Το 1945 σε ένα ορεινό ελληνικό χωριό που δεν κατονομάζεται εξελίσσεται η ταινία του Κώστα Χαραλάμπους. Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, μια συμμορία από απομεινάρια των ταγματασφαλιτών τρομοκρατεί το χωριό, έχοντας στόχο να εξαφανίσει όσους αριστερούς δεν έχουν σκύψει το κεφάλι. Μπαίνουν στα σπίτια, δέρνουν, βιάζουν, απειλούν τα μικρά παιδιά. Ζητάνε λεφτά για να μην κλιμακώσουν τη βία, αναγκάζουν τους ανθρώπους να πουλήσουν τις μικρές περιουσίες τους, τα ζώα και τα σπίτια τους. Δεν είναι μόνοι τους. Συνεργάζονται με το σταθμό της Χωροφυλακής, η οποία τους αναθέτει όσα εγκλήματα διστάζει να κάνει η ίδια.
Στιγματίζουν τις οικογένειες, τις αποκλείουν από τα συσσίτια και όποιος καταστηματάρχης δώσει ρεφενέ, το πληρώνει ο ίδιος. Ένας από τους ήρωες της ταινίας, ο Λάμπρος (Θάνος Σαμαράς), κάτω από αυτή την πίεση αναγκάζεται να ανέβει στο βουνό και να ενταχθεί σε μια ομάδα ανταρτών. Η εκδικητικότητα των φασιστών απέναντι στη γυναίκα και το γιο του που αφήνει πίσω του δεν θα τον αφήσει για πολύ στο βουνό. Ακόμη κι αν ο ίδιος ξέρει ότι δεν είναι αυτή η λύση, θα αναγκαστεί να χύσει πολύ αίμα για να πάρει μια δόση αξιοπρέπειας πίσω.
ΕπίκαιρηΗ ταινία δεν προσπαθεί να δώσει συνολική εικόνα για τον εμφύλιο. Δίνει μια μόνο πλευρά, αυτήν της δράσης των φασιστικών συμμοριών, η οποία όμως είναι πολύ χρήσιμη και επίκαιρη. Οι φασίστες στην Ελλάδα δεν εμφανίστηκαν με το Μνημόνιο, ούτε με τα κύματα μετανάστευσης, όπως θέλουν πολλοί να μας πείσουν. Έχουν πολιτικούς πατεράδες και παππούδες, που φτάνουν ως το αρχέτυπο του αρρωστημένα σαδιστή Μίχα (τον οποίο υποδύεται ο Τάσος Νούσιας).Από αυτή τη σκοπιά, υπήρξε ένα παράδοξο στις κριτικές που δέχτηκε η ταινία. Διάφοροι “καθώς πρέπει” σινεκριτικοί, όπως για παράδειγμα ο Γιάννης Ζουμπουλάκης στο Βήμα, κατηγορούν την ταινία ότι είναι σπλάτερ (παρουσιάζει με υπερβολική ένταση τις σκηνές βίας και αίματος) και λόγω αυτού του χαρακτηριστικού της γίνεται… μονόπλευρα αριστερή. Γράφει: “Το μόνο που μένει τελικά είναι το μίσος, το απύθμενο μίσος που αναβλύζει από μια ταινία κομμένη και ραμμένη για να ικανοποιήσει τη μία πλευρά.” Ο Ζουμπουλάκης θα ήθελε η ταινία να γίνει “περισσότερο ανθρωποκεντρική παρά πολιτική”. Από την άλλη μεριά ο Ριζοσπάστης απορρίπτει την ταινία ως… προβοκατόρικη, που θέλει να τρομάξει τον κόσμο για το τι μπορεί να σημάνει η κλιμάκωση της ταξικής πάλης. Την κατηγορεί επίσης ως σπλάτερ, προβάλλοντας όμως ένα αντίθετο επιχείρημα, ότι εστιάζει στα πρόσωπα και όχι στις συνθήκες.
Στην πραγματικότητα η στάση της ταινίας πατάει γερά πάνω στην πραγματικότητα και γι’αυτό αξίζει να τη δείτε. Η βία των φασιστών ήταν τέτοια και χειρότερη, και όντως υπήρξε κόσμος που αναγκάστηκε να ξαναβγει στο βουνό μόνο και μόνο λόγω αυτής της βίας. Αν η βία είναι μονόπλευρη (όπως λέει ο Ζουμπουλάκης) είναι γιατί από τη μια μεριά ήταν οι συνεργάτες των ναζί που κληρονόμησαν την εξουσία στην Ελλάδα και από την άλλη ο κόσμος που είχε πολεμήσει το φασισμό και βρέθηκε άοπλος, προδομένος και ταπεινωμένος. Εξάλλου, υπάρχουν και σκηνές αριστερής βίας. Ακόμη και το κονσερβοκούτι όμως γίνεται αναγκαίο επειδή δεν υπάρχουν σφαίρες. Όταν οι αντάρτες γδύνουν τους Χωροφύλακες, το κάνουν πρώτα και κύρια γιατί χρειάζονται τα ρούχα. Δεν θα έπρεπε να ανησυχεί ο Ριζοσπάστης ότι θα τρομάξει ο κόσμος. Καλύτερα ας αφήσουμε να τρομάζει το Βήμα και να εξασφαλίσουμε ότι αυτή τη φορά δεν θα έχουμε Βάρκιζες, και θα εξαφανίσουμε τις φασιστικές συμμορίες προτού γίνουν κράτος εν κράτει.
ΕπίκαιρηΗ ταινία δεν προσπαθεί να δώσει συνολική εικόνα για τον εμφύλιο. Δίνει μια μόνο πλευρά, αυτήν της δράσης των φασιστικών συμμοριών, η οποία όμως είναι πολύ χρήσιμη και επίκαιρη. Οι φασίστες στην Ελλάδα δεν εμφανίστηκαν με το Μνημόνιο, ούτε με τα κύματα μετανάστευσης, όπως θέλουν πολλοί να μας πείσουν. Έχουν πολιτικούς πατεράδες και παππούδες, που φτάνουν ως το αρχέτυπο του αρρωστημένα σαδιστή Μίχα (τον οποίο υποδύεται ο Τάσος Νούσιας).Από αυτή τη σκοπιά, υπήρξε ένα παράδοξο στις κριτικές που δέχτηκε η ταινία. Διάφοροι “καθώς πρέπει” σινεκριτικοί, όπως για παράδειγμα ο Γιάννης Ζουμπουλάκης στο Βήμα, κατηγορούν την ταινία ότι είναι σπλάτερ (παρουσιάζει με υπερβολική ένταση τις σκηνές βίας και αίματος) και λόγω αυτού του χαρακτηριστικού της γίνεται… μονόπλευρα αριστερή. Γράφει: “Το μόνο που μένει τελικά είναι το μίσος, το απύθμενο μίσος που αναβλύζει από μια ταινία κομμένη και ραμμένη για να ικανοποιήσει τη μία πλευρά.” Ο Ζουμπουλάκης θα ήθελε η ταινία να γίνει “περισσότερο ανθρωποκεντρική παρά πολιτική”. Από την άλλη μεριά ο Ριζοσπάστης απορρίπτει την ταινία ως… προβοκατόρικη, που θέλει να τρομάξει τον κόσμο για το τι μπορεί να σημάνει η κλιμάκωση της ταξικής πάλης. Την κατηγορεί επίσης ως σπλάτερ, προβάλλοντας όμως ένα αντίθετο επιχείρημα, ότι εστιάζει στα πρόσωπα και όχι στις συνθήκες.
Στην πραγματικότητα η στάση της ταινίας πατάει γερά πάνω στην πραγματικότητα και γι’αυτό αξίζει να τη δείτε. Η βία των φασιστών ήταν τέτοια και χειρότερη, και όντως υπήρξε κόσμος που αναγκάστηκε να ξαναβγει στο βουνό μόνο και μόνο λόγω αυτής της βίας. Αν η βία είναι μονόπλευρη (όπως λέει ο Ζουμπουλάκης) είναι γιατί από τη μια μεριά ήταν οι συνεργάτες των ναζί που κληρονόμησαν την εξουσία στην Ελλάδα και από την άλλη ο κόσμος που είχε πολεμήσει το φασισμό και βρέθηκε άοπλος, προδομένος και ταπεινωμένος. Εξάλλου, υπάρχουν και σκηνές αριστερής βίας. Ακόμη και το κονσερβοκούτι όμως γίνεται αναγκαίο επειδή δεν υπάρχουν σφαίρες. Όταν οι αντάρτες γδύνουν τους Χωροφύλακες, το κάνουν πρώτα και κύρια γιατί χρειάζονται τα ρούχα. Δεν θα έπρεπε να ανησυχεί ο Ριζοσπάστης ότι θα τρομάξει ο κόσμος. Καλύτερα ας αφήσουμε να τρομάζει το Βήμα και να εξασφαλίσουμε ότι αυτή τη φορά δεν θα έχουμε Βάρκιζες, και θα εξαφανίσουμε τις φασιστικές συμμορίες προτού γίνουν κράτος εν κράτει.
πηγή: ergatiki.gr
http://teniesonline.ucoz.com/load/27-1-0-5063
Σκηνοθέτης: Κώστας Χαραλάμπους
Ηθοποιοί: Θάνος Σαμαράς, Τάσος Νούσιας, Στεφανία Γουλιώτη, Έφη Γούση, Βασίλη Χρηστίδη, Ντίνα Μιχαηλίδου, Γιώργος Γαρνάβος, Μαρία Φιλίππου, Χρήστος Λιακόπουλος, Γιώργος Γεροντιδάκης, Τάσος Παλαντζίδης, Ανέστης Βλάχος, Σπύρος Μπιμπίλας
Ηθοποιοί: Θάνος Σαμαράς, Τάσος Νούσιας, Στεφανία Γουλιώτη, Έφη Γούση, Βασίλη Χρηστίδη, Ντίνα Μιχαηλίδου, Γιώργος Γαρνάβος, Μαρία Φιλίππου, Χρήστος Λιακόπουλος, Γιώργος Γεροντιδάκης, Τάσος Παλαντζίδης, Ανέστης Βλάχος, Σπύρος Μπιμπίλας