Φρένο στην άντληση ρευστού με υπεραναλήψεις ή δανεισμό από πιστωτικές κάρτες βάζουν τράπεζες, αλλά και καταναλωτές, οι μεν για να προφυλαχθούν από νέες επισφάλειες, οι δε στο πλαίσιο της μείωσης της καταναλωτικής τους δαπάνης. Παρά το γεγονός ότι τα νοικοκυριά«τρώνε» συνεχώς από τα έτοιμα, εντούτοις διαπιστώνεται ότι έχουν περιορίσει σημαντικά την άντληση ρευστότητας είτε κάνοντας χρήση του δικαιώματος υπερανάληψης από λογαριασμούς τους, είτε δανειζόμενοι με χρήση πιστωτικών καρτών, καθώς υπολογίζουν τόσο τοακριβό κόστος δανεισμού αυτής της ρευστότητας, όσο και διότι «εμποδίζονται» από μέτρα των τραπεζών.
Ειδικότερα, το δικαίωμα υπερανάληψης δεν προσφέρεται αυτομάτως σε όλους τους δικαιούχους μισθοδοτικών ή καταθετικών λογαριασμών και οι τράπεζες το συγκαταλέγουν είτε στα προνόμια λογαριασμών είτε το παρέχουν κατόπιν αιτήματος του πελάτη.
Αυτό συμβαίνει επειδή σε μία μορφή ανοικτής πίστωσης, όπως είναι στην ουσία η υπερανάληψη, οι τράπεζες ελέγχουν πλέον εξονυχιστικά την πιστοληπτική ικανότητα του πελάτη τους. Την ίδια στιγμή έχουν βάλει «μαχαίρι» στο όριο υπερανάληψης, το οποίο κινείται περίπου στα επίπεδα ενός μισθού όταν στο παρελθόν έφτανε ακόμα και τους πέντε μισθούς.
Την ίδια στιγμή, κατακόρυφη είναι και η μείωση στο επιτρεπόμενο όριο αναλήψεων μέσω πιστωτικών καρτών. Το όριο αυτό έχει μειωθεί στα 300 – 500 ευρώ μάξιμουμ και αναλόγως του πιστωτικού ορίου του κατόχου της κάρτας όταν μέχρι πρότινος έφτανε από το 50% μέχρι και το 100% του πιστωτικού ορίου του πελάτη.
Ο φραγμός στις αναλήψεις μετρητών μέσω πιστωτικών καρτών αποτελεί αμυντική κίνηση των τραπεζών έναντι της ραγδαίας αύξησης των επισφαλειών που εμφανίζει ο τομέας καταναλωτικών δανείων και πιστωτικών καρτών. Οι επισφάλειες στις συγκεκριμένες κατηγορίες φτάνουν και στο 20% των δανείων που έχουν χορηγηθεί, παρουσιάζοντας διπλάσιο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων από το σύνολο των επισφαλειών γενικά στις χορηγήσεις.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη η χρήση της κάρτας γινόταν και γίνεται για την αγορά διαρκών καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών, στην Ελλάδα η χρήση της «ξέφυγε» από το 2009 και μετά και εξελίχθηκε από μέσο πληρωμών σε μέσο δανεισμού. Ειδικά απ’ όταν οι τράπεζες άρχισαν να «σφίγγουν τα λουριά» στις νέες χορηγήσεις, διαπίστωναν ότι οι κάτοχοι πιστωτικών καρτών έφταναν να χρησιμοποιούν το πιστωτικό τους όριο σε ποσοστό από 50% μέχρι και 100% για να δανειστούν χρήματα.
Σήμερα, ωστόσο, η συγκεκριμένη πρακτική μειώνεται δραστικά, αφού και οι ίδιοι οι καταναλωτές συνειδητοποιούν και αποφεύγουν τον κίνδυνο δανεισμού με επιτόκια της τάξεως του 15% μέχρι 19%.
Σύμφωνα με στοιχεία της Visa Europe για την Ελλάδα, το 2009 οι αναλήψεις μετρητών μέσω πιστωτικών καρτών ανήλθαν σε 1,7 δισ. ευρώ, ή490 ευρώ ανά κάρτα, αποτελώντας το 28% του συνολικού τζίρου των πιστωτικών καρτών.
Η τάση για το 2010 ήταν πτωτική, καθώς οι αναλήψεις μέσω πιστωτικών καρτών υποχώρησαν σε 1,2 δισ. ευρώ ή 390 ευρώ ανά κάρτα, αποτελώντας το 23% του συνολικού τζίρου της αγοράς των πιστωτικών καρτών.