροστά» η επιχείρηση. Αντί να συζητάνε για τις διεκδικήσεις άρχισαν να συζητάνε για το πώς θα βελτιωθεί η παραγωγικότητα. Για παράδειγμα στη ΛΑΡΚΟ σύμφωνα με τα στοιχεία του σωματείου η παραγωγικότητα αυξήθηκε κατά 16,5% το 1983 αν και δεν έγινε αύξηση του προσωπικού και κανένα έργο βελτίωσης των εγκαταστάσεων. Με βάση αυτή τη λογική πολλά εργοστασιακά σωματεία άρχισαν να αποδέχονται περικοπές στις κατακτήσεις της δεκαετίας του ‘70. Mοτίβο ήταν «δουλέψτε για να ξεχρεώσουμε».
Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες από εκεί που πρότασσαν την ταξική ενότητα κόντρα στους βιομήχανους άρχισαν να μιλούν για την ανάγκη
«αυτομόρφωσης» των εργαζομένων στις προβληματικές πάνω στο πώς λειτουργεί η αγορά, έτσι ώστε να μπορέσουν να λειτουργήσουν προς
όφελος της εθνικής οικονομίας. Αυτό σήμαινε προσαρμογή στις ανάγκες της αγοράς και πίεση να δεχτούν περισσότερες θυσίες. Μέσα στα πλαίσια της οικονομικής κρίσης μετά από λίγα χρόνια, ο κόσμος δούλεψε για να ξεπληρώσει τις τράπεζες αλλά άρχισε να χάνει τη δουλειά του γιατί οι επιχειρήσεις δεν έβγαζαν αρκετά κέρδη και άρχισαν ξανά τα κλεισίματα και οι απολύσεις.
Η διαπραγμάτευση έφερε το εξής αποτέλεσμα:
α) μετοχοποίησαν τα χρέη των ιδιωτών απαλλάσσοντάς τους από το βάρος των δανείων. β) το κράτος κατέθεσε 85 δις δραχμές στην Εθνική Τράπεζα σαν «αποζημίωση» για τις μετοχές που δέσμευε ο ΟΑΕ, βγάζοντας την τράπεζα από την δεινή οικονομική θέση που είχε περιέλθει. γ) ανέθεσαν στους εργαζόμενους να ξεχρεώσουν τις επιχειρήσεις φορτώνοντας στο παλιό χρέος και το νέο κόστος των αποζημιώσεων.
Όλον αυτό τον αχταρμά, την ανάληψη της κρίσης του ιδιωτικού καπιταλισμού στον τομέα της παραγωγής από το αστικό κράτος, τον
βάφτισαν «σοσιαλιστική λύση».
Από την πρόσκαιρη όμως αυτή λύση, που κράτησε 30 ολόκληρα χρόνια και που επιβλήθηκε λόγω της δυναμικής των εργατικών αγώνων έχουν γίνει γνωστές στις νεότερες γενιές μια σειρά από επιχειρήσεις που αλλιώς θα είχαν κλείσει.
Αυτή η μερική «νίκη» είναι που καλύπτει με αίγλη την παράταξη της ΠΑΣΚΕ, που με την βοήθεια μεγάλης μερίδας της εξωκοινοβουλευτικής
αριστεράς, ηγήθηκε τότε αυτών των αγώνων που «έσωσαν» θέσεις εργασίας τους οποίους ακόμα και σήμερα καπηλεύεται.
Ας δούμε όμως πως κατάφεραν, την μερική αυτή νίκη των εργατών που επιτεύχθηκε λόγω της δυναμικής ενοποίησης των εργατικών αγώνων που έθεταν σαφώς το αίτημα της υπέρβασης του καπιταλισμού, οι κυβερνώντες να την μεταστρέψουν σε διάσπαση της δυναμικής με την παγίδα της (συν)διαχείρισης.
Η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου τότε έβαλε όρους τους οποίους έπρεπε να εκπληρώνουν οι επιχειρήσεις αυτές για να ενταχθούν στο πρόγραμμα διάσωσης του ΟΑΕ. Έτσι διέσπασε την μέχρι τότε ενότητα του κινήματος διασπώντας και στρέφοντας τους εργάτες κάθε επιχείρησης να ενδιαφέρονται μόνο για το δικό τους μαγαζί. Στη συνέχεια βάζει τις ηγεσίες να διαπραγματεύονται μπόνους για την παραγωγικότητα των εργατών και των διευθυντικών στελεχών. Οι ηγεσίες αυτές αδύναμες πλέον και απαξιωμένες μετατρέπονται σε γρανάζι της κυβερνητικής μηχανής που τις εκμαυλίζει προσφέροντάς τους ταυτόχρονα προστασία. Ακουμπώντας στα βουλευτικά και υπουργικά γραφεία διαχειρίζονταν τα ρουσφέτια της εξουσίας, προσδοκώντας να αναρριχηθούν σε καμία βουλευτική ή υπουργική έδρα.
Παραθέτω από την εργασία της Κατερίνας Θωΐδου ένα απόσπασμα που πραγματικά θυμίζει πολλά σε μένα και τους παλιούς εργαζόμενους και πρέπει να διδάξει τους νέους: “Το κίνημα των Προβληματικών” .
Τη «λύση» που έδωσε το ΠΑΣΟΚ και χαιρέτησαν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες της ΠΑΣΚΕ αλλά και της ΕΣΑΚ (ΚΚΕ).
Το σχέδιο του ΠΑΣΟΚ περιλάμβανε επίσης τη συμμετοχή των εκπροσώπων των εργαζομένων στα όργανα διοίκησης των εργοστασίων. Αυτή η τακτική έδωσε τη δυνατότητα στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία να κρατά κάτω από τον έλεγχό της τις επιχειρήσεις και αφόπλισε το εργατικό κίνημα. Έτσι άρχισε ένα παζάρι για το ποιες επιχειρήσεις θα μπουν στον ΟΑΕ και ποιες όχι.
Τα σωματεία όσων εργοστάσιων μπήκαν στον ΟΑΕ, άρχισαν να ταυτίζονται με την υπεράσπιση της δικιάς τους επιχείρησης. Αντί για ένα ενιαίο κίνημα κατά των απολύσεων τα σωματεία άρχισαν να μπλέκονται στους ανταγωνισμούς των διευθυντών για το πόσο μεγάλη επιχορήγηση θα πάρουν.
Μέσα σε κάθε εργοστάσιο τα ΔΣ των σωματείων άρχισαν να μετατρέπονται σε απολογητές της εντατικοποίησης και των θυσιών για να «πάει μπροστά» η επιχείρηση. Αντί να συζητάνε για τις διεκδικήσεις άρχισαν να συζητάνε για το πώς θα βελτιωθεί η παραγωγικότητα. Για παράδειγμα στη ΛΑΡΚΟ σύμφωνα με τα στοιχεία του σωματείου η παραγωγικότητα αυξήθηκε κατά 16,5% το 1983 αν και δεν έγινε αύξηση του προσωπικού και κανένα έργο βελτίωσης των εγκαταστάσεων. Με βάση αυτή τη λογική πολλά εργοστασιακά σωματεία άρχισαν να αποδέχονται περικοπές στις κατακτήσεις της δεκαετίας του ‘70. Mοτίβο ήταν «δουλέψτε για να ξεχρεώσουμε».
Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες από εκεί που πρότασσαν την ταξική ενότητα κόντρα στους βιομήχανους άρχισαν να μιλούν για την ανάγκη
«αυτομόρφωσης» των εργαζομένων στις προβληματικές πάνω στο πώς λειτουργεί η αγορά, έτσι ώστε να μπορέσουν να λειτουργήσουν προς
όφελος της εθνικής οικονομίας. Αυτό σήμαινε προσαρμογή στις ανάγκες της αγοράς και πίεση να δεχτούν περισσότερες θυσίες. Μέσα στα πλαίσια της οικονομικής κρίσης μετά από λίγα χρόνια, ο κόσμος δούλεψε για να ξεπληρώσει τις τράπεζες αλλά άρχισε να χάνει τη δουλειά του γιατί οι επιχειρήσεις δεν έβγαζαν αρκετά κέρδη και άρχισαν ξανά τα κλεισίματα και οι απολύσεις.
Έτσι το ΠΑΣΟΚ πέρασε από τα μεγάλα λόγια για τις ευθύνες των βιομηχάνων και την ανάγκη παρέμβασης του κράτους με τη συναίνεση των εργαζομένων, στις συκοφαντίες σε βάρος του συνδικαλιστικού κινήματος ότι δήθεν με τις υπερβολικές διεκδικήσεις τους επιβάρυναν την χρεοκοπία των προβληματικών. Ταυτόχρονα άρχισε η προπαγάνδα για τους χαραμοφάηδες των προβληματικών που δήθεν τους συντηρούν οι άλλοι εργαζόμενοι.
Η πραγματικότητα ήταν όμως ότι το κράτος ξόδευε έναν τεράστιο προϋπολογισμό για να πληρώνει τόκους στις τράπεζες για το δημόσιο.
Το γεγονός ότι οι απόπειρες του ΠΑΣΟΚ δεν έλυσαν το πρόβλημα χρησιμοποιήθηκε και από τον Σημίτη και από την κυβέρνηση Μητσοτάκη ως επιχείρημα υπέρ της «ελεύθερης αγοράς» και των ιδιωτικοποιήσεων. Ταυτόχρονα χρησιμοποιήθηκε και σαν χτύπημα απέναντι στα συνδικάτα και στο κίνημα. Όσες επιχειρήσεις επιβίωσαν η κυβέρνηση Μητσοτάκη τους έδωσε το τελειωτικό χτύπημα…”.
Αν το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα το 1981 έσωσε τις τράπεζες στέλνοντας το λογαριασμό στους εργάτες, εκμαυλίζοντας τις συνδικαλιστικές ηγεσίες του, δεν μπορεί να υπάρχει καμία αμφιβολία για το τι είναι ικανό να κάνει το ΠΑΣΟΚ του Γιωργάκη σήμερα που ξανά, όπως και τότε, κινδυνεύουν οι τράπεζες της Ελλάδας απειλώντας με ντόμινο τις τράπεζες Ευρώπης και Αμερικής.
Ό,τι απόμεινε τότε από τα όνειρα για μια πορεία πέραν του καπιταλιστικού συστήματος κλονίστηκε από την κατάρρευση της πρώτης χώρας όπου η εργατιά πειραματιζόταν τα βήματα της δικής της εξουσίας, με κύρια ευθύνη γι αυτή την κατάρρευση της σταλινικής γραφειοκρατίας και του μοντέλου διαχείρισης που επέβαλε τόσο στην χώρα του Οκτώβρη όσο και σε όλες όσες αποτέλεσαν τον λεγόμενο «υπαρκτό σοσιαλισμό».
Μέσα σε αυτό το κλίμα της εποχής που διαφημιζόταν ωσάν το «τέλος της ιστορίας» από τον Φουκουγιάμα, ήταν που ο ενιαίος Συνασπισμός με την συγκυβέρνηση παρέδωσε την εξουσία στον αρχάγγελο της κάθαρσης Μητσοτάκη, ο οποίος καθάρισε το θέμα των προβληματικών στέλνοντας στο σπίτι τους 6500 εργάτες και δωρίζοντας τα κουφάρια των κλεισμένων εργοστάσιων να κοσμούν σαν παράσημα την συνδικαλιστική αυταπάτη, περί συν-διαχείρισης ενός «ανθρώπινου καπιταλισμού».
Από τότε η συνδικαλιστική παράταξη της ΠΑΣΚΕ με κύρια ευθύνη της ηγεσίας της είναι παραδομένη μέσα στην ομίχλη των ονειρώξεων της ελληνικής άρχουσας τάξης, από την ισχυρή Ελλάδα του νότιου ανατολικού άκρου της Ευρώπης, στην ένταξη στον σκληρό πυρήνα του ευρώ και από το ζωντάνεμα του ολυμπισμού και της Πυθίας μέχρι τα σχέδια του ενεργειακού Ελντοράντο και τα «πράσινα άλογα» του Γιωργάκη, ξεκόβεται από τους εργάτες και με τα αστικά ιδεολογήματα προσπαθεί να τους εμποδίσει από την επανεξέταση της μέχρι τώρα πορείας του εργατικού κινήματος σερβίροντας ένα ξαναζεσταμένο φαγητό.
Σήμερα
Καθώς το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα σταθερότητας βάζει στο στόχαστρο όλη τη δημόσια περιουσία που διαχειρίζεται το αστικό κράτος, ο εφιάλτης της «ανασυγκρότησης» και της διάλυσης των εργασιακών σχέσεων επιστρέφει ξανά. Σημαντικό μέρος των εργαζομένων δουλεύει κάτω από αμφίβολες συνθήκες εργασίας μέσω εργολαβικών συμβολαίων, όπως σε όλη τη βιομηχανία μετάλλου.
Το σημερινό αίτημα που διαμορφώνεται από τις συνδικαλιστικές παρατάξεις της ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ, υπό την απειλή της εκποίησης της δημόσιας περιουσίας που συμπίπτει με τη περίοδο χρεοκοπίας του ελληνικού καπιταλισμού και του αστικού κράτους, είναι η υπεράσπιση του «δημόσιου χαραχτήρα της επιχείρησης», προτείνοντας ένα φάρμακο για «πάσα νόσο», το δε ΠΑΜΕ συνηγορεί σε αυτό με την προσθήκη «Αποκλειστικά δημόσιος, ενιαίος φορέας ορυκτού πλούτου, στην υπηρεσία των λαϊκών αναγκών, με συμμετοχή της ΛΑΡΚΟ». Δεν αναφέρουν όμως τίνος θα είναι η εξουσία του Δημόσιου αυτού που θα επιβάλει τις λύσεις.
Το πούλημα της ΛΑΡΚΟ σήμερα στους ιδιώτες από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, έρχεται να βάλει ταφόπλακα στην ασφάλεια και την εγγύηση της εργασίας σε όλες τις δημόσιες επιχειρήσεις, με πρώτο στην λίστα τον ΟΣΕ και τις αστικές συγκοινωνίες. Η δέσμευση της κυβέρνησης προς τους διεθνείς τραπεζίτες για ξεπούλημα των κρατικών επιχειρήσεων προς άγρα 50 δις για τη διάσωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των διεθνών τοκογλύφων είναι αμετάκλητη (ή πουλιόμαστε ή χανόμαστε, για να τροποποιήσουμε το δίλημμα των πράσινων υπουργών).
Τα αιτήματα για την διατήρηση του «δημόσιου χαραχτήρα» της επιχείρησης που προωθούνται προς το συνδικάτο της ΛΑΡΚΟ από τα ανώτερα συνδικαλιστικά όργανα ΓΣΕΕ, ΠΟΕΜ και τις παρατάξεις ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ είναι ανεπαρκή καθώς σκοντάφτουν στο ότι την εξουσία του Δημόσιου την έχει σήμερα μια κυβέρνηση που είναι δέσμια των διεθνών και ντόπιων τοκογλύφων και των επιλογών που αυτοί επιβάλλουν.
Με άλλα λόγια επιμένουν για δημόσιο χαρακτήρα όταν αυτός χάνεται ήδη από την πολιτική της κυβέρνησης που με πρωτοφανείς τρόπους περνάει στα χέρια του κεφαλαίου και των πολιτικών εκφραστών του την Δημόσια περιουσία, από τις επιχειρήσεις μέχρι τους δρόμους.
Ταυτόχρονα, η «διαχείριση προς όφελος της κοινωνίας» του ΚΚΕ δεν απαντά ούτε αυτή στο ερώτημα από ποιον μπορεί να γίνει. Και εμπεριέχει τον κίνδυνο να καλλιεργούνται νέες αυταπάτες στους εργάτες, όταν επιτρέπεται να αιωρείται η ιδέα ότι μια καπιταλιστική κυβέρνηση μιας χρεοκοπημένης χώρας και μάλιστα στο μέσο της χειρότερης κρίσης που γνωρίζει το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα, θα λειτουργήσει τις επιχειρήσεις προς όφελος της κοινωνίας!
Ενδεικτική είναι η πρόσφατη εμπειρία από την διαχείριση της εταιρίας την εποχή του Κωστάκη Καραμανλή (του μικρού) που ενώ το νικέλιο έκανε ρεκόρ υψηλών τιμών, το εργοστάσιο με ευθύνη της διορισμένης διοίκησης εξασφάλιζε με τις συμφωνίες που έκλεινε στην αγορά, την υψηλή κερδοφορία διεθνών εμπορικών οίκων, φέρνοντάς το στα πρόθυρα κλεισίματος από χρέη.
Και η διεθνής εμπειρία από το παρελθόν αλλά και από τα πρόσφατα γεγονότα επιβεβαιώνουν, ότι όχι μόνο δεν τους καίγεται καρφί για την
τύχη των εργατών, αλλά δουλεύουν εντατικά προς την κατεύθυνση να επαναφέρουν τις εργασιακές σχέσεις, στο επίπεδο των εργασιακών
δικαιωμάτων των αρχών του προηγούμενου αιώνα.
Γι’ αυτό γίνεται και επικίνδυνη από την άποψη αυτή η προώθηση των αιτημάτων αυτών γιατί καλλιεργεί την αυταπάτη ότι η κυβέρνηση των τοκογλύφων μπορεί να δώσει λύσεις που να διασφαλίζουν τους εργάτες. Ενώ αυτό που πρέπει να καταλάβουν σήμερα οι εργάτες, είναι το προφανέςπλέον ότι δηλαδή δεν θα τους προστατέψει καμία εξουσία, εκτός αν αυτή η εξουσία είναι η δική τους εξουσία.
Είναι προφανές λοιπόν, όπως και σε άλλους αγώνες που διεξήχθησαν την προηγούμενη περίοδο και όπως προειδοποιήσαμε τους εργαζόμενους της ΔΕΗ, των Ελληνικών Αμυντικών Συστημάτων, το ίδιο κάνουμε και με τους εργάτες της ΛΑΡΚΟ:
Μόλις η κυβέρνηση καθαρίσει τις συγκοινωνίες το επόμενο θύμα θα είναι η ΔΕΗ. Καθαρίζοντας με τη ΔΕΗ, δύσκολα θα μπορέσει άλλο σωματείο του ευρύτερου δημόσιου τομέα να αντιταχτεί αποτελεσματικά απέναντι στην εξουσία του κεφαλαίου, των τοκογλύφων και των τροϊκάνων.
Για να υπάρξει μια αποτελεσματική απάντηση στα εκρηκτικά ζητήματα που βάζει η καπιταλιστική κρίση, αναγκαίος όρος είναι η πλήρης και
οριστική αποδέσμευση από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες που πρώτα μιλάνε με τη κυβέρνηση της χρεοκοπίας, τον ΣΕB και τους τροϊκανούς και μετά με τους εργάτες.
Το σύνθημά μας πρέπει να είναι: «Παίρνουμε τη ζωή στα χέρια μας», μέσα από τις γενικές συνελεύσεις, απευθυνόμενοι στο ενεργό και άνεργο εργατικό δυναμικό και όλα τα μαχόμενα τμήματα της εργατικής τάξης, ιδιαίτερα τα πιο καταπιεσμένα. Καθήκον είναι η ανάληψη της ευθύνης των αγώνων από τα πιο πρωτοπόρα τμήματα των εργατών ώστε να αποδεσμευτούν από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες του παρελθόντος, που τους «έσωσαν» σε μια άλλη ιστορική περίοδο που το τότε αστικό κράτος μπορούσε να «σώσει», συσσωρεύοντας ένα δυσθεώρητο χρέος στη πλάτη των εργατών.
Η μετά-μνημονική εποχή έχει δείξει ότι η κυβέρνηση της χρεοκοπίας μπορεί να υποσχεθεί τα πάντα στους εργάτες μέχρι την ώρα που τους τινάζει τα μυαλά στον αέρα: Αυτό το πιστόλι κράταγε ανέκαθεν ο Γιωργάκης, το πιστόλι των τραπεζιτών και του ΔΝΤ. Και το κράταγε λέγοντας να μην ανησυχούμε, «λεφτά υπάρχουν».
Η πραγματικότητα ήταν όμως ότι το κράτος ξόδευε έναν τεράστιο προϋπολογισμό για να πληρώνει τόκους στις τράπεζες για το δημόσιο.
Το γεγονός ότι οι απόπειρες του ΠΑΣΟΚ δεν έλυσαν το πρόβλημα χρησιμοποιήθηκε και από τον Σημίτη και από την κυβέρνηση Μητσοτάκη ως επιχείρημα υπέρ της «ελεύθερης αγοράς» και των ιδιωτικοποιήσεων. Ταυτόχρονα χρησιμοποιήθηκε και σαν χτύπημα απέναντι στα συνδικάτα και στο κίνημα. Όσες επιχειρήσεις επιβίωσαν η κυβέρνηση Μητσοτάκη τους έδωσε το τελειωτικό χτύπημα…”.
Αν το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα το 1981 έσωσε τις τράπεζες στέλνοντας το λογαριασμό στους εργάτες, εκμαυλίζοντας τις συνδικαλιστικές ηγεσίες του, δεν μπορεί να υπάρχει καμία αμφιβολία για το τι είναι ικανό να κάνει το ΠΑΣΟΚ του Γιωργάκη σήμερα που ξανά, όπως και τότε, κινδυνεύουν οι τράπεζες της Ελλάδας απειλώντας με ντόμινο τις τράπεζες Ευρώπης και Αμερικής.
Ό,τι απόμεινε τότε από τα όνειρα για μια πορεία πέραν του καπιταλιστικού συστήματος κλονίστηκε από την κατάρρευση της πρώτης χώρας όπου η εργατιά πειραματιζόταν τα βήματα της δικής της εξουσίας, με κύρια ευθύνη γι αυτή την κατάρρευση της σταλινικής γραφειοκρατίας και του μοντέλου διαχείρισης που επέβαλε τόσο στην χώρα του Οκτώβρη όσο και σε όλες όσες αποτέλεσαν τον λεγόμενο «υπαρκτό σοσιαλισμό».
Μέσα σε αυτό το κλίμα της εποχής που διαφημιζόταν ωσάν το «τέλος της ιστορίας» από τον Φουκουγιάμα, ήταν που ο ενιαίος Συνασπισμός με την συγκυβέρνηση παρέδωσε την εξουσία στον αρχάγγελο της κάθαρσης Μητσοτάκη, ο οποίος καθάρισε το θέμα των προβληματικών στέλνοντας στο σπίτι τους 6500 εργάτες και δωρίζοντας τα κουφάρια των κλεισμένων εργοστάσιων να κοσμούν σαν παράσημα την συνδικαλιστική αυταπάτη, περί συν-διαχείρισης ενός «ανθρώπινου καπιταλισμού».
Από τότε η συνδικαλιστική παράταξη της ΠΑΣΚΕ με κύρια ευθύνη της ηγεσίας της είναι παραδομένη μέσα στην ομίχλη των ονειρώξεων της ελληνικής άρχουσας τάξης, από την ισχυρή Ελλάδα του νότιου ανατολικού άκρου της Ευρώπης, στην ένταξη στον σκληρό πυρήνα του ευρώ και από το ζωντάνεμα του ολυμπισμού και της Πυθίας μέχρι τα σχέδια του ενεργειακού Ελντοράντο και τα «πράσινα άλογα» του Γιωργάκη, ξεκόβεται από τους εργάτες και με τα αστικά ιδεολογήματα προσπαθεί να τους εμποδίσει από την επανεξέταση της μέχρι τώρα πορείας του εργατικού κινήματος σερβίροντας ένα ξαναζεσταμένο φαγητό.
Σήμερα
Καθώς το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα σταθερότητας βάζει στο στόχαστρο όλη τη δημόσια περιουσία που διαχειρίζεται το αστικό κράτος, ο εφιάλτης της «ανασυγκρότησης» και της διάλυσης των εργασιακών σχέσεων επιστρέφει ξανά. Σημαντικό μέρος των εργαζομένων δουλεύει κάτω από αμφίβολες συνθήκες εργασίας μέσω εργολαβικών συμβολαίων, όπως σε όλη τη βιομηχανία μετάλλου.
Το σημερινό αίτημα που διαμορφώνεται από τις συνδικαλιστικές παρατάξεις της ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ, υπό την απειλή της εκποίησης της δημόσιας περιουσίας που συμπίπτει με τη περίοδο χρεοκοπίας του ελληνικού καπιταλισμού και του αστικού κράτους, είναι η υπεράσπιση του «δημόσιου χαραχτήρα της επιχείρησης», προτείνοντας ένα φάρμακο για «πάσα νόσο», το δε ΠΑΜΕ συνηγορεί σε αυτό με την προσθήκη «Αποκλειστικά δημόσιος, ενιαίος φορέας ορυκτού πλούτου, στην υπηρεσία των λαϊκών αναγκών, με συμμετοχή της ΛΑΡΚΟ». Δεν αναφέρουν όμως τίνος θα είναι η εξουσία του Δημόσιου αυτού που θα επιβάλει τις λύσεις.
Το πούλημα της ΛΑΡΚΟ σήμερα στους ιδιώτες από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, έρχεται να βάλει ταφόπλακα στην ασφάλεια και την εγγύηση της εργασίας σε όλες τις δημόσιες επιχειρήσεις, με πρώτο στην λίστα τον ΟΣΕ και τις αστικές συγκοινωνίες. Η δέσμευση της κυβέρνησης προς τους διεθνείς τραπεζίτες για ξεπούλημα των κρατικών επιχειρήσεων προς άγρα 50 δις για τη διάσωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των διεθνών τοκογλύφων είναι αμετάκλητη (ή πουλιόμαστε ή χανόμαστε, για να τροποποιήσουμε το δίλημμα των πράσινων υπουργών).
Τα αιτήματα για την διατήρηση του «δημόσιου χαραχτήρα» της επιχείρησης που προωθούνται προς το συνδικάτο της ΛΑΡΚΟ από τα ανώτερα συνδικαλιστικά όργανα ΓΣΕΕ, ΠΟΕΜ και τις παρατάξεις ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ είναι ανεπαρκή καθώς σκοντάφτουν στο ότι την εξουσία του Δημόσιου την έχει σήμερα μια κυβέρνηση που είναι δέσμια των διεθνών και ντόπιων τοκογλύφων και των επιλογών που αυτοί επιβάλλουν.
Με άλλα λόγια επιμένουν για δημόσιο χαρακτήρα όταν αυτός χάνεται ήδη από την πολιτική της κυβέρνησης που με πρωτοφανείς τρόπους περνάει στα χέρια του κεφαλαίου και των πολιτικών εκφραστών του την Δημόσια περιουσία, από τις επιχειρήσεις μέχρι τους δρόμους.
Ταυτόχρονα, η «διαχείριση προς όφελος της κοινωνίας» του ΚΚΕ δεν απαντά ούτε αυτή στο ερώτημα από ποιον μπορεί να γίνει. Και εμπεριέχει τον κίνδυνο να καλλιεργούνται νέες αυταπάτες στους εργάτες, όταν επιτρέπεται να αιωρείται η ιδέα ότι μια καπιταλιστική κυβέρνηση μιας χρεοκοπημένης χώρας και μάλιστα στο μέσο της χειρότερης κρίσης που γνωρίζει το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα, θα λειτουργήσει τις επιχειρήσεις προς όφελος της κοινωνίας!
Ενδεικτική είναι η πρόσφατη εμπειρία από την διαχείριση της εταιρίας την εποχή του Κωστάκη Καραμανλή (του μικρού) που ενώ το νικέλιο έκανε ρεκόρ υψηλών τιμών, το εργοστάσιο με ευθύνη της διορισμένης διοίκησης εξασφάλιζε με τις συμφωνίες που έκλεινε στην αγορά, την υψηλή κερδοφορία διεθνών εμπορικών οίκων, φέρνοντάς το στα πρόθυρα κλεισίματος από χρέη.
Και η διεθνής εμπειρία από το παρελθόν αλλά και από τα πρόσφατα γεγονότα επιβεβαιώνουν, ότι όχι μόνο δεν τους καίγεται καρφί για την
τύχη των εργατών, αλλά δουλεύουν εντατικά προς την κατεύθυνση να επαναφέρουν τις εργασιακές σχέσεις, στο επίπεδο των εργασιακών
δικαιωμάτων των αρχών του προηγούμενου αιώνα.
Γι’ αυτό γίνεται και επικίνδυνη από την άποψη αυτή η προώθηση των αιτημάτων αυτών γιατί καλλιεργεί την αυταπάτη ότι η κυβέρνηση των τοκογλύφων μπορεί να δώσει λύσεις που να διασφαλίζουν τους εργάτες. Ενώ αυτό που πρέπει να καταλάβουν σήμερα οι εργάτες, είναι το προφανέςπλέον ότι δηλαδή δεν θα τους προστατέψει καμία εξουσία, εκτός αν αυτή η εξουσία είναι η δική τους εξουσία.
Είναι προφανές λοιπόν, όπως και σε άλλους αγώνες που διεξήχθησαν την προηγούμενη περίοδο και όπως προειδοποιήσαμε τους εργαζόμενους της ΔΕΗ, των Ελληνικών Αμυντικών Συστημάτων, το ίδιο κάνουμε και με τους εργάτες της ΛΑΡΚΟ:
Μόλις η κυβέρνηση καθαρίσει τις συγκοινωνίες το επόμενο θύμα θα είναι η ΔΕΗ. Καθαρίζοντας με τη ΔΕΗ, δύσκολα θα μπορέσει άλλο σωματείο του ευρύτερου δημόσιου τομέα να αντιταχτεί αποτελεσματικά απέναντι στην εξουσία του κεφαλαίου, των τοκογλύφων και των τροϊκάνων.
Για να υπάρξει μια αποτελεσματική απάντηση στα εκρηκτικά ζητήματα που βάζει η καπιταλιστική κρίση, αναγκαίος όρος είναι η πλήρης και
οριστική αποδέσμευση από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες που πρώτα μιλάνε με τη κυβέρνηση της χρεοκοπίας, τον ΣΕB και τους τροϊκανούς και μετά με τους εργάτες.
Το σύνθημά μας πρέπει να είναι: «Παίρνουμε τη ζωή στα χέρια μας», μέσα από τις γενικές συνελεύσεις, απευθυνόμενοι στο ενεργό και άνεργο εργατικό δυναμικό και όλα τα μαχόμενα τμήματα της εργατικής τάξης, ιδιαίτερα τα πιο καταπιεσμένα. Καθήκον είναι η ανάληψη της ευθύνης των αγώνων από τα πιο πρωτοπόρα τμήματα των εργατών ώστε να αποδεσμευτούν από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες του παρελθόντος, που τους «έσωσαν» σε μια άλλη ιστορική περίοδο που το τότε αστικό κράτος μπορούσε να «σώσει», συσσωρεύοντας ένα δυσθεώρητο χρέος στη πλάτη των εργατών.
Η μετά-μνημονική εποχή έχει δείξει ότι η κυβέρνηση της χρεοκοπίας μπορεί να υποσχεθεί τα πάντα στους εργάτες μέχρι την ώρα που τους τινάζει τα μυαλά στον αέρα: Αυτό το πιστόλι κράταγε ανέκαθεν ο Γιωργάκης, το πιστόλι των τραπεζιτών και του ΔΝΤ. Και το κράταγε λέγοντας να μην ανησυχούμε, «λεφτά υπάρχουν».
Η κυβέρνηση αυτή με τις παλιές αυτές ηγεσίες, δουλεύουν χέρι-χέρι.
Είναι συνδεμένοι και οι δυό, με όσους χρεοκόπησαν τη χώρα στέλνοντας στην ανεργία 800.000 εργαζόμενους, έχουν προωθήσει, με τους «διαλόγους των κοινωνικών εταίρων», τις ελαστικές σχέσεις εργασίας σε άλλο 1.000.000, εξαφανίζοντας τα εργατικά δικαιώματα με την υπογραφή του μνημονίου. Ποιος μπορεί να έχει εμπιστοσύνη σήμερα σε αυτούς τους συνδικαλιστές;
Η αναζήτηση των σημερινών λύσεων θα προκύψει μέσα από μια διαδικασία σύγκρουσης ενάντια σε όλους αυτούς που αποτελούν το μακρύ χέρι της κυβέρνησης μέσα στα συνδικάτα. Δεν μπορεί να υπολογίζει στα σοβαρά κανείς ότι οι λύσεις θα βρεθούν
από τις συσκέψεις συνδικαλιστών γραφειοκρατών με γνώμονα να βρεθούν ενέργειες που θα κάνουν ντόρο στα κανάλια!
Αν κάποιος θα ήθελε πραγματικά να αγωνιστεί, το πρώτο πράγμα που θα έπρεπε να είχε κάνει ήταν να αντιταχτεί στην πώληση του ΟΣΕ, στην
αποδιάρθρωση των συγκοινωνιών που τράβηξαν δυο μήνες απεργίες, χωρίς κανένα σωματείο του ευρύτερου δημόσιου τομέα να κηρύξει ούτε μια στάση εργασίας.
Η «σωτηρία» της ΛΑΡΚΟ, όπως και των άλλων δημόσιων επιχειρήσεων, δεν μπορεί να δοθεί αποσπασματικά και με τους συνδικαλιστικούς
ερασιτεχνισμούς που στοχεύουν στην τηλεθέαση σε μια εποχή που η επαναστατική δράση εκατομμυρίων εργατών αλλάζει ραγδαία ολόκληρο τον αραβικό κόσμο και προκαλεί ρίγη φόβου στο αμερικάνικο και ευρωπαϊκό κεφάλαιο.
Και απαραίτητη προϋπόθεση είναι να λυθούνε οι εσωτερικές διαφορές ανάμεσα σε μόνιμους και εργολαβικούς εργάτες, καθώς και κάθε άλλης
μορφής εργατών, να βρεθούν τα πεδία που θα στεριώσουν συμμαχίες μεταξύ των εργατών, ώστε να δώσουν κοινούς αγώνες. Η ενοποίηση σε ένα εργοστασιακό σωματείο που θα προστατεύει τους εργάτες με βάση το «ένας για όλους και όλοι για έναν», ανεξάρτητα της εργασιακής σχέσης με την οποία παρέχει την εργασία του στην επιχείρηση. Aυτή είναι η μίνιμουμ προϋπόθεση. Και για να δέσει αποτελεσματικά η αλληλέγγυα δράση θα πρέπει να διατυπωθούν τα διεκδικητικά αιτήματα που θα αποδείξουν στην πράξη και όχι στα λόγια την υποστήριξη των μόνιμων εργατών στους εργολαβικούς και ελαστικο-ποιημένους συναδέλφους τους.
Η ενοποίηση των εργατικών αγώνων κάτω από ένα κεντρικό σύνθημα «δεν πληρώνουμε την κρίση τους», προστατεύουμε την δημόσια περιουσία του λαού και ανατρέπουμε όποιον θέλει να την παραχωρήσει στους ιδιώτες με οποιαδήποτε δικαιολογία.
Το δικαίωμα στην δουλειά των εργατών δεν είναι διαπραγματεύσιμο.
Τα δημόσια αγαθά υγεία, παιδεία και μεταφορές πρέπει να παρέχονται δωρεάν στο λαό για να εξασφαλιστεί η ελευθερία διακίνησης ιδεών και
ανθρώπων.
Διαγραφή του δυσβάσταχτου και επαχθούς χρέους.
Μόνο μια κυβέρνηση των εργατών μπορεί να διαγράψει το συνολικό χρέος των καπιταλιστών, να εθνικοποιήσει τις τράπεζες αντί να σώζει τους τραπεζίτες, να εθνικοποιήσει τις μεγάλες επιχειρήσεις χωρίς καμιά
αποζημίωση αφού τις επιχειρήσεις τις έχουμε πληρώσει διπλά και τριπλά με τα αφορολόγητα κέρδη, τις επιδοτήσεις, τους αναπτυξιακούς νόμους, με την εκμετάλλευση της εργατικής μας δύναμης. Βάζοντας όλο το παραγωγικό δυναμικό κάτω από εργατικό έλεγχο και σχεδιασμό. Μόνο έτσι μπορεί να μειωθεί η ανεργία, μοιράζοντας τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας σε όλους τους εργάτες. Μόνο έτσι μπορεί να ελεγχθεί η ακρίβεια και να παταχθεί η διαφθορά.
Και η προϋπόθεση για την προώθηση αυτής της μόνης λύσης θέτει την ανατροπή αυτής της κυβέρνησης καθώς και κάθε άλλης που θα προκύψει και θα προσπαθήσει να σώσει τον καπιταλισμό που καταρρέει, φορτώνοντας το λογαριασμό αυτό στις πλάτες των εργατών.
Μέσα από την ανατροπή τέτοιων κυβερνήσεων μπορεί να ανοίξει ο δρόμος σε διαδικασίες που θα αναδείξουν τις δυνάμεις που θα μπορέσουν να δώσουν λύσεις σύμφωνα με τις ανάγκες τις κοινωνίας και όχι της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Οι εργάτες της ΛΑΡΚΟ κάνοντας το πρώτο βήμα, θα πρέπει να βρουν στο δρόμο τους όλους εκείνους τους συμμάχους για να δώσουν ένα αγώνα ζωής και θανάτου για ολόκληρη την εργατική τάξη.
Σωτήρης Παπαδημητρίου, μέλος του Εργατικού Κέντρου Λιβαδειάς
Είναι συνδεμένοι και οι δυό, με όσους χρεοκόπησαν τη χώρα στέλνοντας στην ανεργία 800.000 εργαζόμενους, έχουν προωθήσει, με τους «διαλόγους των κοινωνικών εταίρων», τις ελαστικές σχέσεις εργασίας σε άλλο 1.000.000, εξαφανίζοντας τα εργατικά δικαιώματα με την υπογραφή του μνημονίου. Ποιος μπορεί να έχει εμπιστοσύνη σήμερα σε αυτούς τους συνδικαλιστές;
Η αναζήτηση των σημερινών λύσεων θα προκύψει μέσα από μια διαδικασία σύγκρουσης ενάντια σε όλους αυτούς που αποτελούν το μακρύ χέρι της κυβέρνησης μέσα στα συνδικάτα. Δεν μπορεί να υπολογίζει στα σοβαρά κανείς ότι οι λύσεις θα βρεθούν
από τις συσκέψεις συνδικαλιστών γραφειοκρατών με γνώμονα να βρεθούν ενέργειες που θα κάνουν ντόρο στα κανάλια!
Αν κάποιος θα ήθελε πραγματικά να αγωνιστεί, το πρώτο πράγμα που θα έπρεπε να είχε κάνει ήταν να αντιταχτεί στην πώληση του ΟΣΕ, στην
αποδιάρθρωση των συγκοινωνιών που τράβηξαν δυο μήνες απεργίες, χωρίς κανένα σωματείο του ευρύτερου δημόσιου τομέα να κηρύξει ούτε μια στάση εργασίας.
Η «σωτηρία» της ΛΑΡΚΟ, όπως και των άλλων δημόσιων επιχειρήσεων, δεν μπορεί να δοθεί αποσπασματικά και με τους συνδικαλιστικούς
ερασιτεχνισμούς που στοχεύουν στην τηλεθέαση σε μια εποχή που η επαναστατική δράση εκατομμυρίων εργατών αλλάζει ραγδαία ολόκληρο τον αραβικό κόσμο και προκαλεί ρίγη φόβου στο αμερικάνικο και ευρωπαϊκό κεφάλαιο.
Και απαραίτητη προϋπόθεση είναι να λυθούνε οι εσωτερικές διαφορές ανάμεσα σε μόνιμους και εργολαβικούς εργάτες, καθώς και κάθε άλλης
μορφής εργατών, να βρεθούν τα πεδία που θα στεριώσουν συμμαχίες μεταξύ των εργατών, ώστε να δώσουν κοινούς αγώνες. Η ενοποίηση σε ένα εργοστασιακό σωματείο που θα προστατεύει τους εργάτες με βάση το «ένας για όλους και όλοι για έναν», ανεξάρτητα της εργασιακής σχέσης με την οποία παρέχει την εργασία του στην επιχείρηση. Aυτή είναι η μίνιμουμ προϋπόθεση. Και για να δέσει αποτελεσματικά η αλληλέγγυα δράση θα πρέπει να διατυπωθούν τα διεκδικητικά αιτήματα που θα αποδείξουν στην πράξη και όχι στα λόγια την υποστήριξη των μόνιμων εργατών στους εργολαβικούς και ελαστικο-ποιημένους συναδέλφους τους.
Η ενοποίηση των εργατικών αγώνων κάτω από ένα κεντρικό σύνθημα «δεν πληρώνουμε την κρίση τους», προστατεύουμε την δημόσια περιουσία του λαού και ανατρέπουμε όποιον θέλει να την παραχωρήσει στους ιδιώτες με οποιαδήποτε δικαιολογία.
Το δικαίωμα στην δουλειά των εργατών δεν είναι διαπραγματεύσιμο.
Τα δημόσια αγαθά υγεία, παιδεία και μεταφορές πρέπει να παρέχονται δωρεάν στο λαό για να εξασφαλιστεί η ελευθερία διακίνησης ιδεών και
ανθρώπων.
Διαγραφή του δυσβάσταχτου και επαχθούς χρέους.
Μόνο μια κυβέρνηση των εργατών μπορεί να διαγράψει το συνολικό χρέος των καπιταλιστών, να εθνικοποιήσει τις τράπεζες αντί να σώζει τους τραπεζίτες, να εθνικοποιήσει τις μεγάλες επιχειρήσεις χωρίς καμιά
αποζημίωση αφού τις επιχειρήσεις τις έχουμε πληρώσει διπλά και τριπλά με τα αφορολόγητα κέρδη, τις επιδοτήσεις, τους αναπτυξιακούς νόμους, με την εκμετάλλευση της εργατικής μας δύναμης. Βάζοντας όλο το παραγωγικό δυναμικό κάτω από εργατικό έλεγχο και σχεδιασμό. Μόνο έτσι μπορεί να μειωθεί η ανεργία, μοιράζοντας τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας σε όλους τους εργάτες. Μόνο έτσι μπορεί να ελεγχθεί η ακρίβεια και να παταχθεί η διαφθορά.
Και η προϋπόθεση για την προώθηση αυτής της μόνης λύσης θέτει την ανατροπή αυτής της κυβέρνησης καθώς και κάθε άλλης που θα προκύψει και θα προσπαθήσει να σώσει τον καπιταλισμό που καταρρέει, φορτώνοντας το λογαριασμό αυτό στις πλάτες των εργατών.
Μέσα από την ανατροπή τέτοιων κυβερνήσεων μπορεί να ανοίξει ο δρόμος σε διαδικασίες που θα αναδείξουν τις δυνάμεις που θα μπορέσουν να δώσουν λύσεις σύμφωνα με τις ανάγκες τις κοινωνίας και όχι της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Οι εργάτες της ΛΑΡΚΟ κάνοντας το πρώτο βήμα, θα πρέπει να βρουν στο δρόμο τους όλους εκείνους τους συμμάχους για να δώσουν ένα αγώνα ζωής και θανάτου για ολόκληρη την εργατική τάξη.
Σωτήρης Παπαδημητρίου, μέλος του Εργατικού Κέντρου Λιβαδειάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου