17 Νοέμβρη, μία και μισή το μεσημέρι, μόνος μου στη Σταδίου με δυο σπρέι στην τσάντα. Ο δρόμος είναι άδειος. Ξαφνικά πετάγονται από το πουθενά 20 ΜΑΤαδες. «Επ, παλικάρι, ταυτότητα!», τους την δείχνω.«Πάμε λίγο πιο πάνω!», τους ακολουθώ. «Κάτσε κάτω!», κάθομαι. «Πού μένεις;», «Αγία Παρασκευή», «Α καλά, κατάλαβα, πλουσιόπαιδο!», δεν απαντάω. «Τι έχεις στην τσάντα;», μου την ανοίγουν. «Τι έχεις στις τσέπες;», πάω να σηκωθώ να τους δείξω. «Κάτσε κάτω ρε, τι νομίζεις ότι είσαι; Έξυπνος; Τι είναι αυτά εδώ;». Κρατάει δυο μάσκες για δακρυγόνα που βρήκε στην τσάντα μου. Τις είχα για την πορεία, «Τι τις θες; Σαν να μην μας τα λες καλά! Αναρχικός μου φαίνεσαι!». Δε μιλάω. «Τι είναι αυτο εδώ;», μου δείχνει ένα μικρό αναρχικό άλφα, ζωγραφισμένο με μπλάνκο πάνω στην τσάντα μου, «¶λφα» του λέω. «Με περνάς για βλάκα, ε;! Δεν γουστάρεις αστυνομία, ε;! Αν με πετύχαινες μόνο μου βράδυ θα με έσπαγες στο ξύλο, ε;! Σήκω!», σηκώνομαι. Μ’ αρπάζει από το λαιμό και με τραβάει κοντά του με δύναμη. «Μην κάνεις καμιά μαλακία! Κατάλαβες;!». Μου καρφώνει ένα γκλοπ στη μέση και στην επόμενη γωνία με δίνει σε πέντε ασφαλίτες με πολιτικά. Αυτοί με κολλάνε στον τοίχο, ξαναψάχνουν την τσάντα μου, δε βρίσκουν τίποτα παράνομο, γράφουν τ’ όνομά μου και με χώνουν σε μια κλούβα μαζί με άλλα δυο παιδιά.