Στις 31 Δεκεμβρίου, αναμένεται να ολοκληρωθεί το νομοσχέδιο περί ναρκωτικών. Έχουν υπάρξει ορισμένα δημοσιεύματα και έχουν ακουστεί πολλοί ψίθυροι, ότι αυτό το νομοσχέδιο ίσως τολμήσει να θεσμοθετήσει ριζοσπαστικές ιδέες όπως το πάγιο αίτημα του αντιαπαγορευτικού κινήματος: την αποποινικοποίηση της χρήσης. Μιλήσαμε με τον πρόεδρο της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής και πανεπιστημιακό Νίκο Παρασκευόπουλο, όχι για να παρουσιάσουμε κάτι που ακόμα δεν έχει αποφασιστεί αλλά για να συζητήσουμε τις δικές του απόψεις για την πολιτική αντιμετώπισης της χρήσης και της εξάρτησης.
Τη συνέντευξη πήρε
η Ιωάννα Δρόσου
Ο νόμος για τα ναρκωτικά κινείται στο γενικό πλαίσιο της «μηδενικής ανοχής». Η πλειοψηφία όσων βρίσκονται στη φυλακή είναι για υποθέσεις ναρκωτικών είτε για υποθέσεις που αποτελούν απόρροια των ουσιών, όπως π.χ. οι κλοπές. Ποιο θα έπρεπε να ήταν το νέο γενικό πλαίσιο;
Η μηδενική ανοχή είναι μια πολιτική, η οποία, όσον αφορά το ύψος των ποινών που προβλέπεται για κάποια εγκλήματα, δεν έχει θέση στη χώρα μας. Μηδενική ανοχή σημαίνει υπέρβαση της αρχής της αναλογικότητας και κατά το Σύνταγμά μας η αναλογικότητα είναι επιταγή. Σύμφωνα με το σύνταγμα η μεταχείριση πρέπει να είναι με βάση το βάρος της άδικης πράξης και την υποκειμενική ευθύνη που υπάρχει για αυτή. Επομένως, όποιος θέλει να ασκήσει πολιτική μηδενικής ανοχής στην Ελλάδα, κατά τεκμήριο παρανομεί. Σε ό,τι αφορά την χρήση ναρκωτικών ουσιών, πρέπει να τονίσουμε, ότι ο εξαρτημένος χρήστης και ο πρωτόπειρος δεν τιμωρούνται. Αυτά δεν τα λέω για να υποστηρίξω, ότι η ισχύουσα κατάσταση είναι καλή. Θεωρώ ότι ένας άνθρωπος δεν πρέπει να τιμωρείται αν δεν προσβάλλει ή δεν θέτει σε κίνδυνο τρίτους ανθρώπους. Τα κυριότερα προβλήματα της νομοθεσίας μας σήμερα είναι αυτά που σωρεύουν ανθρώπους στη φυλακή για υποθέσεις για τα ναρκωτικά, οι οποίοι καλύπτουν το 50% του πληθυσμού της φυλακής. Αυτό είναι το βαρύ πρόβλημα, που πρέπει να αντιμετωπίσει η ελληνική νομοθεσία.
Αποποινικοποίηση της χρήσης ή αποποινικοποίηση ορισμένων ουσιών;
Καταρχάς να διευκρινίσω ότι σας μιλάω με βάση τις γνώσεις που έχω και όχι με την ιδιότητα του μέλους της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, γιατί εκεί όλα ακόμη είναι ρευστά. Η αποποινικοποίηση αφορά πράξεις και όχι ουσίες. Η χρήση ναρκωτικών, η οποία γίνεται χωρίς να προσβάλλονται ή να μπαίνουν σε κίνδυνο τρίτοι άνθρωποι, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με ποινή, οποιαδήποτε ουσία και να αφορά.
Τα θεραπευτικά προγράμματα πρέπει να είναι επιταγή ή προτροπή από τη δικαιοσύνη; Αναλογιζόμενοι, πάντα, τη φιλοσοφία των προγραμμάτων που ορίζει ότι η συμμετοχή σε κάποιο πρόγραμμα πρέπει να είναι επιλογή και επιθυμία του εξαρτημένου χρήστη για να πετύχει.
Η εμπειρία των προγραμμάτων, που είναι αποτελεσματικά, δηλαδή των στεγνών προγραμμάτων, δείχνει ότι αν κάποιος δεν θέλει να κάνει ένα βήμα, δεν μπορεί να απεξαρτηθεί. Όσο και να πιεστεί κάποιος τρίτος άνθρωπος, όσο και αν δεν θέλει ο ίδιος δεν πρόκειται ποτέ να απεξαρτηθεί. Το ότι κάποιος μπορεί να πάρει την απόφασή του, πιεσμένος από κάποιες καταστάσεις, δεν είναι κακό.
Ο νόμος προβλέπει κάποια συγκεκριμένα όρια ποσότητας ουσιών για το διαχωρισμό εξαρτημένου χρήστη και εμπόρου. Στην περίπτωση της ηρωίνης είναι 1,5 γραμμ. ενώ στην περίπτωση της κάνναβης 2,5 γραμμ. Θεωρείτε ότι θα έπρεπε να αναθεωρηθούν ή και να καταργηθούν;
Νομίζω ότι θα έπρεπε ο νομοθέτης και ο δικαστής να αντιμετωπίζουν το θέμα πιο ελαστικά. Προσωπικά προτιμούσα την παλιά νομοθεσία, που δεν είχε συγκεκριμένες ποσότητες. Γιατί ξέρετε έτσι δημιουργούνται τεκμήρια, π.χ. «είχες πάνω σου πάνω από 3 γραμμ. άρα είσαι διακινητής». Σε μία ποινική δίκη δεν είναι αυτό το ζητούμενο, αλλά η ζημιά που προκλήθηκε και αν ο κατηγορούμενος είναι χρήστης ή διακινητής. Ένδειξη για αυτό μπορεί να είναι η ποσότητα. Αν είχε για παράδειγμα ένα κιλό ηρωίνη, προφανώς δεν προοριζόταν για προσωπική χρήση. Το δικαστήριο θα πρέπει να μπορεί να σταθεί στο σύνολο των αποδείξεων και η ποσότητα που βρέθηκε πάνω του είναι δευτερεύουσα ένδειξη –εκτός και αν είναι τόσο μεγάλη που κάνει το συμπέρασμα αναμφίβολο.
Τον τελευταίο μήνα έχουν δει το φως της δημοσιότητας τρεις περιπτώσεις θεραπευομένων του 18 Άνω, που οδηγήθηκαν στη φυλακή διακόπτοντας το πρόγραμμα. Εξ’ όσων γνωρίζω στην περίπτωση που κάποιος εξαρτημένος παρακολουθεί κάποιο θεραπευτικό πρόγραμμα προστατεύεται από το νόμο και δεν φυλακίζεται. Σε αυτές τις περιπτώσεις θεωρείτε ότι θα έπρεπε να υπάρχει περισσότερη προστασία;
Αυτό που θίγετε είναι ένα πρόβλημα που επανέρχεται στη δικαιοσύνη και στην επικαιρότητα, εδώ και πολλά χρόνια. Συνήθως η εφαρμογή αυτών των ρυθμίσεων προσκρούει στο γεγονός ότι δεν έχει αναγνωριστεί η εξάρτηση του κατηγορουμένου. Επίσης αυτός ο νόμος έχει μία σειρά εξαιρέσεων, δεν αφορά όλες τις περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα το έγκλημα της ανθρωποκτονίας ή του βιασμού, αλλά έναν κατάλογο εγκλημάτων, που συνήθως τελούνται από όσους είναι εξαρτημένοι από ναρκωτικά. Ο κατάλογος χρειάζεται να αναθεωρηθεί. Όλα αυτά είναι προβλήματα με τα οποία πρέπει να ασχοληθεί ο νομοθέτης.
Θεωρείτε ότι οι ποινές στην Ελλάδα είναι επιεικείς ή υψηλές;
Οι ποινές, που προβλέπει η ελληνική ποινική νομοθεσία, για πράξεις που έχουν σχέση με τα ναρκωτικά, είναι πολύ βαρύτερες συγκριτικά με τις αντίστοιχες ποινές που προβλέπουν όλες οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η διάγνωση της εξάρτησης χρειάζεται αναμόρφωση
Πριν λίγες βδομάδες, η Μαριάνθη Πατσελή καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για 12 γραμμάρια ηρωίνης απορρίπτοντας την πραγματογνωμοσύνη τοξικομανίας. Με δεδικασμένο την υπόθεση της Μ. Πατσελή, καταδικάστηκε σε ισόβια ένας ακόμη εξαρτημένος στην Ξάνθη. Θεωρείτε ότι πρέπει να είναι στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή η αποδοχή ή όχι ιατρικής πραγματογνωμοσύνης για τοξικομανία;
Η εκτίμηση όλων των ποινικών υποθέσεων και οπωσδήποτε αυτών που αφορούν τα ναρκωτικά, υπόκειται στην αρχή της αναλογικότητας. Όποτε βλέπουμε μία ποινή που φαίνεται να είναι σε μία ακραία δυσαναλογία σε σχέση με την ευθύνη ενός προσώπου τίθεται ένα ζήτημα, το οποίο αφορά την έννομη τάξη, τη συνταγματική τάξη και το διεθνές δίκαιο. Γιατί η αρχή της αναλογικότητας είναι αναγνωρισμένη παντού. Αυτά που δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες για την υπόθεση της Μυτιλήνης, δείχνουν να υπάρχει ένα πρόβλημα αναλογικότητας. Βεβαίως, δεν έχω παρακολουθήσει τη δίκη. Δεν ξέρω αν σε αυτή υπήρχε κάτι, το οποίο δεν φάνηκε μέσα από την είδηση, αλλά πρέπει να σας πω ότι εάν τα πράγματα είναι όπως δημοσιεύτηκαν, η δυσαναλογία φαίνεται να είναι αφόρητη. Είναι αλήθεια ότι αυτό δεν είναι κάτι σπάνιο σε υποθέσεις για ναρκωτικά. Οι ποινές που προβλέπει η νομοθεσία μας, σε πολλές περιπτώσεις είναι εξαιρετικά βαριές. Ιδίως όταν ο κατηγορούμενος για κάποια υπόθεση που έχει σχέση με τα ναρκωτικά είναι εξαρτημένος, τότε για πολλούς λόγους θα έπρεπε η ποινική μεταχείρισή του να είναι ήπια και να στηρίζεται κυρίως σε εναλλακτικά θεραπευτικά μέτρα. Αυτό δεν είναι μόνο μία επιλογή επιείκειας –που η επιείκεια πάντα πρέπει να υπάρχει στη δικαιοσύνη- αλλά και επιλογή αντεγκληματικής πολιτικής, για να χρησιμοποιήσω έναν όρο πιο αυστηρό. Η κάθειρξη δεν φαίνεται, στην εποχή μας κυρίως, να έχει κάποια αποτελεσματικότητα δευτερογενούς πρόληψης του εγκλήματος, δηλαδή πρόληψης της υποτροπής. Αντίθετα, το πέρασμα από τις θεραπευτικές κοινότητες έχει σημαντικά ποσοστά απεμπλοκής από το χώρο του εγκλήματος. Άρα για τους στόχους του ποινικού ελέγχου είναι πολύ προτιμότερο να περνάει κάποιος, που έχει εμπλακεί σε εγκλήματα περί τα ναρκωτικά, από θεραπευτικά προγράμματα παρά να περνά από τη φυλακή. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να γίνει αισθητό και σε όσους υπηρετούν την απονομή της δικαιοσύνης. Τώρα, το να έχει τον τελικό λόγο ο δικαστής είναι αναπόφευκτο –και με βάση το Σύνταγμά μας ακόμη. Το να μπει κάποιος στη φυλακή δεν μπορεί παρά να εξαρτάται τελικά από μία δικαστική κρίση. Οπότε τον τελικό λόγο θα τον έχει πάντα ο δικαστής. Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι το αν θα έχει τελικό λόγο, όσο το να γίνεται πραγματογνωμοσύνη, όποτε χρειάζεται, έγκαιρα και αυτή να είναι αξιόπιστη. Επίσης, αν ο δικαστής πιστεύει ότι η πραγματογνωμοσύνη δεν είναι πειστική, θα πρέπει να τεκμηριώνει στο αιτιολογικό της αποφάσεως, πώς αποκλίνει από τη γνώμη των ειδικών. Θέλω να πω ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο να θεμελιωθεί μια διαφορά της γνώμης του δικαστή, από αυτήν που αποτυπώνεται στην πραγματογνωμοσύνη. Επομένως, νομίζω ότι χρειάζεται μία -όχι μόνο θεσμική- αναμόρφωση σε ό,τι αφορά τη διάγνωση της εξάρτησης. Αλλιώς φτάνουμε σε αχρησία των θεσμών που προβλέπονται, επειδή είναι πολύ αραιή η αναγνώριση της εξάρτησης από τα ποινικά δικαστήρια.