Ο γιός του νοικοκυραίου μεγάλωσε στο χωριό. Ο πατέρας του, ο κυρ-νοικοκυραίος, ήταν αγρότης και πάσχιζε να μεγαλώσει τα παιδιά του δουλεύοντας σκληρά στα χωράφια, κάνοντας “το σκατό του παξιμάδι”. Το όνειρό του ήταν να μην κάνουν την ίδια μίζερη ζωή τα παιδιά του, να σπουδάσουν, να ξεφύγουν απ’ το χωριό και απ το μεροδούλι μεροφάι, να γίνουν “επιστήμονες” να τα καμαρώνει.
Ο γιος, του βγήκε λίγο “μπούλης”, τον παραχάιδεψε και η μάνα νοικοκυραίου. Μικρός, τα έκανε πάνω του μέχρι τα 8 του και στο σχολείο τα άλλα παιδιά τον κοροιδεύανε για αυτό. Xέστη τον φωνάζανε και κατρουλή τον κατεβάζανε και συχνά τον βαράγανε υποτιμητικά στο σβέρκο και του πετάγανε στραγάλια με το φυσοκάλαμο. Παιδί “ξουράφι” δεν ήτανε με καμία δύναμη, μάλλον “αργός” ήτανε. Δεν τα ‘παίρνε τα γράμματα, όπως έλεγε ο δάσκαλος στον κυρ-νοικοκυραίο. “Καλύτερα να μείνει εδώ να δουλέψει τη γη σας, να προκόψει”, του είχε πει στην 6η δημοτικού, “δεν τα παίρνει με τίποτα, ούτε τέχνη δε νομίζω πως μπορεί να μάθει”.