Την νιώθεις την κούραση γύρω σου. Και πάνω σου. Την νιώθεις στα βλέμματα των ανθρώπων. Στις κουβέντες που μένουν μισές. Στα «επαναστατικά» λόγια για τις ρήξεις και τις ανατροπές που παίζουν πια από κασέτα• οι εκφωνητές έφυγαν. Νιώθεις την κούραση και στα καθεστωτικά παπαγαλάκια. Πόσες φορές να πεις τα ίδια ψέματα; Πόσες φορές να υποδυθείς τον νικητή στην χώρα των ηττημένων;
Από το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω- την κυρίαρχη ιδεολογία στην χώρα τα τελευταία χρόνια- περνάμε σιγά σιγά στο «άντε να πεθάνουμε, να ησυχάσουμε».
Είναι κι αυτό μια κάποια εξέλιξη.
Χτες στο ίδρυμα, τα παιδιά ήταν ασυγκράτητα.
Χάρηκαν που μας είδαν – πιο πολύ από ποτέ- αλλά στην ομάδα μιλούσαν όλα μαζί. Με το δίκιο τους.
Η Α. είπε στην ομάδα ότι η μεγαλύτερη επιθυμία της είναι να βρεθεί μια οικογένεια να την υιοθετήσει.
Όλα τα παιδιά στο ίδρυμα αυτή την επιθυμία έχουν αλλά δεν την λένε. Δεν το παραδέχονται, ειδικά τα αγόρια.
Όταν έχεις καταλάβει πως τα χρόνια πέρασαν και είναι πια απίθανο να βρεθεί μια οικογένεια να σε υιοθετήσει, κάνεις πως δεν σε νοιάζει. Κι εγώ αυτό θα έκανα στην θέση τους. Σιγά μην κλάψω.
Η Α. επιμένει να εκφράζει την επιθυμία της να υιοθετηθεί. Επειδή ξέρει –όπως όλα τα παιδιά- πως πλησιάζει η ώρα που θα βρεθεί σε κάποιο άλλο ίδρυμα.
Μετά από κάποια ηλικία, τα παιδιά στέλνονται σε άλλα ιδρύματα, σε γηροκομεία και άλλες μονάδες. Για να πεθάνουν εκεί. Χώρια από τους φίλους τους με τους οποίους μεγάλωσαν μαζί.
Τα παιδιά νομίζουν πως είμαστε πλούσιοι. Μάλλον είναι βέβαια πως είμαστε ζάπλουτοι. Αφού δεν ζούμε σε ίδρυμα, αφού μπορούμε και περπατάμε, αφού έχουμε οικογένειες, αφού μπορούμε ακόμα να κάνουμε κάνα δώρο και να πηγαίνουμε σε κάνα θέατρο, αφού έχουμε τον χρόνο να είμαστε εθελοντές στο ίδρυμα, πρέπει να είμαστε κροίσοι.
Όταν τους λες πως δεν είσαι πλούσιος, σε κοιτάνε καχύποπτα. Δεν σε πιστεύουν.
«Δεν πεθαίνω σαν χώρα, η χώρα έχει πεθάνει» λέει η Α. καθώς φεύγουμε από το ίδρυμα.
Είναι στενοχωρημένη όπως και η Π.
Ξέρουμε πως κάποια μέρα θα πάμε και κάποιο από τα παιδιά δεν θα είναι εκεί. Και μπορεί να μην το ξαναδούμε ποτέ. Και μετά θα ακολουθήσουν και τα άλλα παιδιά.
Από την αρχή το ξέραμε αυτό. Ήμουν ο πρώτος που είχε πει «και τι ακριβώς κάνουμε εμείς εδώ, αφού ξέρουμε πως πάμε ντουγρού στον τοίχο και πως δεν πρόκειται να καταφέρουμε τίποτα, αφού τίποτα δεν εξαρτάται από εμάς και το μέλλον των παιδιών είναι προδιαγεγραμμένο;».
Αλλά η «λογική» απάντηση είναι πως εσύ κάνεις ό,τι μπορείς για μερικές στιγμές χαράς και συντροφικότητας για τα παιδιά. Να έχουν κάτι να θυμούνται μετά. Αν και σκέφτομαι πως, αν έχεις περάσει και καλές στιγμές στη ζωή σου, μπορεί να είναι ακόμα χειρότερα μετά αν βρεθείς σε κάποιο άθλιο ίδρυμα.
Είναι κάπως σαν τον ήρωα της ταινίας «Δώδεκα χρόνια σκλάβος». Από ελεύθερος άνθρωπος με αξιοπρέπεια, οικογένεια και σπίτι, βρίσκεται σκλάβος στις φυτείες του Αμερικάνικου Νότου.
Όποιος θέλει να δει ποια είναι η πραγματική εικόνα της Ελλάδας σήμερα, ας επισκεφτεί κάποιο ίδρυμα για παιδιά.
Τα κονδύλια κόβονται, το προσωπικό μειώνεται –απολύονται γυναίκες που είναι σαν μητέρες για τα παιδιά (παιδιά που ήδη είναι ορφανά)-, τα παιδιά μένουν πια σε θαλάμους με πολύ περισσότερα παιδιά που έχουν διαφορετικά προβλήματα από τα δικά τους (ένα παιδί που έχει μόνο κινητικά προβλήματα μπορεί να βρεθεί σε ένα θάλαμο με παιδιά που έχουν νοητικά προβλήματα), και η εγκατάλειψη είναι πασιφανής.
Το βράδυ, συζητάμε με την Μ. και την Α. Συζητάμε για όλα. Για το ίδρυμα, για ταινίες, για θέατρα κλπ.
Κάποια στιγμή, η Μ. μας λέει πως ένας γνωστός της που είχε μια περιπέτεια με την υγεία του έκανε PSI.
«PSA» της λέω και σκάμε στα γέλια.
Μετά από τέτοιο βομβαρδισμό οικονομικών ειδήσεων επί τόσα χρόνια, είναι λογικό να λέει PSI το PSA. Από δω και πέρα, θα μιλάμε για θέματα υγείας, με οικονομικούς όρους.
«Ναι» λέει η Α., «θα λέμε για κούρεμα αντί για εγχείριση». Γέλια ξανά.
Μετά δίνουμε ραντεβού για σήμερα, να πάμε στον ήλιο. Αν έχει ήλιο. Έχει.
Εγώ, πάντως, περιμένω να έρθει η άνοιξη. Για να μπω στην θάλασσα. Και να χαθώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου