Τα Βασανιστήρια…
Με βουτάνε από την μπλούζα και με τραβάνε σε ένα άλλο δωμάτιο. «Γιατί με φέρατε εδώ;» «Γιατί πουλάς ναρκωτικά.» μου είπαν και τρώω την πρώτη σφαλιάρα. Ήταν τόσο δυνατή, που βούλωσε το αυτί μου. «Που ήσουν εκείνο το βράδυ;» Τους απαντάω και τρώω τη δεύτερη σφαλιάρα. «Πες την αλήθεια, ρε μαλάκα». Αυτό συνέβαινε επί 6-7 ώρες: με ρωτούσαν και μετά με χτυπούσαν στο κεφάλι, στο σβέρκο, στα μάγουλα. Κάθε μισή ώρα σταματούσαν και με έβαζαν να κοιτάω όρθιος τον τοίχο. «Σκέψου καλύτερα και πες την αλήθεια, γιατί αλλιώς θα φας κι άλλο ξύλο», μου έλεγαν. Ζητούσα νερό…
Οταν αρνήθηκα να δώσω DNA, μπήκαν μέσα 10, φοβήθηκα ότι θα φάω κι άλλο ξύλο κι έτσι έδωσα. Μετά υπέγραψα ένα χαρτί ότι το έδωσα χωρίς βία. Μετά με πήγαν σε ένα άλλο δωμάτιο όπου ένας κύριος μου έλεγε να δώσω ότι ξέρω, γιατί το χωριό μου έχει γίνει Ζωνιανά και πρέπει να ελαφρύνω και τη δική μου θέση και των χωριανών μου. Τι να έλεγα, αφού δεν ήξερα τίποτα; Τότε με πήγαν σε ένα άλλο δωμάτιο. Μπήκαν 10 αστυνομικοί και πιάσανε τις τέσσερις γωνίες. «Τώρα θα παίξουμε πινγκ πονγκ» είπαν κι άρχισαν να με πετάνε ο ένας στον άλλο και φωνάζανε «Μαλάκα, αλήτη, αναρχικέ”. Με άφησαν ελεύθερο στις 20:15. Νερό δεν μου έδωσαν ποτέ.»
(από το ρεπορτάζ της Ντίνας Δασκαλοπούλου με τίτλο «Μια μέρα ιδανική για επενδύσεις…» στην Εφημερίδα των Συντακτών, Δευτέρα, 4 Μαρτίου 2013)
Μαρτυρίες βασανιστηρίων σαν κι αυτή όλο και πιο συχνά σπάνε τον φραγμό της παραδοσιακής σιωπής και κάνουν την εμφάνισή τους στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, εγχώρια αλλά και διεθνή. Η ατζέντα που προωθείται συστηματικά από την κυβέρνηση, η εμπέδωση του δόγματος «νόμος και τάξη», περνά πλέον φανερά από τη βία, την τρομοκράτηση και τον βασανισμό τόσο «τυχαίων» πολιτών όσο και κρατουμένων. Τα περιστατικά ξεκινούν να απαριθμούνται ήδη από την προεκλογική περίοδο όταν οι αστυνομικές αρχές με τη συναίνεση της δικαιοσύνης παίζουν τον ρόλο του επικοινωνιακού γραφείου των κομμάτων της συγκυβέρνησης και γεμίζουν διαδίκτυο, τηλεοπτικούς δέκτες και πρωτοσέλιδα εφημερίδων με τα ταλαιπωρημένα πρόσωπα οροθετικών γυναικών που κατηγορούνται, φυλακίζονται, διαπομπεύονται και τελικά μήνες μετά αθωώνονται. Τα επόμενο κρούσματα βασανισμού καταγγέλλονται από τους αναρχικούς συμμετέχοντες στην αντιφασιστική μοτοπορεία και φτάνουν στα αυτιά της ελληνικής κοινωνίας αφού πρώτα έχουν γίνει θέμα σε μεγάλα διεθνή μέσα ενημέρωσης. Ο αρμόδιος υπουργός, Ν. Δένδιας, απειλεί πως θα κάνει μήνυση στον Guardian που αποκαλύπτει το θέμα. Στο παιχνίδι του ολοκληρωτισμού όμως. που χτίζεται πλέον συστηματικά, κανείς δεν μιλά για την ταμπακιέρα. Οι βασανισθέντες δεν αφορούν την κυβέρνηση. Η τάξη πρέπει να επικρατήσει.
Και αφού έγινε η αρχή, το φαινόμενο επαναλαμβάνεται αλλά και δημοσιοποιείται πλέον με τέτοια συχνότητα που καταλήγει σχεδόν διαρκές. Με κάθε αφορμή, με επιχειρήσεις «Ξένιος Δίας» και προληπτικής καταστολής διαδηλώσεων, με προσαγωγές χωρίς αφορμή και μηνύσεις επειδή τολμάς να ρωτήσεις το αστυνομικό όργανο γιατί δέρνει έναν άνθρωπο με χειροπέδες στη μέση του δρόμου, με εξαφανίσεις για ώρες από τα χωριά της Χαλκιδικής αλλά και βγάζοντας σου τα ρούχα μέσα στη ΓΑΔΑ όπου βρέθηκες επειδή επισήμανες στον αστυνομικό έλεγχο πως υπερέβαινε τη δικαιοδοσία του. Και τέλος με μώλωπες και αίματα και κεφάλια που κάποια χέρια κρατούν όρθια από τα μαλλιά, με πρησμένα χείλη που περνούν από ρετουσάρισμα στους υπολογιστές της ασφάλειας ώστε να είναι αναγνωρίσιμα τα πρόσωπα των κρατουμένων που δίνονται στη δημοσιότητα για να συγκεντρωθούν «πληροφορίες».
Η «λαμπρότητα» των βασανιστηρίων: αλήθεια όχι, τιμωρία ναι
Το βασανιστήριο θα πρέπει να παράγει πόνο καταμετρημένο με ακρίβεια αν είναι δυνατόν, μέχρι την πιο μικρή λεπτομέρεια, μέρος μιας ιεροτελεστίας που στιγματίζει και καταδεικνύει το θρίαμβο της δικαιοσύνης. Στις «υπερβολές» των βασανιστηρίων επενδύεται μια ολόκληρη «οικονομία της εξουσίας».
Αυτή η σύνοψη που χρησιμοποιείται από τον Φουκό στο βιβλίο του «Τιμωρία και Επιτήρηση» ξεκινά από την ιστορία του Νταμιέν, ενός φτωχού που είχε αποπειραθεί να σκοτώσει τον Λουδοβίκο τον 15ο, τον αποκαλούμενο και Λουδοβίκο τον Πολυαγαπημένο και οδηγήθηκε στον τόπο του μαρτυρίου του, στην κεντρική πόρτα της Εκκλησίας των Παρισίων και στη συνέχεια στο ικρίωμα που είχε στηθεί στην πλατεία της Γρέβης. Εκεί, αφού είχε προηγουμένως ομολογήσει δημόσια το έγκλημά του, υπέστη τα πάνδεινα, στη συνέχεια διαμελίστηκε από τέσσερα άλογα, τα μέλη του κάηκαν και οι στάχτες του σκορπίστηκαν στους τέσσερις ανέμους. Η δικαιοσύνη του ηγεμόνα.
Ψάχνοντας να εντοπίσει κανείς τις διαφορές της συμπύκνωσης του Φουκώ με την πραγματικότητα του σήμερα εντοπίζει μια αμέσως. Δεν είναι πλέον απαραίτητη καμία ιεροτελεστία που να πιστοποιεί τον θρίαμβος της δικαιοσύνης. Μπορεί στην πορεία εξέλιξης του αστικού κράτους οι μορφές ποινών που επιβάλλονται από τα δικαστήρια να έχουν υποτίθεται τη μορφή της «επανορθωτικής ποινής» και τα βασανιστήρια να εξαφανίζονται από το φως, σε σκοτεινές υπόγειες αίθουσες ή σε αεροπλάνα εν διαρκή πτήση, στο όνομα του ανθρωπισμού. Μπορεί η δικαστική εξουσία επιπλέον να αποποιείται κάθε τέτοιας πρακτικής. ‘Έτσι όμως πλέον τη θέση του βασανιστή παίρνει αρχικά η μυστική αστυνομία ή η στρατιωτική αστυνομία των δικτατορικού τύπου καθεστώτων. Στη νέα όμως κατάσταση, αυτή της ξέφρενης πτώσης του καπιταλισμού στο χάος της κρίσης, η αστυνομία πρέπει και αποκτά αναβαθμισμένο ρόλο. Με αυτό το δεδομένο θα πρέπει να επανοριοθετήσουμε το τι περιέχει η έννοια βασανιστήριο.
Κι εκεί πλέον χωράει η κάθε είδους βία που υφίσταται το σώμα, συμπεριλαμβανόμενης φυσικά και της ψυχολογικής, του διασυρμού, της επιβολής φόβου, του καταναγκασμού, της μείωσης της υπόστασης, της καταπάτησης στοιχειωδών δικαιωμάτων, της καταγραφής προσωπικών στοιχείων (από την χωρίς άδεια άρση του τηλεφωνικού απορρήτου μέχρι την συλλογή DNA) του εγκλεισμού χωρίς δίκη, της στέρησης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, της στέρησης νερού και τροφής, της στέρησης επικοινωνίας με συγγενείς και δικηγόρους. Όλες οι παραπάνω είναι πλέον πρακτικές που η σύγχρονη αστυνομία εφαρμόζει δεν μπορεί παρά να εμπίπτουν στο πεδίο του βασανισμού. Η δικαιοσύνη μπορεί να μην τιμωρεί με βασανιστήρια αλλά εξόφθαλμα επιτρέπει στην αστυνομία να αναλάβει τον ρόλο του τιμωρού, του εκδικητή αλλά και αυτού που θα παραδειγματίσει το σύνολο της κοινωνίας. Και αυτά στο όνομα της πολιτικής σκοπιμότητας εξουσιών που πρέπει να χαλιναγωγήσουν έναν πληθυσμό που φτωχοποιείται ραγδαία.
Βέβαια δεν υπάρχει καλύτερο χαλινάρι από τον φόβο. Αλλά για να επικρατήσει ο φόβος χρειάζονται τα ζωντανά παραδείγματα του τι συμβαίνει σε όσους παραβαίνουν “τη βουλή του ηγεμόνα”. Γι’ αυτό στα κέντρα κράτησης μεταναστών, χωρίς δίκη και χωρίς δικαιοσύνη, ο αστυνομικός θα περνά χτυπώντας το γκλομπ στα κάγκελα και φωνάζοντας σε αυτούς που δεν θα μάθουν ποτέ γιατί στερήθηκαν την ελευθερία τους “Ένα χρόνο, ένα χρόνο!”. Το ανώτατο όριο κράτησης που επιτρέπει ο νέος νόμος να παραμένουν έγκλειστοι όσοι περνούν τα ελληνικά σύνορα χωρίς χαρτιά θα ακούγεται επαναλαμβανόμενα. Βασανισμός ο εγκλεισμός, βασανισμός και η ήχος της φωνής…
Και το θέαμα…
«Στο μέτρο που η κοινωνία ονειρεύεται την αναγκαιότητα, γίνεται αναγκαίο το όνειρο. Το θέαμα είναι ο εφιάλτης της αλυσοδεμένης σύγχρονης κοινωνίας, που σε τελευταία ανάλυση εκφράζει μόνο την επιθυμία της να κοιμηθεί. Το θέαμα είναι ο φύλακας του ύπνου αυτού.»
Guy Debord, από την Κοινωνία του Θεάματος
Κάποιοι από τους βασανισμούς που χρησιμοποιεί η ελληνική αστυνομία δεν μένουν πλέον σε φωτογραφίες στα συρτάρια των γραφείων της ασφάλειας. Είναι μια προφανής πολιτική πρακτική που μάλιστα έχει και τη σφραγίδα νομιμοποίησης από δικαστικούς λειτουργούς οι φωτογραφίες αυτές να δημοσιοποιούνται. Δεν αποτελεί πια μεμονωμένο περιστατικό η δημοσιοποίηση των προσώπων των ταλαιπωρημένων οροθετικών γυναικών με πρόσχημα την προστασία των ανυπεράσπιστων πολιτών, ούτε αυτή των χτυπημένων βάναυσα προσώπων των κρατούμενων αναρχικών του Βελβεντού.
Στη δεύτερη περίπτωση μάλιστα οι κινήσεις των διωκτικών αρχών μοιάζουν χορογραφημένες. Ενώ έχουν ήδη προβληθεί βίντεο που τραβήχτηκαν κατά την προσαγωγή των νεαρών η αστυνομία δημοσιοποιεί τα ρετουσαρισμένα πρόσωπά τους. Άμεσα το “κακό φώτοσοπ” γίνεται αντιληπτό και καταγγέλλεται μαζικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ακολουθούν οι καταγγελίες των γονιών και δικηγόρων των κρατουμένων και τα σειρά έχουν μέσα μαζικής ενημέρωσης. Και η πρώτη πράξη κλείνει με την δημοσιοποίηση των πραγματικών φωτογραφιών από την αστυνομία ώστε να αποδειχτεί πως οι τραυματισμοί δεν έγιναν στα πλαίσια βασανισμού αλλά και με τη βάναυση βουτιά των κορακιών των μέσων ενημέρωσης στις προσωπικές ιστορίες των κρατουμένων.
Οι άνθρωποι έχουν μετατραπεί σε θέαμα. Άυλες εικόνες ματωμένων κεφαλιών βρίσκονται παντού. Στην τηλεόραση, κρεμασμένες στο περίπτερο, στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και σε κάθε ανανέωση της σελίδας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης Το σώμα έχει εξαϋλωθεί. Ακόμα και στην περίπτωση καταγγελίας της κτηνωδίας οι καταγγέλλοντες αναπαράγουν τη βεβήλωση. Ο σκοπός «ξεχνά» τα μέσα και η κυρίαρχη εικόνα είναι αυτή των «βιασμένων» σωμάτων. Οι κρατούμενοι δεν έχουν δικαίωμα επιλογής σε κανένα επίπεδο ακόμα κι αν δεν υπάρχει οποιαδήποτε καταδικαστική απόφαση, δεν ρωτιούνται από κανέναν πως θέλουν να διαχειριστούν το σώμα τους ούτε τη θέση τους, χωρίς να έχουν επιλέξει να παραδοθούν έχουν ήδη γίνει έρμαια του θεάματος.
Και ακόμα κι αν το πλαίσιο που γράφτηκε η φράση του Ντεμπόρ είναι εμφανώς διαφορετικό, ακόμα κι έτσι, επιβεβαιώνεται. Το θέαμα υπνωτίζει τους πάντες. Είτε επειδή επιβάλλει το σκοπό τους κράτους και σκορπά φόβο, είτε επειδή ανάγει το «ξεσκέπασμα» αυτών των πρακτικών από τακτική σε στρατηγική, η ουσία παραμένει. Μπροστά στο θέαμα των βασανισμένων οι κοινωνία, κατά πλειοψηφία, απομένει να κοιτάζει. Και αυτό πρέπει να αλλάξει. Ο επίλογος ανήκει πάλι στον Ντεμπόρ:
«Μέσα στον αντεστραμμένο, στην πραγματικότητα, κόσμο, το αληθινό είναι μια στιγμή του ψεύτικου.»
Κατερίνα Σταυρούλα
περιοδικό Αναιρέσεις, τεύχος #20
diktiospartakos
Με βουτάνε από την μπλούζα και με τραβάνε σε ένα άλλο δωμάτιο. «Γιατί με φέρατε εδώ;» «Γιατί πουλάς ναρκωτικά.» μου είπαν και τρώω την πρώτη σφαλιάρα. Ήταν τόσο δυνατή, που βούλωσε το αυτί μου. «Που ήσουν εκείνο το βράδυ;» Τους απαντάω και τρώω τη δεύτερη σφαλιάρα. «Πες την αλήθεια, ρε μαλάκα». Αυτό συνέβαινε επί 6-7 ώρες: με ρωτούσαν και μετά με χτυπούσαν στο κεφάλι, στο σβέρκο, στα μάγουλα. Κάθε μισή ώρα σταματούσαν και με έβαζαν να κοιτάω όρθιος τον τοίχο. «Σκέψου καλύτερα και πες την αλήθεια, γιατί αλλιώς θα φας κι άλλο ξύλο», μου έλεγαν. Ζητούσα νερό…
Οταν αρνήθηκα να δώσω DNA, μπήκαν μέσα 10, φοβήθηκα ότι θα φάω κι άλλο ξύλο κι έτσι έδωσα. Μετά υπέγραψα ένα χαρτί ότι το έδωσα χωρίς βία. Μετά με πήγαν σε ένα άλλο δωμάτιο όπου ένας κύριος μου έλεγε να δώσω ότι ξέρω, γιατί το χωριό μου έχει γίνει Ζωνιανά και πρέπει να ελαφρύνω και τη δική μου θέση και των χωριανών μου. Τι να έλεγα, αφού δεν ήξερα τίποτα; Τότε με πήγαν σε ένα άλλο δωμάτιο. Μπήκαν 10 αστυνομικοί και πιάσανε τις τέσσερις γωνίες. «Τώρα θα παίξουμε πινγκ πονγκ» είπαν κι άρχισαν να με πετάνε ο ένας στον άλλο και φωνάζανε «Μαλάκα, αλήτη, αναρχικέ”. Με άφησαν ελεύθερο στις 20:15. Νερό δεν μου έδωσαν ποτέ.»
(από το ρεπορτάζ της Ντίνας Δασκαλοπούλου με τίτλο «Μια μέρα ιδανική για επενδύσεις…» στην Εφημερίδα των Συντακτών, Δευτέρα, 4 Μαρτίου 2013)
Μαρτυρίες βασανιστηρίων σαν κι αυτή όλο και πιο συχνά σπάνε τον φραγμό της παραδοσιακής σιωπής και κάνουν την εμφάνισή τους στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, εγχώρια αλλά και διεθνή. Η ατζέντα που προωθείται συστηματικά από την κυβέρνηση, η εμπέδωση του δόγματος «νόμος και τάξη», περνά πλέον φανερά από τη βία, την τρομοκράτηση και τον βασανισμό τόσο «τυχαίων» πολιτών όσο και κρατουμένων. Τα περιστατικά ξεκινούν να απαριθμούνται ήδη από την προεκλογική περίοδο όταν οι αστυνομικές αρχές με τη συναίνεση της δικαιοσύνης παίζουν τον ρόλο του επικοινωνιακού γραφείου των κομμάτων της συγκυβέρνησης και γεμίζουν διαδίκτυο, τηλεοπτικούς δέκτες και πρωτοσέλιδα εφημερίδων με τα ταλαιπωρημένα πρόσωπα οροθετικών γυναικών που κατηγορούνται, φυλακίζονται, διαπομπεύονται και τελικά μήνες μετά αθωώνονται. Τα επόμενο κρούσματα βασανισμού καταγγέλλονται από τους αναρχικούς συμμετέχοντες στην αντιφασιστική μοτοπορεία και φτάνουν στα αυτιά της ελληνικής κοινωνίας αφού πρώτα έχουν γίνει θέμα σε μεγάλα διεθνή μέσα ενημέρωσης. Ο αρμόδιος υπουργός, Ν. Δένδιας, απειλεί πως θα κάνει μήνυση στον Guardian που αποκαλύπτει το θέμα. Στο παιχνίδι του ολοκληρωτισμού όμως. που χτίζεται πλέον συστηματικά, κανείς δεν μιλά για την ταμπακιέρα. Οι βασανισθέντες δεν αφορούν την κυβέρνηση. Η τάξη πρέπει να επικρατήσει.
Και αφού έγινε η αρχή, το φαινόμενο επαναλαμβάνεται αλλά και δημοσιοποιείται πλέον με τέτοια συχνότητα που καταλήγει σχεδόν διαρκές. Με κάθε αφορμή, με επιχειρήσεις «Ξένιος Δίας» και προληπτικής καταστολής διαδηλώσεων, με προσαγωγές χωρίς αφορμή και μηνύσεις επειδή τολμάς να ρωτήσεις το αστυνομικό όργανο γιατί δέρνει έναν άνθρωπο με χειροπέδες στη μέση του δρόμου, με εξαφανίσεις για ώρες από τα χωριά της Χαλκιδικής αλλά και βγάζοντας σου τα ρούχα μέσα στη ΓΑΔΑ όπου βρέθηκες επειδή επισήμανες στον αστυνομικό έλεγχο πως υπερέβαινε τη δικαιοδοσία του. Και τέλος με μώλωπες και αίματα και κεφάλια που κάποια χέρια κρατούν όρθια από τα μαλλιά, με πρησμένα χείλη που περνούν από ρετουσάρισμα στους υπολογιστές της ασφάλειας ώστε να είναι αναγνωρίσιμα τα πρόσωπα των κρατουμένων που δίνονται στη δημοσιότητα για να συγκεντρωθούν «πληροφορίες».
Η «λαμπρότητα» των βασανιστηρίων: αλήθεια όχι, τιμωρία ναι
Το βασανιστήριο θα πρέπει να παράγει πόνο καταμετρημένο με ακρίβεια αν είναι δυνατόν, μέχρι την πιο μικρή λεπτομέρεια, μέρος μιας ιεροτελεστίας που στιγματίζει και καταδεικνύει το θρίαμβο της δικαιοσύνης. Στις «υπερβολές» των βασανιστηρίων επενδύεται μια ολόκληρη «οικονομία της εξουσίας».
Αυτή η σύνοψη που χρησιμοποιείται από τον Φουκό στο βιβλίο του «Τιμωρία και Επιτήρηση» ξεκινά από την ιστορία του Νταμιέν, ενός φτωχού που είχε αποπειραθεί να σκοτώσει τον Λουδοβίκο τον 15ο, τον αποκαλούμενο και Λουδοβίκο τον Πολυαγαπημένο και οδηγήθηκε στον τόπο του μαρτυρίου του, στην κεντρική πόρτα της Εκκλησίας των Παρισίων και στη συνέχεια στο ικρίωμα που είχε στηθεί στην πλατεία της Γρέβης. Εκεί, αφού είχε προηγουμένως ομολογήσει δημόσια το έγκλημά του, υπέστη τα πάνδεινα, στη συνέχεια διαμελίστηκε από τέσσερα άλογα, τα μέλη του κάηκαν και οι στάχτες του σκορπίστηκαν στους τέσσερις ανέμους. Η δικαιοσύνη του ηγεμόνα.
Ψάχνοντας να εντοπίσει κανείς τις διαφορές της συμπύκνωσης του Φουκώ με την πραγματικότητα του σήμερα εντοπίζει μια αμέσως. Δεν είναι πλέον απαραίτητη καμία ιεροτελεστία που να πιστοποιεί τον θρίαμβος της δικαιοσύνης. Μπορεί στην πορεία εξέλιξης του αστικού κράτους οι μορφές ποινών που επιβάλλονται από τα δικαστήρια να έχουν υποτίθεται τη μορφή της «επανορθωτικής ποινής» και τα βασανιστήρια να εξαφανίζονται από το φως, σε σκοτεινές υπόγειες αίθουσες ή σε αεροπλάνα εν διαρκή πτήση, στο όνομα του ανθρωπισμού. Μπορεί η δικαστική εξουσία επιπλέον να αποποιείται κάθε τέτοιας πρακτικής. ‘Έτσι όμως πλέον τη θέση του βασανιστή παίρνει αρχικά η μυστική αστυνομία ή η στρατιωτική αστυνομία των δικτατορικού τύπου καθεστώτων. Στη νέα όμως κατάσταση, αυτή της ξέφρενης πτώσης του καπιταλισμού στο χάος της κρίσης, η αστυνομία πρέπει και αποκτά αναβαθμισμένο ρόλο. Με αυτό το δεδομένο θα πρέπει να επανοριοθετήσουμε το τι περιέχει η έννοια βασανιστήριο.
Κι εκεί πλέον χωράει η κάθε είδους βία που υφίσταται το σώμα, συμπεριλαμβανόμενης φυσικά και της ψυχολογικής, του διασυρμού, της επιβολής φόβου, του καταναγκασμού, της μείωσης της υπόστασης, της καταπάτησης στοιχειωδών δικαιωμάτων, της καταγραφής προσωπικών στοιχείων (από την χωρίς άδεια άρση του τηλεφωνικού απορρήτου μέχρι την συλλογή DNA) του εγκλεισμού χωρίς δίκη, της στέρησης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, της στέρησης νερού και τροφής, της στέρησης επικοινωνίας με συγγενείς και δικηγόρους. Όλες οι παραπάνω είναι πλέον πρακτικές που η σύγχρονη αστυνομία εφαρμόζει δεν μπορεί παρά να εμπίπτουν στο πεδίο του βασανισμού. Η δικαιοσύνη μπορεί να μην τιμωρεί με βασανιστήρια αλλά εξόφθαλμα επιτρέπει στην αστυνομία να αναλάβει τον ρόλο του τιμωρού, του εκδικητή αλλά και αυτού που θα παραδειγματίσει το σύνολο της κοινωνίας. Και αυτά στο όνομα της πολιτικής σκοπιμότητας εξουσιών που πρέπει να χαλιναγωγήσουν έναν πληθυσμό που φτωχοποιείται ραγδαία.
Βέβαια δεν υπάρχει καλύτερο χαλινάρι από τον φόβο. Αλλά για να επικρατήσει ο φόβος χρειάζονται τα ζωντανά παραδείγματα του τι συμβαίνει σε όσους παραβαίνουν “τη βουλή του ηγεμόνα”. Γι’ αυτό στα κέντρα κράτησης μεταναστών, χωρίς δίκη και χωρίς δικαιοσύνη, ο αστυνομικός θα περνά χτυπώντας το γκλομπ στα κάγκελα και φωνάζοντας σε αυτούς που δεν θα μάθουν ποτέ γιατί στερήθηκαν την ελευθερία τους “Ένα χρόνο, ένα χρόνο!”. Το ανώτατο όριο κράτησης που επιτρέπει ο νέος νόμος να παραμένουν έγκλειστοι όσοι περνούν τα ελληνικά σύνορα χωρίς χαρτιά θα ακούγεται επαναλαμβανόμενα. Βασανισμός ο εγκλεισμός, βασανισμός και η ήχος της φωνής…
Και το θέαμα…
«Στο μέτρο που η κοινωνία ονειρεύεται την αναγκαιότητα, γίνεται αναγκαίο το όνειρο. Το θέαμα είναι ο εφιάλτης της αλυσοδεμένης σύγχρονης κοινωνίας, που σε τελευταία ανάλυση εκφράζει μόνο την επιθυμία της να κοιμηθεί. Το θέαμα είναι ο φύλακας του ύπνου αυτού.»
Guy Debord, από την Κοινωνία του Θεάματος
Κάποιοι από τους βασανισμούς που χρησιμοποιεί η ελληνική αστυνομία δεν μένουν πλέον σε φωτογραφίες στα συρτάρια των γραφείων της ασφάλειας. Είναι μια προφανής πολιτική πρακτική που μάλιστα έχει και τη σφραγίδα νομιμοποίησης από δικαστικούς λειτουργούς οι φωτογραφίες αυτές να δημοσιοποιούνται. Δεν αποτελεί πια μεμονωμένο περιστατικό η δημοσιοποίηση των προσώπων των ταλαιπωρημένων οροθετικών γυναικών με πρόσχημα την προστασία των ανυπεράσπιστων πολιτών, ούτε αυτή των χτυπημένων βάναυσα προσώπων των κρατούμενων αναρχικών του Βελβεντού.
Στη δεύτερη περίπτωση μάλιστα οι κινήσεις των διωκτικών αρχών μοιάζουν χορογραφημένες. Ενώ έχουν ήδη προβληθεί βίντεο που τραβήχτηκαν κατά την προσαγωγή των νεαρών η αστυνομία δημοσιοποιεί τα ρετουσαρισμένα πρόσωπά τους. Άμεσα το “κακό φώτοσοπ” γίνεται αντιληπτό και καταγγέλλεται μαζικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ακολουθούν οι καταγγελίες των γονιών και δικηγόρων των κρατουμένων και τα σειρά έχουν μέσα μαζικής ενημέρωσης. Και η πρώτη πράξη κλείνει με την δημοσιοποίηση των πραγματικών φωτογραφιών από την αστυνομία ώστε να αποδειχτεί πως οι τραυματισμοί δεν έγιναν στα πλαίσια βασανισμού αλλά και με τη βάναυση βουτιά των κορακιών των μέσων ενημέρωσης στις προσωπικές ιστορίες των κρατουμένων.
Οι άνθρωποι έχουν μετατραπεί σε θέαμα. Άυλες εικόνες ματωμένων κεφαλιών βρίσκονται παντού. Στην τηλεόραση, κρεμασμένες στο περίπτερο, στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και σε κάθε ανανέωση της σελίδας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης Το σώμα έχει εξαϋλωθεί. Ακόμα και στην περίπτωση καταγγελίας της κτηνωδίας οι καταγγέλλοντες αναπαράγουν τη βεβήλωση. Ο σκοπός «ξεχνά» τα μέσα και η κυρίαρχη εικόνα είναι αυτή των «βιασμένων» σωμάτων. Οι κρατούμενοι δεν έχουν δικαίωμα επιλογής σε κανένα επίπεδο ακόμα κι αν δεν υπάρχει οποιαδήποτε καταδικαστική απόφαση, δεν ρωτιούνται από κανέναν πως θέλουν να διαχειριστούν το σώμα τους ούτε τη θέση τους, χωρίς να έχουν επιλέξει να παραδοθούν έχουν ήδη γίνει έρμαια του θεάματος.
Και ακόμα κι αν το πλαίσιο που γράφτηκε η φράση του Ντεμπόρ είναι εμφανώς διαφορετικό, ακόμα κι έτσι, επιβεβαιώνεται. Το θέαμα υπνωτίζει τους πάντες. Είτε επειδή επιβάλλει το σκοπό τους κράτους και σκορπά φόβο, είτε επειδή ανάγει το «ξεσκέπασμα» αυτών των πρακτικών από τακτική σε στρατηγική, η ουσία παραμένει. Μπροστά στο θέαμα των βασανισμένων οι κοινωνία, κατά πλειοψηφία, απομένει να κοιτάζει. Και αυτό πρέπει να αλλάξει. Ο επίλογος ανήκει πάλι στον Ντεμπόρ:
«Μέσα στον αντεστραμμένο, στην πραγματικότητα, κόσμο, το αληθινό είναι μια στιγμή του ψεύτικου.»
Κατερίνα Σταυρούλα
περιοδικό Αναιρέσεις, τεύχος #20
diktiospartakos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου