(μέρος Ι).
Χρίστος Χαραλαμπόπουλος
Αυτές οι ημέρες, είναι περίεργες. Ξεκινάς να γράψεις ένα κείμενο και κάποια στιγμή, το κείμενο λες και αποκτά υπόσταση και βούληση. Αποφασίζει εκείνο την κατεύθυνση που θα τραβήξει. Βέβαια, για να πούμε την αλήθεια, οι δρόμοι του κάθε κειμένου βρίσκονται μέσα μας αλλά πολλές φορές με τα κείμενα, συμβαίνει ότι με τους καλοφτιαγμένους χαρακτήρες των μυθιστοριογράφων. Αποκτούν την δική τους ζωή. Για το σημερινό άρθρο είχα μία ιδέα που ξεκίνησε από δυό –φαινομενικά- διαφορετικές περιπτώσεις, που δείχνουν παράλληλα ότι στο σύγχρονο επαγγελματικό ποδόσφαιρο, τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά. Οι δύο διαφορετικές περιπτώσεις στις οποίες αναφέθηκα αφορούν την Αρσεναλ και την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Διαφορετικές σε πολλά. Θα επικεντρωθώ, όμως σε ένα. Το ιδιοκτησιακό. Η ομάδα του Λονδίνου είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο, η Γιουνάιτεντ όχι. Η Αρσεναλ ανήκει σε δύο μετόχους.
Τον αμερικανό Σταν Κρένκε που έχει το 66,64% των μετοχών και τον ρωσο-ουζμπέκο Αλισερ Ουσμάνοφ που έχει το 29.11%. Για καιρό, αυτοί οι δύο πολεμούσαν να αποκτήσουν τον έλεγχο της ομάδας και ο αμερικανός, τελικά, κέρδισε πέρυσι τον Σεπτέμβριο. Αλλωστε, κανείς από τους προηγούμενους μετόχους δεν ήθελε τον Ουσμάνοφ παρά το γεγονός ότι τους έκανε καλύτερες προσφορές. Αδιανόητο για την βρετανική παράδοση να περάσει η ομάδα στα χέρια κάποιου «ρωσο-ουζμπέκου» έστω και εκατομμυριούχου. Ενας αμερικανός εκατομμυριούχος είναι πολύ προτιμότερος. Εχει και ο καπιταλισμός τις δικές του εκλεκτικές συγγένειες. Αμερικανοί και Αγγλοι ειναι κάτι ανάμεσα σε αδέλφια και πρώτα ξαδέρφια. Οι υπόλοιπες μετοχές της Αρσεναλ, ένα ποσοστό 4,25% βρίσκονται στα χέρια μικρομετόχων η του επενδυτικού σχήματος που έχουν φτιάξει οι φίλαθλοι της ομάδας. Αξίζει να σημειωθεί εδώ, ότι η Αρσεναλ είναι εισηγμένη σε ενα είδος παράλληλης χρηματιστηριακής αγοράς για μικρομεσαίες επιχειρήσεις (σύμφωνα με τα βρετανικά μεγέθη) και όχι στις δημόσιες χρηματαγορές του FTSE ή την ΑΙΜ. Αυτό σημαίνει πως την συγκεκριμένη χρηματαγορά κατέχει μία ιδιωτική εταιρεία η οποία από τον περασμένο Μάρτιο, ψάχνει έναν αγοραστή. Το τι μπορεί να συμβεί στην Αρσεναλ αν αυτή η εταιρεία πουληθεί, θα πάει μακριά την βαλίτσα και θα μπλέξουμε στους σκοτεινούς διαδρόμους του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, που αν τους ακολουθήσεις σε βγάζουν σε νησιά με όνομα κροκόδειλου. Η εταιρεία της Αρσεναλ, έχει μόλις 62.217 μετοχές οι οποίες είναι και ιδιαίτερα ακριβές. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο κάποιοι από τους προηγούμενους μετόχους, πούλησαν το ποσοστό τους στον Κρένκε και έγιναν –πολύ περισσότερο-πλούσιοι.
Η παραγωγή χρήματος.
Θυμίζω ότι με βάση την ετήσια αξιολόγηση της Deloitte για το 2011 η Αρσεναλ βρισκόταν στην Πέμπτη θέση τη εικοσάδας των ομάδων με το μεγαλύτερο εισόδημα, που έφθανε τα 255, 4 εκατ.στερλίνες. Ας σημειωθεί ότι κάτω από την ομπρέλα της ομάδας λειτουργούν 12 διαφορετικές εταιρείες. Το χρέος της ομάδας, δηλαδή οι οφειλές στις τράπεζες, από τα 318 εκατ. στερλίνες του 2008 έφθασαν τα 137 εκατ. (Νοέμβριος 2011) και στα 97, 8 εκατ. τον Ιούνιο του 2012. Οσο η ομάδα συνεχίζει αυτή την οικονομική πολιτική, είναι σαφές ότι αν μέσα στην επόμενη πενταετία συνεχίζει να κερδίζει το εισιτήριο για την συμμετοχή στο Τσάμπιονς Λιγκ και φροντίζει τα έσοδά της να είναι υψηλά, θα αποπληρώσει το χρέος και θα βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση απέναντι στους ανταγωνιστές της. Η συμμετοχή της ομάδας στο χρηματιστήριο, όπως έχω ξαναγράψει, της επιβάλλει περιορισμούς στην οικονομική της συμπεριφορά. Δεν μπορεί να έχει χρέη. Και για ποιό λόγο, ο μεγαλομέτοχός της να την φορτώσει χρέη και να απαξιώσει την τιμή της μετοχής της; Μία ομάδα που η μετοχή της, για παράδειγμα, κάνει 12,5 χιλιάδες ευρώ, χωρίς χρέος και με ιδιόκτητο γήπεδο, δεν θα αξίζει περισσότερο; Πολύ περισσότερο από όσα ξόδεψε ο Κρένκε για να αποκτήσει τον έλεγχό της. Πέρυσι, το αμερικανικό οικονομικό περιοδικό Forbes εκτιμούσε ότι η Αρσεναλ είναι η τέταρτη ακριβότερη ποδοσφαιρική επένδυση στον κόσμο, μετά την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, την Ρεάλ και την Μπάρτσα με κόστος 1,295 δις δολάρια. Περίπου τα διπλά από όσα έχει ξοδέψει ο Κρένκε ως τώρα.
Η ΟΥΕΦΑ παραφυλάει.
Η φράση του τίτλου είναι μία παραφθορά της φράσης «it’s the economy stupid» που αποδίδεται στον επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατειας του Κλίντον το 1992, Τζέιμς Κάρβιλ. Λέγεται ότι ο Κάρβιλ απάντησε με αυτή την φράση σε ένα απο τα στελέχη της εκστρατείας, όταν τον ρώτησε σε ποιό τομέα θα ρίξουν το επικοινωνιακό βάρος. Επιστρέφω στο ζήτημα της Αρσεναλ για να θυμίσω ότι πέρα από τους οκονομικούς περιορισμούς που θέτει η συμμετοχή της στο χρηματιστήριο, υπάρχει και το ζήτημα του financial fair play της ΟΥΕΦΑ που θέτει επιπλέον περιορισμούς. Βέβαια, εδώ θα πρέπει να συνυπολογίσει κάποιος το γεγονός ότι η νέα τηλεοπτική συμφωνία των αγγλικών ομάδων θα του αποφέρει, σχεδόν,διπλάσια έσοδα από ότι η παρούσα που λήγει του χρόνου και αυτό θα δώσει σε κάποιους, όπως στην Αρσεναλ την δυνατότητα να ξοδέψει περισσότερα. Το ερώτημα είναι αν θα είναι περισσότερα από των ανταγωνιστών της.
«Είναι ο ποδοσφαιρικός καπιταλισμός, ανόητε..». (μέρος ΙΙ ).
Η Αρσεναλ, όπως νομίζω έχει γίνει πλέον κατανοητό, ενδιαφέρεται και λειτουργεί με απόλυτη προτεραιότητα στην επιτυχία των στοιχείων που την ορίζουν πρωτίστως ως υγιή επιχείρηση, ότι και αν σημαίνει ο όρος στο περιβάλλον του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού που ζούμε (ή προσπαθούμε). Αυτό το γράφω γιατί τα στοιχεία δείχνουν ότι η Αρσεναλ αν συνεχίσει την ίδια πορεία και την επόμενη πενταετία, πολύ πιθανόν να διπλασιάσει την αξία της. Ομως, τα στοιχεία, εξι μήνες πριν την κατάρρευση της Λίμαν Μπράδερς εδειχναν ότι επρόκειτο για τράπεζα που είχε αξιολογηθεί με άριστα. Αν η περίπτωση της Αρσεναλ ειναι μία από τις δύο περιπτώσεις που αξίζει να τις μελετήσει κάποιος για να δει τον τρόπο που λειτουργεί ο ποδοσφαιρικός καπιταλισμός, η άλλη είναι η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Η Γιουνάιτεντ δεν είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο και είναι ιδιοκτησία της οικογένειας Γκλειζερ, αμερικανών πολυεκατομμυριούχων. Οι Γκλέιζερ έχουν διαφορετική αντίληψη για την οικονομία του καπιταλισμού. Από την «μετρημένη» αγγλική αντίληψη επιλέγουν την αμερικανική αντίληψη της οικονομικής λεηλασίας. Στόχος τους είναι να κρατήσουν στον έλεγχό τους μία εταιρεία όσο τους εξυπηρετεί (είτε για φορολογικούς λόγους, είτε γιατί παράγει κέρδη που καρπώνονται οι ίδιοι, ειτε για άλλους λόγους που βαφτίζονται και «λογιστική πρακτική» που μπορεί να είναι από φοροδιαφυγή μέχρι ξέπλυμα μαύρου χρήματος)και όταν πάψει να το κάνει, να την πουλήσουν σε τιμή μεγαλύτερη από εκείνη που την αγόρασαν. Κάτι σαν τον «Γκέκο – Μάικλ Ντάγκλας» στην ταινία Wall Street του Ολιβερ Στόουν ή τον Ντάνι ντε Βίτο στην ταινία «με τα λεφτά των άλλων», που υποδύονταν χρηματιστές, οι οποίοι ανάμεσα στα άλλα, αγόραζαν εταιρείες, τις έσπαγαν σε κομμάτια και τις πουλούσαν ή τις διέλυαν, με μεγάλο κέρδος. Οι Γκλέιζερ απόκτησαν τον έλεγχο της Γιουνάιτεντ το 2005 μέσω μιάς εταιρείας που ελέγχουν, της Red Football LLC, με έδρα την αμερικανική πολιτεία του Ντελαγουέαρ που θεωρείται ένας φορολογικός παράδεισος στις ΗΠΑ. Για να ολοκληρωθεί η εξαγορά της Γιουνάιτεντ το 2005, η εταιρεία Red Football πήρε ένα δάνειο 525 εκατομμυρίων στερλινών, το οποίο φορτώθηκε στην ομάδα, στην επιχείρηση Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ δηλαδή. Σήμερα, επτά χρόνια μετά την εξαγορά, η Γιουνάιτεντ οφείλει ακόμη 423 εκατομμύρια στερλίνες, ενώ όλο αυτό το χρονικό διάστημα, η ομάδα έχει πληρώσει σε δόσεις και προμήθειες στις τραπεζες, 500 εκατ.στερλίνες. Τσίλικη αριθμητική, έτσι; Δανείζομαι 525, επτά χρόνια μετά, έχω πληρώσει γι’ αυτό το δάνειο 500 και χρωστώ ακόμη 423.
Με τα λεφτά των άλλων.
Κάτι ανάλογο πήγαν να κάνουν και οι Χικς και Τζίλετ στην Λίβερπουλ, δεν τους βγήκε το μεγάλο κόλπο με το καινούργιο γήπεδο, φόρτωσαν την ομάδα χρέη, η εταιρεία που είχαν δημιουργήσει και είχε έδρα τις ΗΠΑ πτώχευσε και οι κόκκινοι έπιασαν πάτο. Αν, μάλιστα δεν βρισκόταν ένας άλλος αμερικανός να αγοράσει την χρεωμένη ομάδα, ποντάροντας στην μεγάλη της φήμη, η Λίβερπουλ θα μπορούσε να γίνει η επόμενη Λιντς Γιουνάιτεντ. Η Γιουνάιτεντ, από την εποχή της εξαγοράς της από τους Γκλέιζερ, βρίσκεται συνεχώς σε μία από τις 3 πρώτες θέσεις του καταλόγου της Deloitte με τις 20 ομάδες με τα μεγαλύτερα έσοδα. Βέβαια, από την 1η θέση έπεσε αλλά θεωρείται η πιο ακριβή αθλητική επιχείρηση του κόσμου, καθώς σύμφωνα με την αξιολόγηση του περιοδικού Forbes, η αξία της αποτιμάται στα 1δις 930 εκατ.δολάρια. Από τους Γκλειζερ μάθαμε δύο βασικά πράγματα. Πως μιά υγιής επιχείρηση –με τους περιορισμούς που θέτει ο όρος στο σημερινό οικονομικό περιβάλλον- μπορεί να παράγει κερδη και να συντηρει ένα παρασιτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα και πώς ο ιδιοκτήτης αυτής της επιχείρησης δεν χρειάζεται να ανησυχεί για το ενδεχόμενο της χρεωκοπίας. Θα χρεωκοπήσει η εταιρεία αλλά δεν θα χρωστά ο ιδιοκτήτης. Η πλήξη δεν είναι χαρακτηριστικό των οικονομικών κινήσεων της οικογένειας Γκλειζερ και αυτό το καταλάβαμε από πρόπερσι όταν μέλος της οικογένειας πήρε από το ταμείο της ομάδας, πενταετές άτοκο δάνειο 10 εκατομμυρίων στερλινών.
Το μεγάλο κόλπο.
Και τώρα, οι Γκλέιζερς ετοιμάζονται για το μεγάλο κόλπο. Να βάλουν άλλους να πληρώσουν το χρέος και αυτοί να συνεχίσουν να διοικούν, να εισπράττουν χωρίς κινδύνους και να μην υποχρεούνται σε κανενός είδους λογοδοσία. Μέ ένα έγγραφο 231 σελίδων ανακοινώνουν την πρόθεση και την επιθυμία τους να εισάγουν την εταιρεία Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Η εταιρεία Μάντσεστερ Γουνάιτεντ που σκοπεύει να εισαχθεί στο χρηματιστήριο της αμερικανικής μεγαλούπολης, έχει έδρα τον γνωστό φορολογικό παράδεισο των νησιών Καυμάν. Μάλιστα, στο έγγραφο που είναι ένας οδικός χάρτης περιήγησης σε φορολογικούς παραδείσους, προβλέπει ότι ο νέοι επενδυτές θα έχουν το δικααιωμα αγορας μετοχών τάξης Α, που έχουν δέκα φορές λιγότερα δικαιώματα ψήφου στις συνελεύσεις των μετόχων, από όσες οι μετοχές τάξης Β που εκδίδουν οι Γκλειζερς στους εαυτούς τους. Για μερίσματα στους μετόχους, ούτε κουβέντα φυσικά. Ετσι είναι ο παραγωγικός καπιταλισμός, κουτά. Ολο ευκαιρίες. Και αν τυχόν πτωχεύσει η ομάς επιχείρηση, θα την φάει ο Καυμάν, αμάσητη.
«Είναι ο ποδοσφαιρικός καπιταλισμός, ανόητε». (μέρος ΙΙΙ- τελευταίο).
Το μεγάλο σκάνδαλο που έχει ξεσπάσει στην Βρετανία με επίκεντρο την τράπεζα Barcleys’ δεν βρίσκεται ακόμη στα πρωτοσέλιδα και τις επικεφαλίδες της τηλεοπτικής –κατ’ επίφαση- ενημέρωσης. Οταν αυτό συμβεί, πιθανόν να μην ενδιαφέρει κανέναν γιατί θα αποκαλυφθεί η έκταση της οικονομικής καταστροφής, που δεν θα αφήσει τίποτε όρθιο. Προς το παρόν, όλοι –δηλαδή οι κυβερνήσεις- κάνουν ότι δεν συμβαίνει τίποτε και πως η κατάσταση βρίσκεται υπό έλεγχο. Οπως συνέβη και με την έναρξη της κρίσης το 2008. Μόνο που αυτή, θα είναι μεγαλύτερη. Ο γιγαντισμός του χρηματοπιστωτικού τομέα ο οποίος έχει ξφύγει από κάθε έλεγχο στη Βρετανία, ξεκίνησε με τον Μπλέρ, ο οποίος έβλεπε ότι το βρετανικό κεφάλαιο, ήθελε να διασφαλίσει κέρδη και να περιορίσει τις όποιες οικονομικές απώλειες. Και τους κινδύνους οικονομικών απωλειών τους περιρορίζεις όταν αγοράζεις με ψίχουλα κερδοφόρα κομμάτια το δημοσίου ή κερδοφόρες ιδιωτικές επιχειρήσεις που πωλούνται σε καλή τιμή. Τα χρήματα της αγοράς, στα δανείζει η τράπεζα και όσο εσύ κερδίζεις από την επιχείρηση, πληρώνεις τόκους, ενδεχομένως και δδόσεις το δανείου. Οταν παύεις να κερδίζεις, τραβάς μία πτώχευση της εταιρείας σου, η οποία ανήκει σε μία off shore με έδρα τα νησιά Καιμάν, φορτώνεις στην τράπεζα την πτωχευθείσα επιχείρηση και ψάχνεις άλλη ευκαιρία για «σοβαρούς επενδυτές». Ο Μπλερ, λοιπόν, που είχε διαφημιστεί και ως «σοσιαλιστής», υποστήριζε ότι το κλειδί της ανάπτυξης της Βρετανίας θα ήταν η προσέλκυση ξένων επενδυτών και επενδύσεων. Μάλιστα, θεωρούσε ότι ένα πεδίο οικονομικής δραστηριότητας που μπορούσε να προσελκύσει ξένους επενδυτές ήταν το αγγλικό ποδόσφαιρο. Με δεδομένο ότι οι άγγλοι ιδιοκτήτες, κεφαλαιούχοι παλαιάς κοπής, δεν είχαν αρκετά κεφάλαια για να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη μίας ακόμη φούσκας, όπου τα χρέη θα ήταν για τις επιχειρήσεις και τα κέρδη για τους «επενδυτές», οι πλέον ευπρόσδεκτοι έρχονταν από τις ΗΠΑ, την Ρωσία ή –όπως εσχάτως- από τον περσικό κόλπο. Στους αμερικανούς, πουλήθηκαν οι δύο ιστορικότερες αγγλικές ομάδες και αυτές με τους περισσότερους τίτλους. Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και η Λίβερπουλ. Επειδή, όμως, στην δεκαετία του 90 πολλές αγγλικές ομάδες είχαν εισαχθεί στο χρηματιστήριο –το οποίο ήταν «περιοριστικός» παράγοντας για τους επενδυτές- βγήκαν σταδιακά σχεδόν όλες πριν η μετά την αγορά τους από «επενδυτές». Οι αμερικανοί που αγόρασαν του δύο μεγάλους συνεπείς με την οικονομική αντίληψη που λέει ότι οι ομάδες είναι ένα brand name που αξίζει να το αγοράσεις μόνο αν μπορείς να το πουλήσεις περισσότερο, πήραν τις ομάδες για να τις οδηγήσουν στην Μπλερική λεωφόρο ανάπτυξης. Η μόνη ανάπτυξη που πέτυχαν ήταν στα χρέη των ομάδων.
Η νέα συνταγή.
Για τις μελλοντικές περιπέτειες της Γιουνάιτεντ, έγραφα χθες. Ομως, έχει πολύ ενδιαφέρον και η περίπτωση της Λίβερπουλ που αγοράστηκε από έναν άλλο αμερικανό, τον Τζον Χένρι. Για την ακρίβεια, η Λίβερπουλ αγοράστηκε από την εταιρεία του την NESV που έχει έδρα την Βοστώνη και υποθέτω, όπως συνέβη και με την εταιρεία των προηγούμενων αμερικανών «επενδυτών» που καταχρέωσαν την ομάδα, θα υπακούει στις διατάξεις της αμερικανικής νομοθεσίας για τις επχειρήσεις. Σε περίπτωση πτώχευσης, βέβαια, δεν νομίζω ότι οι οπαδοί της Λίβερπουλ θα μπορούσαν να κάνουν κάτι πέρα από πικετοφοριες και καμιά πρεία διαμαρτυρίας. Αν δεν βρισκόταν ο Χένρι, η Λίβερπουλ θα κατέληγε στην τράπεζα, όπου οι προηγούμενοι αμερικανοί «επενδυτές» χρωστούσαν ένα μεγάλο μέρος του δανείου που είχαν πάρει, για να αγοράσουν την ομάδα. Ο Χένρι, που άρχισε να ενδιαφέρεται για το ευρωπαικό ποδόσφαιρο και δή το αγγλικό από το καλοκαίρι του 2010, αυτοδιαφημίζεται ως φορέας μίας διαφορετικής οικονομικής προσέγγισης στα σπορ. Βέβαια, ο πρώτος του χρόνος στην Λίβερπουλ, δεν μπορεί να θεωρηθεί και επιτυχία. Ξόδεψε πολλά και έμεινε εκτός Τσάμπιονς Λιγκ. Και από ποιότητα ομάδας, μηδέν βελτίωση. Βέβαια, έχει φέρει κάποιες νέες πρακτικές στην διαφήμιση όπως η παραχώρηση ενός μικρού ποσοστού μετοχών στον Λεμπρον Τζέιμς, ο οποίος σε ανταπόδωση διαφημίζει την Λίβερπουλ, στις ΗΠΑ.
Το γήπεδο, δεν είναι λύση.
Ο Χένρι, πιθανόν να ανακαλύπτει ότι η επιχειρηματικότητα στα σπορ είναι διαφρετική στην Ευρώπη γιατί και η σχέση των ανθρώπων με τα σπορ, είναι διαφορετική. Οταν αγόρασε την Λίβερπουλ, στο μυαλό των περισσότερων υπήρχε η αντίληψη ότι θα προχωρούσε στην ανέγερση ενός νέου γηπέδου 60 χιλιάδων θέσεων, που θα έβαζαν την Λίβερπουλ στην ίδια μοίρα με τους βασικούς της ανταγωνιστές. Τις δύο ομάδες του Μάντσεστερ και τις τρεις του Λονδίνου, Τσέλσι, Αρσεναλ και Τότεναμ. Ο Χένρι, όμως, δηλωσε πρόσφατα πως ένα γήπεδο 60 χιλιάδων μπορεί να αποδειχθεί ζημιογόνος επένδυση αφού η Λίβερπουλ δεν μπορεί να απευθυνθεί σε ένα μητροπολιτικό κοινό 14 εκατ. ανθρώπων, όπως οι ομάδες του Λονδίνου. Η λύση για περισσότερα έσοδα,κατά τον Χένρι, είναι η εκμετάλλευση του διεθνούς brand name της Λίβερπουλ. Πιθανόν, το να γυρίζεις μία ομάδα στις Ασίες, τις ΗΠΑ και τον Καναδά σαν αρκούδα σε πανηγύρι να αφήνει κέρδη αλλά αν δεν πάρεις τίτλο στην Αγγλία και δεν διακριθείς στο Τσαμπιονς Λιγκ, dear John, όπως λέμε στο χωριό μου, χαιρέτα μου τον πλάτανο και ψάξε αγοραστή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου