Με μια ογκώδη συγκέντρωση και διαδήλωση που ακολούθησε, από τις μεγαλύτερες που έχουν γίνει στην περιοχή, απάντησε η τοπική κοινωνία στη δολοφονική επίθεση των χρυσαύγουλων κατά συνδικαλιστών και μελών του ΚΚΕ χτες 12/9 στο Πέραμα. Στη συγκέντρωση – πορεία που ακολούθησε, εκτός από τα μέλη του ΚΚΕ (που είχε κάνει το κάλεσμα), συμμετείχαν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η Αντιναζιστική πρωτοβουλία Πειραιά, η ΚΕΕΡΦΑ και η Κίνηση “Απελάστε το Ρατσισμό”, αρκετά μεμονωμένα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ και ανέναχτοι αγωνιστές. Ο κόσμος στους δρόμους υποδέχτηκε την αντιφασιστική πορεία με ενθουσιασμό και θετικό πρόσημο βλέποντας τη συμμετοχή όλης της αριστεράς. Ο λαός, οι εργαζόμενοι και άνεργοι, η νεολαία επιβάλλεται να απομονώσει τα ναζιστικά μορφώματα. Στην εργατούπολη του Περάματος, στις εργατογειτονιές του Πειραιά δεν χωράει πουθενά η μπότα του φασισμού, το μακρύ χέρι του συστήματος και των αφεντικών. Η Κίνηση “Απελάστε το Ρατσισμό” έδωσε και θα δώσει το παρών σε κάθε αντιρατσιστική/αντιφασιστική πάλη.
Στιγματίζουν τις οικογένειες, τις αποκλείουν από τα συσσίτια και όποιος καταστηματάρχης δώσει ρεφενέ, το πληρώνει ο ίδιος. Ένας από τους ήρωες της ταινίας, ο Λάμπρος (Θάνος Σαμαράς), κάτω από αυτή την πίεση αναγκάζεται να ανέβει στο βουνό και να ενταχθεί σε μια ομάδα ανταρτών. Η εκδικητικότητα των φασιστών απέναντι στη γυναίκα και το γιο του που αφήνει πίσω του δεν θα τον αφήσει για πολύ στο βουνό. Ακόμη κι αν ο ίδιος ξέρει ότι δεν είναι αυτή η λύση, θα αναγκαστεί να χύσει πολύ αίμα για να πάρει μια δόση αξιοπρέπειας πίσω.
ΕπίκαιρηΗ ταινία δεν προσπαθεί να δώσει συνολική εικόνα για τον εμφύλιο. Δίνει μια μόνο πλευρά, αυτήν της δράσης των φασιστικών συμμοριών, η οποία όμως είναι πολύ χρήσιμη και επίκαιρη. Οι φασίστες στην Ελλάδα δεν εμφανίστηκαν με το Μνημόνιο, ούτε με τα κύματα μετανάστευσης, όπως θέλουν πολλοί να μας πείσουν. Έχουν πολιτικούς πατεράδες και παππούδες, που φτάνουν ως το αρχέτυπο του αρρωστημένα σαδιστή Μίχα (τον οποίο υποδύεται ο Τάσος Νούσιας).Από αυτή τη σκοπιά, υπήρξε ένα παράδοξο στις κριτικές που δέχτηκε η ταινία. Διάφοροι “καθώς πρέπει” σινεκριτικοί, όπως για παράδειγμα ο Γιάννης Ζουμπουλάκης στο Βήμα, κατηγορούν την ταινία ότι είναι σπλάτερ (παρουσιάζει με υπερβολική ένταση τις σκηνές βίας και αίματος) και λόγω αυτού του χαρακτηριστικού της γίνεται… μονόπλευρα αριστερή. Γράφει: “Το μόνο που μένει τελικά είναι το μίσος, το απύθμενο μίσος που αναβλύζει από μια ταινία κομμένη και ραμμένη για να ικανοποιήσει τη μία πλευρά.” Ο Ζουμπουλάκης θα ήθελε η ταινία να γίνει “περισσότερο ανθρωποκεντρική παρά πολιτική”. Από την άλλη μεριά ο Ριζοσπάστης απορρίπτει την ταινία ως… προβοκατόρικη, που θέλει να τρομάξει τον κόσμο για το τι μπορεί να σημάνει η κλιμάκωση της ταξικής πάλης. Την κατηγορεί επίσης ως σπλάτερ, προβάλλοντας όμως ένα αντίθετο επιχείρημα, ότι εστιάζει στα πρόσωπα και όχι στις συνθήκες.
Στην πραγματικότητα η στάση της ταινίας πατάει γερά πάνω στην πραγματικότητα και γι’αυτό αξίζει να τη δείτε. Η βία των φασιστών ήταν τέτοια και χειρότερη, και όντως υπήρξε κόσμος που αναγκάστηκε να ξαναβγει στο βουνό μόνο και μόνο λόγω αυτής της βίας. Αν η βία είναι μονόπλευρη (όπως λέει ο Ζουμπουλάκης) είναι γιατί από τη μια μεριά ήταν οι συνεργάτες των ναζί που κληρονόμησαν την εξουσία στην Ελλάδα και από την άλλη ο κόσμος που είχε πολεμήσει το φασισμό και βρέθηκε άοπλος, προδομένος και ταπεινωμένος. Εξάλλου, υπάρχουν και σκηνές αριστερής βίας. Ακόμη και το κονσερβοκούτι όμως γίνεται αναγκαίο επειδή δεν υπάρχουν σφαίρες. Όταν οι αντάρτες γδύνουν τους Χωροφύλακες, το κάνουν πρώτα και κύρια γιατί χρειάζονται τα ρούχα. Δεν θα έπρεπε να ανησυχεί ο Ριζοσπάστης ότι θα τρομάξει ο κόσμος. Καλύτερα ας αφήσουμε να τρομάζει το Βήμα και να εξασφαλίσουμε ότι αυτή τη φορά δεν θα έχουμε Βάρκιζες, και θα εξαφανίσουμε τις φασιστικές συμμορίες προτού γίνουν κράτος εν κράτει.