Γεννήθηκα σε ένα χωριό όπου το ελληνορθόδοξο στοιχείο ήταν έντονα χαραγμένο στην συνείδηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των συμπατριωτών μου. Σε ένα παραμεθόριο χωριό στον Εβρο που συνορεύει χερσαία με την Τουρκία, η Ελληνοορθοδοξία αναγορεύεται σε ύψιστο Ιδανικό. Τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής μου λοιπόν έχουν ριγμένες τις ρίζες τους εκεί, σε ένα περιβάλλον όπου η θρησκεία, η πατρίδα και η οικογένεια γίνονται τα Ιδανικά. Χωρίς αυτά, η ζωή είναι μάταιη και μηδαμηνή.
Σχολείο πηγαίναμε δύο φορές την ημέρα. Τέσσερις ώρες το πρωί και δυο το απόγευμα, εκτός Τετάρτης και Σαββάτου, που είχαμε μόνο το πρωί. Αλλά κι έτσι, η Τέταρτη ήταν πάντα κλεισμένη, γιατί πηγαίναμε κατηχητικό. Απ ότι θυμάμαι δεν πήγαινε όλο το σχολειό εκεί, διαφορετικά θα ήμασταν πολλοί. Από αυτό αντιλαμβάνομαι ότι εγώ ήμουν ιδιαίτερη περίπτωση. Αλλά και το πρωινό της Κυριακής ήταν αφιερωμένο στον εκκλησιασμό. Αυτό ήταν δεδομένο. Η μητέρα μου με ξύπναγε από νωρίς και μου έδινε τέσσερα ζευγάρια παπούτσια να βάψω με το Κάμελ θυμάμαι, να τα γιαλύσω, ώστε να είναι έτοιμα όταν θα ντυθούμε με τα καλά μας για να πάμε στην Εκκλησία. Ακόμα και όταν οι άλλοι δεν μπορούσαν, δεν ξέρω πως τα καταφέρνα εγώ και πήγαινα πάντα. Κι όταν έβγαινα από την Εκκλησία, πάντα με ένα αντίδωρο στο χέρι, πηγαίνοντας σπίτι, θα χαιρετούσα όποιον έβρισκα στο δρόμο.