Γράφει ο Γελωτοποιός
Όσοι δεν έχουν βρεθεί ποτέ στο Άγιο Όρος, είτε γιατί δεν μπορούν (γυναίκες) είτε γιατί δε θέλουν (αντίθρησκοι) είτε γιατί έχουν πάντα κάτι άλλο να κάνουν (οι υπόλοιποι), θα έχουν την «Άγια Πολιτεία» στο νου τους ως έναν τόπο υπερβατικής γαλήνης και θρησκευτικότητας ή ως ένα άντρο ακολασίας και οικονομικών παιχνιδιών.
Έχουν δίκιο! Όλοι τους.
Αν τα πάντα στη ζωή είναι θέμα οπτικής γωνίας και αν η «αλήθεια» δεν είναι παρά η άποψη της πραγματικότητας (αν υπάρχει κι αυτή) τότε είναι ο παρατηρητής που δημιουργεί το παρατηρούμενο.
Οπότε αυτό που θα σας περιγράψει ο Γελωτοποιός είναι δημιούργημα του, όχι φαντασιακό, συνέβη (ή τουλάχιστον έτσι νομίζει). Αλλά η ίδια η συμπεριφορά του, ο χαρακτήρας του, διαμόρφωσε το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκε στη μία και μοναδική του επίσκεψη στο Άγιο Όρος. Αν ήταν διαφορετικός θα είχε ζήσει κάτι εντελώς διαφορετικό.
Αυτό άλλωστε κάνουμε και στον κόσμο που ζούμε: Τον διαμορφώνουμε υπάρχοντας και μετά μας διαμορφώνει αυτός.
Αλλά να είστε βέβαιοι ότι η αναφορά του θα είναι όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική, αφού ο Γελωτοποιός ούτε φανατικά θρήσκος είναι ούτε φανατικά αντίθρησκος. Στην ερώτηση σχετικά με το θεό και το θρήσκευμα διαλέγει πάντα την τρίτη επιλογή: «Δεν ξέρω/Δεν απαντώ».
Και τι έχει μέσα στο κεφάλι του ούτε κι ο ίδιος ξέρει.
Αυτό που ξέρει με σιγουριά (σχετική) είναι ότι ένας ηλίθιος, είτε ένθεος είναι είτε άθεος, είναι... ηλίθιος.
Θα επιλέξουμε το τρίτο πρόσωπο αφήγησης για να αποστασιοποιηθούμε και γιατί είναι κουραστικό να διαβάζεις συνέχεια: «Εγώ, εγώ, εγώ.» Και τον «ήρωα» θα τον βαφτίσουμε Αδάμ, γιατί αυτή είναι μια εμμονή του συγγραφέα (και τι είναι ένας καλλιτέχνης χωρίς τις εμμονές του;)
Ήταν, λοιπόν, ο καιρός που η Ελλάδα δεν είχε βυθιστεί ακόμα στην κινούμενη άμμο του ευρώ (ξέρετε, όσο περισσότερο κινείσαι τόσο περισσότερο βυθίζεσαι). Υπήρχαν δουλειές –για όλους, υπήρχε ανάπτυξη –έστω πλασματική, υπήρχαν λεφτά –ειδικά για τους αετονύχηδες.
Ο Αδάμ δεν είχε καταλάβει ότι ζούσε την αποκορύφωση της οικονομικής άνοιξης. Δούλευε σερβιτόρος στην Νάξο και ο δίσκος σερβιρίσματος είχε γίνει προέκταση του χεριού του.
Όμως δούλευε και σίγουρα έβγαζε περισσότερα λεφτά απ’ όσα παίρνει σήμερα ένας δάσκαλος με δεκαπέντε χρόνια υπηρεσίας.
Στο τέλος της τουριστικής σεζόν πήρε το κομπόδεμα του και το ξόδεψε στην Αίγυπτο, όπου έμεινε ένα μήνα και κόντεψε να πεθάνει από σαλμονέλα. Γυρίζοντας –και αφού παιδιά, σκυλιά, γυναίκα δεν είχε- αποφάσισε να ξοδέψει τα τελευταία του λεφτά για να επισκεφτεί το Άγιο Όρος.
«Και γιατί ένας άνθρωπος όχι ιδιαίτερα θρήσκος θέλει να βρεθεί εκεί;» θα αναρωτηθεί ένας Ανώνυμος;) αναγνώστης.
Ο Αδάμ είχε διαβάσει Καζαντζάκη. Είχε αγαπήσει, είχε ταυτιστεί με τον Καζαντζάκη για την ακρίβεια. Όσο περίεργο και να ακούγεται στους θρησκόληπτους, αυτός ο παραλίγο αφορισμένος συγγραφέας είναι ο καλύτερος οδηγός υπερβατικής θρησκευτικότητας.
Ο Καζαντζάκης είναι πιο ένθεος από τους μητροπολίτες. Γιατί ο δικός του θεός κρατάει σφουγγάρι, όχι ποινολόγιο. Γιατί ο δικός του θεός χορεύει, δεν είναι μια στήλη άλατος που απεχθάνεται το σώμα.
Πήρε, λοιπόν, ο Αδάμ μια Αγία Γραφή παραμάσχαλα, πήρε και τα λίγα λεφτά που του είχαν μείνει και ξεκίνησε να ανακαλύψει το θεό.
Τα λεφτά που είχε ήταν λιγότερα απ’ όσα θα χρειαζόταν, αλλά αυτό θα το καταλάβαινε αργότερα.
Κοιμήθηκε ένα βράδυ σε κάποιο παρακμιακό ξενοδοχείο της Θεσσαλονίκης και το επόμενο πρωινό πήρε το λεωφορείο για την Ουρανούπολη (αυτό είναι το πιο όμορφο όνομα πόλης που υπάρχει. Μόνο ένα παιδί -ή ο Ροντάρι- θα μπορούσε να το είχε σκεφτεί).
Ο Αδάμ δεν τα καταφέρνει καθόλου καλά με τα γραφειοκρατικά ζητήματα. Ουσιαστικά κατά τύχη επιβιώνει σε μια χώρα όπου η γραφειοκρατία είναι σοβιετικού τύπου –με καπιταλιστικές απαιτήσεις. Κινέζικη, με άλλα λόγια.
Ως αφελής που ήταν –και είναι- πλησίασε τον καλόγερο-υπάλληλο και του είπε:
«Καλημέρα σας. Θέλω να μπω στο Άγιο Όρος.»
Εκείνος τον κοίταξε καλά-καλά.
«Όνομα;» τον ρώτησε.
«Αδάμ Βελλερεφόντης.»
Ο υπάλληλος έψαξε στη λίστα του.
«Δεν σας έχω εδώ», είπε μετά από λίγο.
«Τι είναι αυτό το εδώ;» ρώτησε ο Αδάμ.
Ο υπάλληλος κατάλαβε ότι είχε να κάνει με έναν... γελωτοποιό.
«Έχετε κάνει αίτηση;» τον ρώτησε.
«Για ποιο πράγμα;»
«Για να μπείτε στο Όρος... Χρειάζεται να κάνετε αίτηση εισόδου ένα μήνα πριν, τουλάχιστον, για να μπείτε στη λίστα αναμονής.»
«Α», ήταν το μόνο που κατάφερε να πει ο Αδάμ.
Φανταστείτε να πεθαίνετε (δεν είναι κάτι περίεργο, όλοι θα το ζήσουμε) και έξω από τον Παράδεισο ή την Κόλαση, να είναι ένας υπάλληλος –με μέσο μπήκε σίγουρα- που να σας λέει ότι έπρεπε να έχετε κάνει αίτηση εισόδου ένα μήνα πριν.
Το καθαρτήριο δεν είναι τίποτα άλλο από την αίθουσα αναμονής για όσους δεν τα καταφέρνουν με τη γραφειοκρατία του επέκεινα.
Ο Αδάμ δεν ήταν –ούτε είναι- ένας από εκείνους τους καταφερτζήδες που πιέζουν, παρακαλούν, γλύφουν, παραμυθιάζουν προκειμένου να πάρουν αυτό που θέλουν –και συνήθως το παίρνουν.
Αφού άκουσε ότι δεν μπορούσε να μπει γύρισε για να φύγει (το ίδιο θα προσπαθήσει να κάνει και μετά θάνατον, να είστε σίγουροι).
Όμως ο υπάλληλος του φώναξε να σταθεί.
«Καθίστε να δούμε μήπως έχουμε καμιά ακύρωση», του είπε.
Έκανε ότι έψαχνε τα χαρτιά του (η γραφειοκρατία, όπως θα γνωρίζετε, είναι ένα φανταστικό τέρας με εννιά κεφάλια) και μετά ανακοίνωσε πασιχαρής στον Αδάμ:
«Ναι! Υπάρχει μια ακύρωση. Τυχερός είστε.»
Χάρηκε και ο Αδάμ. Πρώτη φορά είχε φανεί τυχερός στη ζωή του.
Ο υπάλληλος έγραψε τα στοιχεία του και μετά τον ρώτησε ποια μονή θα τον φιλοξενούσε.
«Δεν ξέρω», είπε ο Αδάμ.
Ο υπάλληλος σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε τον νεαρό.
«Δεν έχετε συνεννοηθεί με κάποια μονή;»
«Τι εννοείτε;»
«Που θα μείνεις;» του είπε ο υπάλληλος που είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του.
«Σε κάποιο μοναστήρι», είπε ο Αδάμ.
«Σε... Κάποιο;» ρώτησε ο υπάλληλος, κάνοντας μια χειρονομία αοριστίας.
«Κάπου θα βρω. Δε θα βρω; Τόσα μοναστήρια υπάρχουν.»
Ο υπάλληλος κοίταξε τον «προϊστάμενο». Εκείνος έγνεψε καταφατικά. Ο Αδάμ δεν ήταν επικίνδυνος, μόνο αφελής.
«Καλά...» είπε ο υπάλληλος, σφράγισε την άδεια εισόδου και μετά είπε ένα ποσό που αντιστοιχούσε σε πενήντα ευρώ –πάνω, κάτω.
«Ορίστε;» είπε ο Αδάμ που δεν κατάλαβε ή έκανε ότι δεν κατάλαβε.
Αλλά εκεί δεν υπήρχαν περιθώρια κατανόησης. Τόσο κόστιζε η άδεια εισόδου.
Ο Αδάμ άνοιξε θρηνώντας το πορτοφόλι του. Είχε τα εισιτήρια για να γυρίσει, είχε τα λεφτά που χρειάζονταν για τη βίζα και του περίσσευαν και... πόσα; Είκοσι ευρώ; (σημ. Γελωτοπ: χρησιμοποιούμε το τρέχον νόμισμα για να μην μπερδευόμαστε αδίκως).
Πλήρωσε το αντίτιμο της καζαντζακικής του εμμονής και ρώτησε πως θα πήγαινε σε κάποιο μοναστήρι.
«Θα πάρετε το φέρι-μποτ που πηγαίνει στις Καρυές», του είπε ο υπάλληλος.
Ο Αδάμ κατάλαβε ότι το φέρι-μποτ δεν ήταν δωρεάν.
«Και πόσο κάνει αυτό;» ρώτησε.
Άλλα δεκαπέντε ευρώ. Του έμεναν πέντε.
Αλλά δεν αγχώθηκε –πολύ. Απ’ τη στιγμή που θα έμπαινε στην Ουράνια Πολιτεία τι τα χρειαζόταν τα λεφτά;
Το μικρό ταξίδι με το φέρι-μποτ ήταν ιδεώδες. Η θάλασσα, όπως συνηθίζει, ήταν γαλάζια, δελφίνια χοροπηδούσαν κοροϊδευτικά γύρω από το πλοίο, το δάσος –όταν πλησίαζαν την ακτή- οργίαζε, ο ήλιος έλαμπε όπως το κάνει μόνο στο Αιγαίο, και ο Αδάμ διάβαζε την Καινή Διαθήκη.
(Παρεμπιπτόντως, είτε άθεοι είστε είτε ένθεοι, σας ξορκίζω να διαβάσετε τα Ευαγγέλια –και ειδικά το τέταρτο, του Ιωάννη. Είναι από τα πιο όμορφα κείμενα που έχουν γραφτεί στη γλώσσα των ανθρώπων... Δεν ξέρω αν τους ευαγγελιστές τους φώτισε ο θεός, αλλά σίγουρα τα κατάφεραν καλύτερα από τον Έλιοτ –που κι εκείνον κάποιος «θεός» τον φώτισε για να γράψει τα Τέσσερα Κουαρτέτα.)
Κάποια στιγμή το ταξίδι έφτασε στο τέλος του (χωρίς ψαλμούς). Ο Αδάμ κατέβηκε στο λιμανάκι, που θύμιζε λιμάνι των Μικρών Κυκλάδων από τα «τουριστικά» μαγαζιά, και ρώτησε πως θα πήγαινε σε κάποιο μοναστήρι ή στις Καρυές. Του έδειξαν το λεωφορείο που είχε ήδη ανάψει τη μηχανή του. Κατάλαβε ότι θα έπρεπε να πληρώσει, ξανά.
Έδωσε δύο ευρώ και έμεινε με άλλα τρία στο πορτοφόλι.
Στις Καρυές ρώτησε τους συνεπιβάτες πως θα πήγαινε στο πιο κοντινό μοναστήρι.
«Με το ταξί», του είπανε.
Τα ταξί ήταν οκταθέσια βαν. Οι επιβάτες μοιραζόντουσαν το αντίτιμο. Ο Αδάμ μπήκε μέσα σε ένα και ρώτησε πόσο θα του κόστιζε μέχρι το μοναστήρι. Το ποσό που του είπαν ήταν το διπλάσιο από αυτό που είχε.
Κατέβηκε από το ταξί και άρχισε να περπατάει στις Καρυές, έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Είχε έρθει για να ζήσει το θρησκευτικό υπερβατισμό του Καζαντζάκη και δεν είχε που να κοιμηθεί... Δεν ήθελε να γίνει ασκητής στα καλά καθούμενα.
Απελπισμένος όπως ήταν είδε έναν ταυρόπαπα να κάθεται σε ένα πεζούλι και τον πλησίασε. Και ας εξηγήσουμε τι εννοούμε όταν λέμε «ταυρόπαπας», σε περίπτωση που δεν έχετε διαβάσει το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται».
Ήταν σχετικά κοντός, γεροδεμένος και με φρύδια σαν του Καραμανλή, του πρεσβύτερου, αλλά στο μαύρο. Δεν έβγαζε καμία ασκητική γλυκύτητα. Πάρτε έναν ταύρο και παντρέψτε ‘τον με έναν παπά. Τι θα βγει; Αυτός που πλησίασε ο Αδάμ.
«Συγνώμη», του είπε, «ξέρετε πως θα πάω στο πιο κοντινό μοναστήρι;»
«Πάρε το ταξί», είπε κοφτά αυτός.
«Να, ξέρετε, δεν έχω λεφτά για το ταξί. Δεν υπάρχει κανένα μονοπάτι;»
(Τώρα που το ξανασκέφτομαι, αυτή πρέπει να ήταν η πιο ηλίθια ερώτηση που του είχαν κάνει.)
«Μα καλά, ήρθες χωρίς λεφτά;»
«Δεν πίστευα ότι χρειάζονταν λεφτά στο Άγιο Όρος.»
Ο ταυρόπαπας τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.
«Από ποιον πλανήτη ήρθες;» τον ρώτησε.
Ο Αδάμ δεν απάντησε. Τι να έλεγε;
«Περίμενε να δω αν θα έρθει με το επόμενο λεωφορείο κάποιος που περιμένω και έλα να κοιμηθείς στο κελί μου», του είπε ο ταυρόπαπας.
Σαν άκουσε «κελί» ο Αδάμ τρόμαξε.
Αλλά τι έγινε στη συνέχεια θα το μάθετε αύριο, στο ίδιο κανάλι, την ίδια ώρα. Καλή σας νύχτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου