Βιομηχανία χημικών και πλαστικών, Φαρμακοβιομηχανία, Αγροτική βιομηχανία
Πολυεθνική, αμερικανο-ισραηλινών συμφερόντων, με έδρα το Missouri των ΗΠΑ. Ιδρύθηκε το 1901. Λειτούργησε με την ονομασία αυτή έως το 1997, οπότε σταδιακά προέκυψαν τρεις εταιρείες, που μοιράστηκαν τις δραστηριότητές της. Η νέα Monsanto διατήρησε αποκλειστικά τις επιχειρήσεις αγροτικών προϊόντων της πρώτης εταιρείας, ενώ η πρώην Monsanto αποτελεί πλέον τη Pharmacia (θυγατρική της Pfizer). Σήμερα η Monsanto έχει παρουσία σε 46 χώρες.
Πρώτο προϊόν, που παρήγαγε η Monsanto υπήρξε η τεχνητή γλυκαντική ουσία, ζαχαρίνη, την οποία και πούλησε στην Coca Cola.
Το 1926 η εταιρεία ιδρύει την πόλη Monsanto (Sauget σήμερα) στο Illinois, για να εξασφαλίσει ένα φιλελεύθερο νομικό περιβάλλον, αλλά και χαμηλή φορολογία.
Τις δεκαετίες 1940 και 1950, ανώτερα στελέχη της Monsanto βοήθησαν εκτενώς στην κατασκευή των πρώτων πυρηνικών όπλων, συνεισφέροντας στις εργασίες του Dayton Project. Παράλληλα συνιστούσε κορυφαίο παραγωγό πλαστικών (συνθετικές ίνες, πολυστυρένιο), παραμένοντας έκτοτε μεταξύ των μεγαλύτερων χημικών βιομηχανιών ανά τον κόσμο.
To 1944 η Monsanto και άλλες 15 εταιρείες ξεκινούν την παραγωγή του εντομοκτόνου DDT (μη βιοδιασπώμενο), το οποίο απαγορεύτηκε στις ΗΠΑ το 1972, λόγω υψηλής τοξικότητας.
Τη δεκαετία του 1960 υπήρξε μία από τις σημαντικότερες εταιρείας παραγωγής του Agent Orange (πορτοκαλί παράγοντα), χημικού όπλου (φυτοκτόνο και αποφυλλωτικό, με περιεκτικότητα διοξίνης), που χρησιμοποιήθηκε εκτενώς από τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις στον πόλεμο κατά του Βιετνάμ. Σύμφωνα με τις αρχές της χώρας, περίπου 400.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν ή ακρωτηριάστηκαν και 500.000 παιδιά γεννήθηκαν με γενετικές ανωμαλίες, εξαιτίας της χρήσης του.
Το 1970 χημικός της Monsanto δημιουργεί τη ζιζανιοκτόνο ουσία glyphosate (γλυφοσικό οξύ), γνωστή με την εμπορική ονομασία Roundup, την πατέντας της οποίας διατηρούσε η εταιρεία μέχρι και το 2000. Το Roundup είναι ένα από τα πλέον διαδεδομένα σε χρήση ζιζανιοκτόνα, με τις έρευνες αναφορικά με την τοξικότητά του να οδηγούν σε αντιφατικά συμπεράσματα, την ώρα που υπάρχουν επίσημες καταγγελίες αλλοίωσης αποτελεσμάτων ερευνών από τα μέσα της δεκαετίας του 1970.
Μέχρι το 1977, όποτε και απαγορεύτηκαν, η Monsanto παρήγαγε το 99% των PCBs (πολυχλωριωμένα διφαινύλια), χημικές ουσίες, που χρησιμοποιούνταν ευρέως από την αμερικανική βιομηχανία ως διηλεκτρικά και ψυκτικά υγρά. Πρόκειται για μη διασπώμενους οργανικούς ρύπους, που προκαλούν καρκίνους και πλήθος άλλων διαταραχών. Η υψηλή τοξικότητα τους ήταν γνωστή πολύ πριν την οριστική απόσυρσή τους.
Το 1982 επιστήμονες της Monsanto κατόρθωσαν την πρώτη γενετική τροποποίηση φυτικού κυττάρου, και πέντε χρόνια αργότερα πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες δοκιμές γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών.
Το 1985 η Monsanto προχώρησε στην εξαγορά της φαρμακοβιομηχανίας G. D. Searle & Company και το 1993 κατοχύρωσε την πατέντα για το φάρμακο Celebrex, που σημείωσε εξαιρετικά μεγάλη εμπορική επιτυχία και θεωρείται κλειδί για την εξαγορά των φαρμακευτικών εργασιών της Monsanto από τη Pfizer το 2002.
To 1994 η εταιρεία παρουσίασε την συνδυαστική αυξητική ορμόνη βοοειδών(rBST), τροποποιώντας γενετικά την πεπτιδική ορμόνη BST. Η Monsanto υποσχόταν πως η χορήγηση της ορμόνης σε αγελάδες κάθε δύο εβδομάδες, επρόκειτο να αυξήσει την παραγωγή γάλακτος κατά 20%, παραλείποντας να σημειώσει τις δραματικές αλλαγές που αυτή προκαλεί στις λειτουργίες των ζώων. Από το 2000 η ορμόνη που κυκλοφόρησε η Monsanto με την εμπορική ονομασία Posilac, έχει απαγορευθεί στην Ε.Ε., αν και στις ΗΠΑ και σε 21 ακόμη χώρες, η χρήση της είναι καθόλα νόμιμη. (Σύντομο σχετικό βίντεο εδώ)
Μέσω θυγατρικής της (Monsanto Choice Genetics), η Monsanto προχώρησε ακόμη για ορισμένο διάστημα στην εκτροφή χοίρων (επιχειρώντας μάλιστα αποτυχημένα να πατεντάρει ένα νέο είδος γουρουνιού, μη γενετικά τροποποιημένου σύμφωνα με την Greenpeace).
Η Monsanto έχει δαπανήσει πολλά εκατ. $, προκειμένου να πείσει για τα οφέλη της βιοτεχνολογίας και να διαβεβαιώσει το αγοραστικό κοινό για την ασφάλεια των προϊόντων της. Μόνο η διαφήμιση όμως, δεν αρκεί για να κάμψει τις όποιες αντιδράσεις.
Τον Αύγουστο του 2011, το Wikileaks αποκάλυψε πως αμερικανοί διπλωμάτες είχαν δωροδοκηθεί για την αποστολή ομάδων πίεσης σε χώρες-στόχους σε Αφρική και Λατινική Αμερική (όπου ακόμη δεν ήταν διαδεδομένη η καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένων ειδών), αλλά και στην Ευρώπη (με παράδειγμα την Ισπανία, όπου σημειώνονταν ήδη οι πρώτες αντιδράσεις).
H οργάνωση Food&Water Watch σε έκθεση της, που ακολούθησε τις πρώτες αποκαλύψεις, παρουσίασε εκτενώςπεριπτώσεις εμπλοκής αμερικανών αξιωματούχων στην άσκηση πίεσης, είτε για αλλαγή του εγχώριου νομοθετικού πλαισίου (Γκάνα, Νιγηρία), είτε για την εμπορική διάθεση συγκεκριμένων τροποποιημένων σπόρων (Κένυα). Στην έκθεση γίνεται λόγος για "μια συντονισμένη στρατηγική, με σκοπό να προωθηθεί η αγροτική βιοτεχνολογία στο εξωτερικό, να υποχρεωθούν τρίτες χώρες να εισάγουν καλλιέργειες και τρόφιμα που δεν επιθυμούσαν, και να πιεστούν ξένες κυβερνήσεις-ιδίως στον αναπτυσσόμενο κόσμο-να υιοθετήσουν πολιτικές για να ανοίξει ο δρόμος για την καλλιέργεια μεταλλαγμένων σπόρων".
Στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας, με προεδρεύων τον Hugh Grant, περιλαμβάνονται ο πρόεδρος του Πανεπιστημίου της Νότιας Ντακότα, καθώς και υψηλόβαθμα στελέχη άλλων πολυεθνικών, όπως ο πρόεδρος της MacDonald’s, ο επικεφαλής των οικονομικών υπηρεσιών της Procter&Gamble και ο διευθύνων σύμβουλος της Sara Lee Corporation.
Πολυεθνική, αμερικανο-ισραηλινών συμφερόντων, με έδρα το Missouri των ΗΠΑ. Ιδρύθηκε το 1901. Λειτούργησε με την ονομασία αυτή έως το 1997, οπότε σταδιακά προέκυψαν τρεις εταιρείες, που μοιράστηκαν τις δραστηριότητές της. Η νέα Monsanto διατήρησε αποκλειστικά τις επιχειρήσεις αγροτικών προϊόντων της πρώτης εταιρείας, ενώ η πρώην Monsanto αποτελεί πλέον τη Pharmacia (θυγατρική της Pfizer). Σήμερα η Monsanto έχει παρουσία σε 46 χώρες.
Πρώτο προϊόν, που παρήγαγε η Monsanto υπήρξε η τεχνητή γλυκαντική ουσία, ζαχαρίνη, την οποία και πούλησε στην Coca Cola.
Το 1926 η εταιρεία ιδρύει την πόλη Monsanto (Sauget σήμερα) στο Illinois, για να εξασφαλίσει ένα φιλελεύθερο νομικό περιβάλλον, αλλά και χαμηλή φορολογία.
Τις δεκαετίες 1940 και 1950, ανώτερα στελέχη της Monsanto βοήθησαν εκτενώς στην κατασκευή των πρώτων πυρηνικών όπλων, συνεισφέροντας στις εργασίες του Dayton Project. Παράλληλα συνιστούσε κορυφαίο παραγωγό πλαστικών (συνθετικές ίνες, πολυστυρένιο), παραμένοντας έκτοτε μεταξύ των μεγαλύτερων χημικών βιομηχανιών ανά τον κόσμο.
To 1944 η Monsanto και άλλες 15 εταιρείες ξεκινούν την παραγωγή του εντομοκτόνου DDT (μη βιοδιασπώμενο), το οποίο απαγορεύτηκε στις ΗΠΑ το 1972, λόγω υψηλής τοξικότητας.
Τη δεκαετία του 1960 υπήρξε μία από τις σημαντικότερες εταιρείας παραγωγής του Agent Orange (πορτοκαλί παράγοντα), χημικού όπλου (φυτοκτόνο και αποφυλλωτικό, με περιεκτικότητα διοξίνης), που χρησιμοποιήθηκε εκτενώς από τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις στον πόλεμο κατά του Βιετνάμ. Σύμφωνα με τις αρχές της χώρας, περίπου 400.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν ή ακρωτηριάστηκαν και 500.000 παιδιά γεννήθηκαν με γενετικές ανωμαλίες, εξαιτίας της χρήσης του.
Το 1970 χημικός της Monsanto δημιουργεί τη ζιζανιοκτόνο ουσία glyphosate (γλυφοσικό οξύ), γνωστή με την εμπορική ονομασία Roundup, την πατέντας της οποίας διατηρούσε η εταιρεία μέχρι και το 2000. Το Roundup είναι ένα από τα πλέον διαδεδομένα σε χρήση ζιζανιοκτόνα, με τις έρευνες αναφορικά με την τοξικότητά του να οδηγούν σε αντιφατικά συμπεράσματα, την ώρα που υπάρχουν επίσημες καταγγελίες αλλοίωσης αποτελεσμάτων ερευνών από τα μέσα της δεκαετίας του 1970.
Μέχρι το 1977, όποτε και απαγορεύτηκαν, η Monsanto παρήγαγε το 99% των PCBs (πολυχλωριωμένα διφαινύλια), χημικές ουσίες, που χρησιμοποιούνταν ευρέως από την αμερικανική βιομηχανία ως διηλεκτρικά και ψυκτικά υγρά. Πρόκειται για μη διασπώμενους οργανικούς ρύπους, που προκαλούν καρκίνους και πλήθος άλλων διαταραχών. Η υψηλή τοξικότητα τους ήταν γνωστή πολύ πριν την οριστική απόσυρσή τους.
Το 1982 επιστήμονες της Monsanto κατόρθωσαν την πρώτη γενετική τροποποίηση φυτικού κυττάρου, και πέντε χρόνια αργότερα πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες δοκιμές γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών.
Το 1985 η Monsanto προχώρησε στην εξαγορά της φαρμακοβιομηχανίας G. D. Searle & Company και το 1993 κατοχύρωσε την πατέντα για το φάρμακο Celebrex, που σημείωσε εξαιρετικά μεγάλη εμπορική επιτυχία και θεωρείται κλειδί για την εξαγορά των φαρμακευτικών εργασιών της Monsanto από τη Pfizer το 2002.
To 1994 η εταιρεία παρουσίασε την συνδυαστική αυξητική ορμόνη βοοειδών(rBST), τροποποιώντας γενετικά την πεπτιδική ορμόνη BST. Η Monsanto υποσχόταν πως η χορήγηση της ορμόνης σε αγελάδες κάθε δύο εβδομάδες, επρόκειτο να αυξήσει την παραγωγή γάλακτος κατά 20%, παραλείποντας να σημειώσει τις δραματικές αλλαγές που αυτή προκαλεί στις λειτουργίες των ζώων. Από το 2000 η ορμόνη που κυκλοφόρησε η Monsanto με την εμπορική ονομασία Posilac, έχει απαγορευθεί στην Ε.Ε., αν και στις ΗΠΑ και σε 21 ακόμη χώρες, η χρήση της είναι καθόλα νόμιμη. (Σύντομο σχετικό βίντεο εδώ)
Μέσω θυγατρικής της (Monsanto Choice Genetics), η Monsanto προχώρησε ακόμη για ορισμένο διάστημα στην εκτροφή χοίρων (επιχειρώντας μάλιστα αποτυχημένα να πατεντάρει ένα νέο είδος γουρουνιού, μη γενετικά τροποποιημένου σύμφωνα με την Greenpeace).
Lobbying
Η Monsanto έχει δαπανήσει πολλά εκατ. $, προκειμένου να πείσει για τα οφέλη της βιοτεχνολογίας και να διαβεβαιώσει το αγοραστικό κοινό για την ασφάλεια των προϊόντων της. Μόνο η διαφήμιση όμως, δεν αρκεί για να κάμψει τις όποιες αντιδράσεις.
Τον Αύγουστο του 2011, το Wikileaks αποκάλυψε πως αμερικανοί διπλωμάτες είχαν δωροδοκηθεί για την αποστολή ομάδων πίεσης σε χώρες-στόχους σε Αφρική και Λατινική Αμερική (όπου ακόμη δεν ήταν διαδεδομένη η καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένων ειδών), αλλά και στην Ευρώπη (με παράδειγμα την Ισπανία, όπου σημειώνονταν ήδη οι πρώτες αντιδράσεις).
H οργάνωση Food&Water Watch σε έκθεση της, που ακολούθησε τις πρώτες αποκαλύψεις, παρουσίασε εκτενώςπεριπτώσεις εμπλοκής αμερικανών αξιωματούχων στην άσκηση πίεσης, είτε για αλλαγή του εγχώριου νομοθετικού πλαισίου (Γκάνα, Νιγηρία), είτε για την εμπορική διάθεση συγκεκριμένων τροποποιημένων σπόρων (Κένυα). Στην έκθεση γίνεται λόγος για "μια συντονισμένη στρατηγική, με σκοπό να προωθηθεί η αγροτική βιοτεχνολογία στο εξωτερικό, να υποχρεωθούν τρίτες χώρες να εισάγουν καλλιέργειες και τρόφιμα που δεν επιθυμούσαν, και να πιεστούν ξένες κυβερνήσεις-ιδίως στον αναπτυσσόμενο κόσμο-να υιοθετήσουν πολιτικές για να ανοίξει ο δρόμος για την καλλιέργεια μεταλλαγμένων σπόρων".
Το lobbying (άσκηση θεσμικής πίεσης) είναι καθόλα νόμιμο στις ΗΠΑ, με την Monsanto να δαπανά για το σκοπό αυτό το 2012 5.970.000$, ποσό σχετικά χαμηλό σε σχέση με προηγούμενα έτη.
Συνιστά λοιπόν κοινή παραδοχή, πως η μεγαλύτερη πολυεθνική στην αγορά μεταλλαγμένων σπόρων παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της αμερικανικής, αν όχι παγκόσμιας, νομοθεσίας για την παραγωγή και τη διάθεση των μεταλλαγμένων.
Αυτό που έχει ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι το ότι αρκετά πρόσωπα που υπήρξαν υψηλόβαθμα στελέχη της Monsanto, έπειτα ανέλαβαν σημαντικές θέσεις στον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA), στην Αμερικάνικη Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος (EPA), και στον Άρειο Πάγο, αλλά και αντίστροφα.
Συνιστά λοιπόν κοινή παραδοχή, πως η μεγαλύτερη πολυεθνική στην αγορά μεταλλαγμένων σπόρων παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της αμερικανικής, αν όχι παγκόσμιας, νομοθεσίας για την παραγωγή και τη διάθεση των μεταλλαγμένων.
Αυτό που έχει ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι το ότι αρκετά πρόσωπα που υπήρξαν υψηλόβαθμα στελέχη της Monsanto, έπειτα ανέλαβαν σημαντικές θέσεις στον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA), στην Αμερικάνικη Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος (EPA), και στον Άρειο Πάγο, αλλά και αντίστροφα.
Στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας, με προεδρεύων τον Hugh Grant, περιλαμβάνονται ο πρόεδρος του Πανεπιστημίου της Νότιας Ντακότα, καθώς και υψηλόβαθμα στελέχη άλλων πολυεθνικών, όπως ο πρόεδρος της MacDonald’s, ο επικεφαλής των οικονομικών υπηρεσιών της Procter&Gamble και ο διευθύνων σύμβουλος της Sara Lee Corporation.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου