“Στην αρχή, όταν επηγαίναμε, είχενε κύμα η θάλασσα κι εμείς θα ταξιδεύαμε με ψαρόβαρκες, με πανί και με κουπιά. Και περιμέναμε να καλμάρει λίγο η θάλασσα. Κι ερχόντανε οι γυναίκες και βάζανε εικόνες μέσα στη θάλασσα, να γαληνέψει η θάλασσα, να μπορέσομε να ταξιδέψομε. Όταν νύχτωσε, με τη βοήθεια του Θεού, εκάλμαρεν η θάλασσα και έρχονται έντεκα ψαρόβαρκες. Και φύγαμε κονβόι. Και ξεκινούμε κατά τις 9 η ώρα γιατί έπρεπε να νυχτώσει. Και πηγαίναμε κοντά κοντά στη Χίο, δηλαδή δεν πήγαμε αμέσως απέναντι προς την Τουρκία. Τα παράλια της Χίου ακολουθούσαμε. Εμείς είμαστε η τελευταία βάρκα. Καμιά εικοσαριά αθρώποι μέσα και τέσσερις στο κουπί. Εν τω μεταξύ η αδελφή μου, μωρό, το ‘χε τυλιγμένο σ’ ένα χράμι η μαμά μουκαι αυτό ζαλίστηκε, φαίνεται, με τη θάλασσα και άρχισε να κλαίει, να κλαίει γοερά και να φωνάζουνε μες στη βάρκα: “Πετάξτε το παιδί στη θάλασσα, θα μας πιάσουνε οι Γερμανοί”…
Εύχαρις Κοκκάλη Ακαβάλου
“Κανονίσαμε με έναν βαρκάρη από τα θυμιανά να μας πάει απέναντι. Μας είπε λοιπόν μια συγκεκριμένη μέρα: “Ελάτε εδώ, στον Καρφά, στη μία η ώρα”, γιατί περνούσεν η Καταδίωξη “να ξεκινήσομε”…