Η σκηνή στον κεντρικό πεζόδρομο της Πάτρας, στην Αγίου Νικολάου, όπου παραδοσιακά συνυπάρχουν τρία πράγματα: γεμάτα τραπεζάκια στις ατελείωτες καφετέριες, τσάρκες άνευ λόγου και αιτίας (το πάλαι ποτέ γνωστό "νυφοπάζαρο") και άφθονοι μικροπωλητές μετανάστες με ταμπλάδες όπου βρίσκεις από σιντί και γυαλιά ηλίου μέχρι οποιοδήποτε φτηνομπιχλιμπίδι τραβάει η όρεξή σου.
Ενώ η παρέα χαζολογάει σε μια βιτρίνα, πλησιάζει χαμογελαστός μαυρούκος (πώς διάβολο γίνεται κι αυτοί οι μαυρούκοι είναι πάντοτε χαμογελαστοί, δεν μπορώ να το καταλάβω) κι απλώνει προς το μέρος τους το χέρι του όπου κρατάει ένα γυναικείο πορτοφόλι. "Δεν θέλουμε πορτοφόλι, φίλε", σπεύδει να αποκρούσει την προσφορά ένας από τους άντρες τής παρέας. Το χαμόγελο του μαυρούκου γίνεται ακόμη πλατύτερο. "Δεν πουλάω", λέει με σπαστά ελληνικά, "της κυρίας είναι".