Μέρα απεργίας σήμερα και, όπως πάντα, το ιστολόγιο συμμετέχει με τον δικό του συμβολικό τρόπο, επειδή κάθε μέρα απεργίας πρέπει να είναι μέρα σκέψης, αποφάσεων και αγώνα και δεν περισσεύει καιρός για κείμενα που μπορούν να περιμένουν. Έτσι, λοιπόν, θα περιοριστούμε σε ένα "αντίδωρο" από το χέρι τού Μιχάλη Κατσαρού. Μόνο που το "αντίδωρο", το οποίο θα μας στηλώσει σήμερα, έχει πίσω του μια μικρή ιστορία, την οποία αξίζει να μάθουμε.
Καλοκαίρι 1944, λίγο πριν την αποχώρηση των γερμανών από την κατεχόμενη Ελλάδα. Στην Αθήνα, η σκυλιασμένη "ειδική ασφάλεια" της δωσιλογικής κυβέρνησης Ράλλη μπουκάρει σε σπίτια αγωνιστών της αντίστασης, συλλαμβάνει δεκάδες απ' αυτούς και τους μεταφέρει στις φυλακές Χατζηκώστα (επί της οδού Πειραιώς, εκεί όπου σήμερα είναι το ΙΚΑ). Εκεί, σε κάποιον ασφυκτικά γεμάτο θάλαμο, γνωρίζονται και γίνονται αμέσως φίλοι οι -νεαροί τότε- ΕΠΟΝίτες ποιητές Νίκος Μαραγκουδάκης και Μιχάλης Κατσαρός. Όταν οι φύλακες πήραν τον Μαραγκουδάκη, για να τον μεταφέρουν σε άλλον θάλαμο, ο Μιχάλης Κατσαρός αποχαιρέτησε τον φίλο του με ένα ποίημα. Ο Μαραγκουδάκης φύλαξε σαν πολύτιμο φυλαχτό αυτό το ποίημα κι έτσι μπορούμε να το απολαμβάνουμε σήμερα κι εμείς.
Ο Μιχάλης Κατσαρός άφησε το ποίημά του δίχως τίτλο. Ζητώ ταπεινά συγγνώμη από τον ποιητή, που τολμώ να το τιτλοφορήσω "Δεσμώτες της ζωής" , έστω κι αν χρησιμοποίησα δικές του λέξεις για τίτλο.
Φίλε, που σε συνάντησα σε μιαν οδοιπορία
-του θάνατου που ζήσαμε ή της ζωής που θα’ ρθει-
είχες στα μάτια τη φωτιά σμιχτή με μια απορία
από τα νιόβγαλτα φτερά, γιατί ο αέρας πάρθη.
Μας ένωσε σφιχτά σφιχτά τ' ανθρώπου ο μέγας πόνος
και της ιδέας ο άνεμος μας φούσκωσε τα στήθη.
Κάποιου καινούργιου, που 'ρχεται, μας συνεπήρε ο τόνος.
Ορίζοντες Μαγιάπριλου μας φέρνουνε τα πλήθη.
Κι εμείς, δεσμώτες της ζωής, προς τις κορφές τραβάμε
-του Ολύμπου ή του Γολγοθά- στη μέθη ενός ονείρου
το θάνατο και τη ζωή αλέγκρα χαιρετάμε
με τ’ άξια νιάτα, πορφυρά, στο δρόμο του απείρου.
Cogito ergo sum
Καλοκαίρι 1944, λίγο πριν την αποχώρηση των γερμανών από την κατεχόμενη Ελλάδα. Στην Αθήνα, η σκυλιασμένη "ειδική ασφάλεια" της δωσιλογικής κυβέρνησης Ράλλη μπουκάρει σε σπίτια αγωνιστών της αντίστασης, συλλαμβάνει δεκάδες απ' αυτούς και τους μεταφέρει στις φυλακές Χατζηκώστα (επί της οδού Πειραιώς, εκεί όπου σήμερα είναι το ΙΚΑ). Εκεί, σε κάποιον ασφυκτικά γεμάτο θάλαμο, γνωρίζονται και γίνονται αμέσως φίλοι οι -νεαροί τότε- ΕΠΟΝίτες ποιητές Νίκος Μαραγκουδάκης και Μιχάλης Κατσαρός. Όταν οι φύλακες πήραν τον Μαραγκουδάκη, για να τον μεταφέρουν σε άλλον θάλαμο, ο Μιχάλης Κατσαρός αποχαιρέτησε τον φίλο του με ένα ποίημα. Ο Μαραγκουδάκης φύλαξε σαν πολύτιμο φυλαχτό αυτό το ποίημα κι έτσι μπορούμε να το απολαμβάνουμε σήμερα κι εμείς.
Ο Μιχάλης Κατσαρός άφησε το ποίημά του δίχως τίτλο. Ζητώ ταπεινά συγγνώμη από τον ποιητή, που τολμώ να το τιτλοφορήσω "Δεσμώτες της ζωής" , έστω κι αν χρησιμοποίησα δικές του λέξεις για τίτλο.
Φίλε, που σε συνάντησα σε μιαν οδοιπορία
-του θάνατου που ζήσαμε ή της ζωής που θα’ ρθει-
είχες στα μάτια τη φωτιά σμιχτή με μια απορία
από τα νιόβγαλτα φτερά, γιατί ο αέρας πάρθη.
Μας ένωσε σφιχτά σφιχτά τ' ανθρώπου ο μέγας πόνος
και της ιδέας ο άνεμος μας φούσκωσε τα στήθη.
Κάποιου καινούργιου, που 'ρχεται, μας συνεπήρε ο τόνος.
Ορίζοντες Μαγιάπριλου μας φέρνουνε τα πλήθη.
Κι εμείς, δεσμώτες της ζωής, προς τις κορφές τραβάμε
-του Ολύμπου ή του Γολγοθά- στη μέθη ενός ονείρου
το θάνατο και τη ζωή αλέγκρα χαιρετάμε
με τ’ άξια νιάτα, πορφυρά, στο δρόμο του απείρου.
Cogito ergo sum